Στα 8 με 10 δισ. ευρώ υπολογίζεται πως είναι το βάρος από τα «κόκκινα» δάνεια που θα κληροδοτήσει η κρίση της Covid-19 για τις ελληνικές τράπεζες και θα είναι αναλογικά μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό που θα επωμιστούν τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης, σύμφωνα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
Μιλώντας στο πλαίσιο του 8ου Banking Forum ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι τράπεζες όπως οι ελληνικές, οι οποίες ήδη διαθέτουν ένα υψηλό απόθεμα «κόκκινων» δανείων, θα κληθούν να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος στη συνέχεια. Και τούτο διότι ήδη έχουν εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι το σύνολο, από το απόθεμα των κεφαλαίων που διαθέτουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το μεγάλο βάρος των «κόκκινων» δανείων που κουβαλούν.
Περιγράφοντας το πρόβλημα ανέφερε, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι παρότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων έχουν μειωθεί κατά περίπου 50 δισ. ευρώ από την κορύφωσή τους το Μάρτιο του 2016, το ποσοστό τους (Σεπτέμβριος 2020) διατηρείται στο ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο του 35,8%. Και σε κάθε περίπτωση πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ.
Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν, όπως είπε, ικανοποιητικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Ωστόσο και αυτός θα επηρεαστεί αρνητικά από τις επερχόμενες εξελίξεις. Όπως για παράδειγμα, από την εφαρμογή των λογιστικών προτύπων ΙFRS9, το κόστος που ενέχουν οι τιτλοποιήσεις των «κόκκινων» δανείων που έχουν γίνει ή προγραμματίζονται για το μέλλον, και τέλος από τη χαμηλή ποιότητα του κεφαλαίου τους (καθώς το μεγαλύτερο μέρος αυτών αφορά κατά κύριο λόγο αναβαλλόμενη φορολογία).
Για τους λόγους αυτούς ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε την ανάγκη παράλληλα με το πρόγραμμα παροχής κρατικών εγγυήσεων ΗΡΑΚΛΗΣ, η Πολιτεία να στέρξει για τη δημιουργία της λεγόμενης «κακής τράπεζας» που έχει προτείνει ο ίδιος. Η πρόταση αυτή αντιμετωπίζει παράλληλα το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογίας. Στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων η εφαρμογή της θα μπορούσε, όπως είπε, να οδηγήσει σε μία περαιτέρω μείωσή τους έως κατά 40 δισ. ευρώ. Διαβεβαίωσε δε ότι το κόστος που προκύπτει από τη λειτουργία της «κακής τράπεζας» δεν θα το αναλάβει για μία ακόμη φορά ο Έλληνας φορολογούμενος αλλά οι τράπεζες.