Η κρίση της ευρωζώνης δεν έχει τελειώσει, φαίνεται όμως πως έχει ολοκληρωθεί μια μεγάλη συζήτηση. Η απόφαση να μη συσταθεί ένα κοινό στήριγμα για τις τράπεζες της ευρωζώνης κλείνει και το τελευταίο παράθυρο για οποιαδήποτε μορφή συνδιαχείρισης του χρέους. Όλη η προσαρμογή, γράφει ο Βόλφγκανγκ Μινχάου στους Financial Times, θα γίνει μέσω της λιτότητας και της μείωσης των τιμών στην περιφέρεια. Τα χρέη θα μειωθούν με την αποπληρωμή τους – και όχι μέσω του πληθωρισμού ή της διαγραφής τους.
Οι μόνες καινοτομίες που θα απαλύνουν κάπως τη συνταγή είναι δύο στηρίγματα που υπάρχουν ήδη: το πρόγραμμα Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών, μέσω του οποίου η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει το χρέος προβληματικών χωρών, και ο Μηχανισμός Ευρωπαϊκής Σταθερότητας.
Τρεις είναι οι σταθμοί που πρέπει να προσέξει κανείς στο πρώτο μισό της νέας χρονιάς, σημειώνει ο αρθρογράφος των Financial Times: η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για το ΟΝΣ, οι αποφάσεις της ιταλικής κυβέρνησης και οι ευρωπαϊκές εκλογές.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο ενδέχεται να γκρεμίσει την αξιοπιστία του ΟΝΣ, απαιτώντας από τη γερμανική κυβέρνηση, το κοινοβούλιο ή την κεντρική τράπεζα να δράσει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σταματήσει την εφαρμογή αυτού του προγράμματος στην πράξη. Μπορεί επίσης να επιβάλει άλλους περιορισμούς με ανάλογα αποτελέσματα. Τέτοιοι περιορισμοί θα μπορούσε να είναι ένα οικονομικό όριο σε οποιαδήποτε παρέμβαση της ΕΚΤ ή μια ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης.
Σε ό,τι αφορά την Ιταλία, η απουσία προοπτικής για οποιαδήποτε μορφή ευρωομολόγων αφήνει μόνο ένα δρόμο για την οικονομία της, εφόσον θέλει να ευημερήσει στην ευρωζώνη: να γίνει σαν της Γερμανίας. Η επιλογή αυτή είναι δύσκολη, αλλά καθορίζει την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων. Η Ιταλία θα πρέπει να μεταρρυθμίσει τον τραπεζικό της τομέα ώστε να ελέγχει τη ροή των δανείων, καθώς και να μειώσει το κόστος της εργασίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη μείωση του φόρου που πληρώνουν οι επιχειρήσεις. Και για να αντισταθμιστεί μια τέτοια μείωση, πρέπει να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες ή να αυξηθούν οι άλλοι φόροι.
Η στρατηγική για τη μείωση του χρέους θα είναι ακόμη πιο δύσκολη. Η ανάπτυξη της Ιταλίας δεν είναι μεγάλη, κατά συνέπεια η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ δεν θα μειωθεί. Έτσι μένει μόνο η στρατηγική που περιγράφεται στο δημοσιονομικό σύμφωνο της ευρωζώνης, με βάση το οποίο η χώρα έχει δεσμευτεί να πληρώσει τα επόμενα 20 χρόνια ένα μέρος του χρέους που αντιστοιχεί στο 70% του ΑΕΠ. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα πρωτοφανούς ύψους και διάρκειας. Ακόμη και οι οπαδοί των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, όμως, αναγνωρίζουν ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν μια περίοδο κατά την οποία τα δημοσιονομικά ελλείμματα υπερβαίνουν το επίσημο όριο.
O τρίτος σταθμός είναι βέβαια οι ευρωπαϊκές εκλογές, όπου θα διαπιστωθεί αν εξακολουθεί να υπάρχει πολιτική στήριξη γι’ αυτού του είδους τη δημοσιονομική προσαρμογή τόσο στην Ιταλία όσο και σε άλλες χώρες της περιφέρειας. Ορδές αντιευρωπαϊκών κομμάτων, που μπορεί να συγκεντρώσουν όλα μαζί το ένα τρίτο των ψήφων, ετοιμάζονται να εισβάλουν στις Βρυξέλλες. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ποσοστό τους, αλλά και η επιρροή που ασκούν στα κεντροδεξιά κόμματα, τα οποία γίνονται όλο και πιο ευρωσκεπτικιστικά.