Το πρώτο βήμα… για την έναρξη των γενναίων ρυθμίσεων των δανείων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κάνουν η κυβέρνηση και οι τράπεζες με την ενεργοποίηση του συμβουλίου διαχείρισης ιδιωτικού χρέους.
Χθες συναντήθηκαν οι υπουργοί Οικονομικών Γ. Στουρνάρας, Ανάπτυξης Κ. Χατζηδάκης, Εργασίας Γ. Βρούτσης και Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου για να προετοιμάσουν τις διαδικασίες έκδοσης της πράξης του υπουργικού συμβουλίου που ενεργοποιεί το κυβερνητικό συμβούλιο διαχείρισης ιδιωτικού χρέους.
Η πρώτη επίσημη συνεδρίαση θα είναι μεθαύριο Παρασκευή, οπότε και θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες καθορισμού των εννοιών του συνεργάσιμου δανειολήπτη και των ελάχιστων δαπανών διαβίωσης. Με βάση αυτούς τους δύο ορισμούς και τις προϋποθέσεις που θα φέρουν θα ρυθμίζονται τα δάνεια των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρει η Ημερησία, παράλληλα, το κυβερνητικό συμβούλιο θα προχωρά όλες τις αναγκαίες αποφάσεις προκειμένου να ξεπερνιούνται εμπόδια και διοικητικές δυσλειτουργίες έτσι ώστε τράπεζες και δανειολήπτες να έρχονται σε συμφωνία για τη ρύθμιση των δανείων.
Ουσιαστικά στη χώρα μας και σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των δανείων των νοικοκυριών θα εφαρμοστεί το λεγόμενο ιρλανδικό μοντέλο, το οποίο περιλαμβάνει τις ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης και τους συνεργάσιμους δανειολήπτες.
Οι ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης, σύμφωνα με το ιρλανδικό μοντέλο, είναι μία επίσημη λίστα με τα αναγκαία έξοδα των νοικοκυριών, είτε αυτά είναι οικογένειες με παιδιά, είτε ζευγάρια είτε μεμονωμένα άτομα. Έχει γίνει αποδεκτός από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ένας κατάλογος με τα μηνιαία έξοδα για διατροφή, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόρφωση, ψυχαγωγία, ένδυση, επικοινωνία, ασφαλιστική κάλυψη, θέρμανση, ηλεκτροδότηση κλπ.
Έχει ληφθεί υπόψη ένα μέσο αποδεκτό κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών (ανάλογα με τα μέλη) και σύμφωνα με αυτό οι τράπεζες και οι δανειολήπτες προχωρούν σε συμφωνίες για τη διευθέτηση των οφειλών. Η λίστα με τις δαπάνες είναι αδιαμφισβήτητη καθώς έχει καταρτιστεί με βάση το αρχείο και τις μετρήσεις που κάνει η ιρλανδική στατιστική αρχή, κάτι το οποίο αναμένεται να πράξει στη χώρα μας και η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Εκτιμήσεις θέλουν το εύρος των ελάχιστων δαπανών διαβίωσης να κυμαίνεται στη χώρα μας από τα 600 έως τα 1.000 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού.
Πέρα από αυτόν τον κατάλογο των εξόδων, θα καθιερωθεί και η έννοια του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”. Είναι αυτός, με απλά λόγια, που δεν κρύβει στοιχεία από τις τράπεζες, π.χ. έσοδα, περιουσιακά στοιχεία. Με τον ορισμό αυτό η κάθε τράπεζα δεν μπορεί να χαρακτηρίζει με αδιαφανή κριτήρια κάποιο δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμο και να απορρίπτει a priori σχέδια αναδιάρθρωσης χρεών. Συνεπώς, η τράπεζα υποχρεώνεται να εξετάσει σοβαρά κάθε περίπτωση ξεχωριστά, εφόσον πληρούνται βασικές προϋποθέσεις.
Έτσι, με τον κατάλογο που περιλαμβάνει τις ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης καθώς και τα κριτήρια του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”, οι τράπεζες και τα δανεισμένα νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταποκριθούν λόγω της ύφεσης στις δανειακές υποχρεώσεις τους θα μπορούν να κάτσουν σε ένα τραπέζι και γρήγορα να έλθουν σε έναν συμβιβασμό. Στην Ιρλανδία και στις άλλες χώρες που εφαρμόζεται το περιγραφόμενο μοντέλο, οι τράπεζες υπολογίζουν με βάση το κόστος διαβίωσης τα έξοδα που χρειάζεται μία οικογένεια για να ζήσει και στη συνέχεια ερευνούν και συζητούν με το δανειολήπτη πως θα αξιοποιήσουν το εναπομείναν καθαρό εισόδημα . Σε πάρα πολλές περιπτώσεις στην Ιρλανδία, όπως αναφέρουν πληροφορίες, οι δανειστές προχωρούν ακόμη και σε διαγραφές χρεών, όταν διαπιστώνουν πως ένα δάνειο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τη στιγμή που δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα αλλά και ούτε προοπτική δημιουργίας του.
Επίσης γίνονται πολλοί διακανονισμοί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη χάνει η τράπεζα αλλά και ο δανειολήπτης να βγαίνει ωφελημένος.
Το κυβερνητικό συμβούλιο διαχείρισης ιδιωτικού χρέους, κατά τις ίδιες πληροφορίες αναμένεται να εξετάσει και άλλα ζητήματα προκειμένου να διευκολυνθεί η ρύθμιση των δανείων των επιχειρήσεων.
Ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα.
Ένα από τα πρώτα θέματα που θα κληθεί να εξετάσει και να αποφασίσει το Κυβερνητικό Συμβούλιο είναι αν θα δίνεται η δυνατότητα ρύθμισης των δανείων σε επιχειρήσεις που δεν έχουν φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα.
Οι διαδικασίες πτώχευσης των επιχειρήσεων χρήζουν ριζικής αναμόρφωσης .
Στην Ελλάδα το πτωχευτικό δίκαιο (εμπορικό) είναι αρκετά εκσυγχρονισμένο και βασίζεται σε μεταφορά του Γερμανικού , αλλά φαίνεται να εφαρμόζεται ελλιπώς. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών που έχει την πλειονότητα των ελληνικών εμπορικών πτωχεύσεων, υπάρχουν μόνο 2 δικαστές, οι οποίοι ασχολούνται με σχεδόν 1.300 εκκρεμείς υποθέσεις πτώχευσης. Οι δικαστές είναι περιορισμένης εκπαίδευσης ενώ ταυτόχρονα υποχρεούνται ανά δύο χρόνια να αντικαθίστανται.
Απαιτείται η τοποθέτηση περισσότερων δικαστών και με μεγαλύτερη πείρα.
Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης δημιουργεί μεγάλες δαπάνες και άσχημα αποτελέσματα .
Υπάρχουν περιπτώσεις που οι διαδικασία μπορεί να φτάσει τα 20 χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί και οι σύνδικοι και εμπλεκόμενοι πληρώνονται μόνο εκ των υστέρων. Οι περισσότερες περιπτώσεις για τις οποίες η διαδικασία της πτώχευσης ολοκληρώνεται σε 2 χρόνια ή και λιγότερο, οφείλονται στην ανυπαρξία περιουσίας – οι εγγυήσεις που δεν αφορούν σε ακίνητα (μηχανήματα , οχήματα , εξοπλισμός , κλπ.),είναι συνήθως άνευ αξίας λόγω της υποτίμησης .
Η αποτελεσματική εφαρμογή της πτωχευτικής διαδικασίας παρεμποδίζεται από την έλλειψη έμπειρων και αξιόπιστων διαχειριστών σε θέματα πτωχεύσεων.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες , η Ελλάδα δεν έχει ένα σώμα από επαγγελματίες διαχειριστές σε θέματα πτωχεύσεων. Προς το παρόν , μόνο οι δικηγόροι μπορούν να ενεργούν υπό την ιδιότητα αυτή , και στερούνται συχνά απαιτούμενων δεξιοτήτων προκειμένου να προβούν στην αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων . Επίσης λογιστές , εκτιμητές , φοροτεχνικοί είναι διστακτικοί στο να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, καθώς η πληρωμή τους μπορεί να περάσει τα 10 χρόνια. Εξετάζεται η ενθάρρυνση της παροχής κινήτρων για τους εκκαθαριστές ώστε να αναμειχθούν και να ασχοληθούν. Για παράδειγμα θα μπορούσε να θεσπιστεί αλλαγή στον τρόπο αμοιβής τους. Να γίνεται με κάποιον τρόπο νωρίτερα.
Το πτωχευτικό δίκαιο προβλέπει μια προ-διαδικασία πτώχευσης (άρθρο 99 ), με ελάχιστα παραδείγματα επιτυχούς έκβασης.
Πολλές εταιρείες εφαρμόζουν την ανωτέρω διαδικασία , αλλά για τις περισσότερες επιχειρήσεις διαπιστώνεται ότι δεν είναι βιώσιμη. Από το 2007 , μόνο 12 υποθέσεις παραπέμφθηκαν στην αναμόρφωση του άρθρου 99 και μόνο 1 ολοκληρώθηκε.
Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει έλλειψη πτωχευτικών δικαστών. Επίσης , μόνο οι δικηγόροι δύνανται να επιβλέπουν τη διαδικασία του άρθρου 99, και μόνον όσοι έχουν τουλάχιστον 5 χρόνια εμπειρίας. Τα δικαστήρια διαπιστώνουν ότι οι δικηγόροι δεν είναι ικανοί για να κάνουν συστάσεις επί επιχειρησιακών θεμάτων.