Σε καθημερινή επαφή με Έλληνες που ζουν στο Κίεβο, μεταξύ των οποίων ένα μεγάλο “κομμάτι” επιχειρηματιών με μόνιμη εγκατάσταση στην Ουκρανία, βρίσκεται η ελληνική πρεσβεία στην πρωτεύουσα της χώρας και επίκεντρο της κρίσης, που ξέσπασε στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου, όταν ο πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς αποφάσισε να μην προχωρήσει στην υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ, επιλέγοντας την ενίσχυση των σχέσεων του Κιέβου με τη Μόσχα.
Το κλίμα “δυναμίτισε” περαιτέρω η επικύρωση, στις 16 Ιανουαρίου, ενός νόμου- εξπρές για την περιστολή της πολιτικής ελευθερίας και τον περιορισμό των συναθροίσεων.
«Στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα υπάρχει εύλογη ανησυχία σχετικά με την έκβαση της τρέχουσας συγκυρίας» αναφέρουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι οικονομικοί διπλωμάτες του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής Πρεσβείας στο Κίεβο, η οποία σε συνεργασία και με τις άλλες Πρεσβείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «παρακολουθεί εναργώς τα γεγονότα νυχθημερόν και ενημερώνει τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ».
Ως προς τη δυνατότητα μιας αρχικής εκτίμησης και αποτίμησης των επιπτώσεων των ραγδαίων πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων, στη δραστηριοποίηση και τους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς των Ελλήνων επιχειρηματιών και επενδυτών στην Ουκρανία, αλλά και στη λειτουργία της αγοράς κεφαλαίου, οι οικονομικοί διπλωμάτες εκτιμούν, ότι προς το παρόν είναι αδύνατη αλλά και παρακινδυνευμένη η οποιαδήποτε πρόβλεψη, καθώς η κρίση είναι σε εξέλιξη.
«Στάση αναμονής τηρούν και οι Έλληνες επιχειρηματίες και οι περισσότεροι εξ αυτών εκφράζουν ανησυχία για τις εξελίξεις και εύλογη ανασφάλεια ως προς το τι μέλλει γενέσθαι για την ομαλοποίηση της κατάστασης. Το ίδιο ισχύει για τη ρευστότητα και την κινητικότητα των κεφαλαίων» σημειώνουν.
Σήμερα δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την επικράτεια της Ουκρανίας περίπου 100 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, με μόνιμη εγκατάσταση, κυρίως στους τομείς της μεταποίησης, στον κλάδο τροφίμων-ποτών, στον κατασκευαστικό κλάδο, στις ναυτιλιακές υπηρεσίες, στον τομέα χρηματοπιστωτικών -τραπεζικών υπηρεσιών, στον τουρισμό και στις μεσιτικές υπηρεσίες real estate.
Τα επενδεδυμένα κεφάλαια των ελληνικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία ανέρχονται σε 470 εκατ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν ποσοστό 1% των συνολικών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στη χώρα. Γεωγραφικά, το μεγαλύτερο ελληνικό επιχειρηματικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο Κίεβο και στην νότια Ουκρανία, με κέντρο την Οδησσό, όπου υπάρχει ισχυρή παρουσία, παραρτημάτων ελληνικών ναυτιλιακών και εφοπλιστικών οίκων.
«Επιχειρηματική αντίληψη»
Η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα στην Ουκρανία συμμερίζεται την προσέγγιση ότι η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ θα άνοιγε τον δρόμο για την απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών και θα προσέλκυε περισσότερες επενδύσεις, ωστόσο δείχνει να κατανοεί και τη στροφή του Κιέβου προς την Μόσχα, για χρηματοδότηση και εμπορική συνεργασία.
«Οι περισσότεροι εξ αυτών ασφαλώς θα έβλεπαν θετικά τη συμφωνία με την ΕΕ, όμως αντιλαμβάνονται ότι βραχυπρόθεσμα η Ουκρανία είχε άμεση ανάγκη από οικονομική ενίσχυση ύψους 30 δισ. δολ. ΗΠΑ. (15 δισ. άμεσης οικονομικής βοήθειας και 15 δισ. από τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου), την οποία η ΕΕ δεν προσέφερε» εξηγούν τα στελέχη του γραφείου ΟΕΥ..
«Το διμερές εμπόριο»
Οι ουκρανικές εξαγωγές προς την Ελλάδα το 2013 ανήλθαν σε 113 εκατ. ευρώ, ενώ οι ελληνικές εξαγωγές προς την Ουκρανία διαμορφώθηκαν σε 83. εκατ. ευρώ. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό για την Ελλάδα κατά περίπου 30 εκατ. ευρώ. Οι επιδόσεις αυτές απέχουν κατά πολύ από τις πραγματικές δυνατότητες των δύο χωρών, κατά την εκτίμηση των στελεχών του γραφείου ΟΕΥ.
Αντίστοιχα, πρόσφορο και αναξιοποίητο έδαφος για ελληνικές επενδύσεις στην Ουκρανία καταγράφεται κυρίως στον αγροτικό τομέα (μεταφορά τεχνογνωσίας), αλλά και στον κλάδο της μεταποίησης και στον ανερχόμενο τομέα των υπηρεσιών.
«Ο τουρισμός»
Ιδιαίτερα κρίσιμο «κομμάτι» των διμερών σχέσεων Ελλάδας- Ουκρανίας είναι ο τουρισμός, καθώς μόνο το 2013 η Ουκρανία τροφοδότησε τον ελληνικό τουρισμό με περίπου 250.000 τουρίστες.
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία έχουν προκαλέσει ανησυχία μεταξύ των ελληνικών τουριστικών φορέων, καθώς μέχρι την εκδήλωση της κρίσης οι προβλέψεις για το 2014 ήταν πολύ πιο αισιόδοξες έναντι του 2013, όμως εκτιμάται ότι πλέον είναι πιθανή μία ανακοπή του τουριστικού ρεύματος.
Βάσει των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων του προξενικού Γραφείου της Ελληνικής Πρεσβείας δεν φαίνεται η τρέχουσα συγκυρία και οι πολιτικές εξελίξεις να επηρεάζουν αρνητικά, επί του παρόντος, τη ροή του τουριστικού ρεύματος προς Ελλάδα, επισημαίνεται, ωστόσο, πως «είναι αυτονόητο ότι αν η κρίση παραταθεί ή επιδεινωθεί, οι οικονομικές δυνατότητες των Ουκρανών για τουριστικά ταξίδια στο εξωτερικό θα περιορισθούν’.