Το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για δραστικό «κούρεμα» των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα στέλνει η Τράπεζα της Ελλάδος βάζοντας φρένο στις προσδοκίες για χαλάρωση ενώ προειδοποιεί για έξι εστίες κινδύνου στο δρόμο για την ανάκαμψη και τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Η ΤτΕ συνιστά στη κυβέρνηση προσεκτικές, γρήγορες και αποτελεσματικές κινήσεις για την αποφυγή παρενεργειών στο παραγωγικό ιστό της χώρας με κύμα πτωχεύσεων και στην αγορά εργασίας με αύξηση της ανεργίας μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης. Στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική επισημαίνει τις σημαντικότερες προκλήσεις και απειλές όσον αφορά στις προοπτικές της οικονομίας. Ειδικότερα:
- Δημόσια οικονομικά. Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, όπου σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους (αυξήθηκε σε 205,6% του ΑΕΠ το 2020 από 180,5% του ΑΕΠ το 2019) εντείνει τους κινδύνους και δυσχεραίνει τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Πέρυσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 11,1 δισ. ευρώ ή στο 6,7% του ΑΕΠ (αυξημένο κατά 8,4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2019), ενώ το πρωτογενές ανήλθε στο 6,7% του ΑΕΠ ή στο 7,5% του ΑΕΠ με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας με τη κυβέρνηση να ποντάρει στην αυτόματη συμπίεση των ελλειμμάτων από τη δραστική συρρίκνωση των κονδυλίων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης.
- Κόστος δανεισμού. Η λήξη του έκτακτου λόγω της πανδημίας προγράμματος αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
- «Κόκκινα» δάνεια. Οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται από ένα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης. Το υπόλοιπο στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισ. ευρώ, το οποίο κατανέμεται κατά περίπου 58% σε επιχειρηματικά δάνεια, 28% σε στεγαστικά και το 14% σε καταναλωτικά δάνεια.
- Ανταγωνιστικότητα. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τη βελτίωση σε ορισμένους τομείς (π.χ. μείωση του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα).
- Αγορά εργασίας. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ενδέχεται να αυξηθεί μετά την άρση των μέτρων στήριξης, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που επηρεάστηκαν αρνητικά από την πανδημία. Δεδομένου ότι η πανδημία οδηγεί σε αλλαγές των καταναλωτικών προτύπων, η ανάκαμψη στους κλάδους αυτούς ενδέχεται να καθυστερήσει, με κίνδυνο η ανεργία να μετατραπεί σε διαρθρωτικό φαινόμενο.
- Επενδύσεις. Το υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Ωστόσο, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων παρέχει τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης. Επισημαίνεται ότι στο Μεσοπρόθεσμο 2022 – 2025 προβλέπεται απογείωση των επενδύσεων με ρυθμό 30,3% το 2022.