Κρίσιμης σημασίας απόφαση, τόσο για τις αγορές όσο και για την τύχη του προγράμματος στήριξης που ανακοίνωσε η Κριστίν Λαγκάρντ για την κρίση του κορονοϊού, θεωρείται αυτή που θα λάβει σήμερα το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας σχετικά με τη νομιμότητα του προηγούμενου προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αναλυτές εκτιμούν ότι το Δικαστήριο δεν θα χαρακτηρίσει το πρόγραμμα αντισυνταγματικό, ωστόσο η σημερινή ετυμηγορία ενδέχεται να περιορίσει την τρέχουσα δράση της ΕΚΤ. «Πρέπει να παρακολουθήσουμε τον κίνδυνο το Δικαστήριο να διατυπώσει όρους για την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, οι οποίοι θα καταστήσουν δυσκολότερο για την τράπεζα να αξιοποιήσει το συγκεκριμένο τμήμα της νομισματικής εργαλειοθήκης της με ευελιξία και αποτελεσματικότητα» εκτιμά ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg, σε ενημερωτικό του σημείωμα.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εφαρμόστηκε το 2015, για την αγορά κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά προκειμένου το κόστος δανεισμού να διατηρηθεί σχετικά χαμηλό, ανεστάλη το 2018 και ξεκίνησε ξανά τον Νοέμβριο του 2019, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, όπως υπενθυμίζει το ΑΜΠΕ.
Τον Μάρτιο, η ΕΚΤ ανακοίνωσε το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων για την Πανδημία (PEPP), στο πλαίσιο του οποίου η Τράπεζα θα αγοράσει φέτος ομόλογα κρατών της Ευρωζώνης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, πέρα από τα ομόλογα αξίας 20 δισεκατομμυρίων ευρώ που ήδη αγόραζε κάθε μήνα η ΕΚΤ από τον Νοέμβριο.
Το σημερινό πρόγραμμα συνοδεύεται από πολύ λιγότερους όρους από ό,τι το προηγούμενο, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τον Γερμανό οικονομολόγο, το καθιστά πιο ευάλωτο σε πιθανές δικαστικές προσφυγές. Δεν αποκλείεται, με άλλα λόγια, το Συνταγματικό Δικαστήριο να επιβάλει και στο PEPP όρους αντίστοιχους με αυτούς του προηγούμενου προγράμματος, δυσχεραίνοντας έτσι την εφαρμογή του. «Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο» το Δικαστήριο να προσπαθήσει να επιβάλει σημαντικά όρια στις αγορές της ΕΚΤ, σημειώνει. «Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, το πιθανότερο είναι ότι θα έχουμε άμεσα μια προσφυγή κατά του PEPP – κάτι που θα απαιτούσε ωστόσο πολύ χρόνο μέχρι να περάσει από τα γερμανικά και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια», προσθέτει ο κ. Σμίντινγκ.
Η αρχική προσφυγή έγινε το 2015 από τον πρώην αντιπρόεδρο των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) Πέτερ Γκαουβάιλερ, ο οποίος παραιτήθηκε από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο καταψηφίζοντας το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας της Ελλάδας το 2015. Στο Συνταγματικό Δικαστήριο προσέφυγαν τότε και ακαδημαϊκοί, πρώην στελέχη της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD), υποστηρίζοντας ότι η αγορά ομολόγων παραβίαζε την εντολή της ΕΚΤ, καθώς συνιστούσε απευθείας χρηματοδότηση κυβερνήσεων κρατών – μελών της Ευρωζώνης.
Ήδη πάντως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει εκδώσει απόφαση υπέρ της συνέχισης του προγράμματος της ΕΚΤ, γεγονός το οποίο καθιστά ακόμη πιο δύσκολο για το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο να απορρίψει με απόλυτο τρόπο την συμμετοχή της Bundesbank, η οποία είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της ΕΚΤ. Το πιο ρεαλιστικό σενάριο, σύμφωνα με την εφημερίδα Die Welt, μπορεί να είναι ότι οι δικαστές θα ορίσουν προϋποθέσεις οι οποίες θα πρέπει στο μέλλον να πληρούνται για τη συμμετοχή της Γερμανίας σε αυτές τις αγορές.
«Το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται οι Ευρωπαίοι στην δραματική κρίση του κορονοϊού είναι μια δικαστική απόφαση που θα περιόριζε την ικανότητα της ΕΚΤ να ενεργεί» σχολιάζει η Süddeutsche Zeitung. Αλλά αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, καθώς, όπως δηλώνει στην εφημερίδα ο Λούκας Γκούτενμπεργκ, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ στο Βερολίνο, υπάρχει «υψηλός κίνδυνος ατυχήματος», όταν συγκρούονται δύο κόσμοι: αυτός των συνταγματικών δικαστών και αυτός των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Παλαιότερα, ήταν τα στελέχη της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) που εξέφραζαν επιφυλάξεις για την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, τώρα όμως ελπίζουν ότι το πρόγραμμα θα συνεχιστεί, ώστε να μην χρειαστεί να εκδοθούν ευρωομόλογα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο «δεν φημίζεται για τις επαναστάσεις του» και δεν έχει εκδώσει ποτέ «αποφάσεις οι οποίες να οδηγούν σε απότομη μεταβολή», σχολιάζει σε καθησυχαστικό τόνο ο αρμόδιος των Φιλελευθέρων για την δημοσιονομική πολιτική, ο Ότο Φρίκε.
Επικαλούμενη κυβερνητικούς κύκλους στο Βερολίνο, η εφημερίδα του Μονάχου υποστηρίζει πάντως ότι υπάρχει νευρικότητα ενόψει της ανακοίνωσης της απόφασης, ενώ μεταφέρει δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων που τονίζουν ότι η γερμανική κυβέρνηση «είναι προετοιμασμένη για όλα τα ενδεχόμενα».