Μια ενδεχόμενη αδυναμία των ΗΠΑ να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε ύφεση ή σε κάτι «ακόμη χειρότερο», προειδοποίησε σήμερα ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρ.
Ο Μπλανσάρ δήλωσε ότι η αδυναμία της Ουάσινγκτον να αυξήσει το νόμιμο όριο του χρέους θα οδηγούσε σε δραματικές περικοπές στις κρατικές δαπάνες και «πιθανότατα (…) σε μεγάλη οικονομική αναταραχή». «Πιστεύω ότι εάν υπάρξει πρόβλημα στην αύξηση του ορίου του χρέους η σημερινή ανάκαμψη θα μπορούσε να μετατραπεί σε ύφεση ή σε κάτι ακόμη χειρότερο», πρόσθεσε.
Στην αναθεωρημένη έκθεσή του για τις οικονομικές τάσεις, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, το ΔΝΤ προβλέπει επίσης ότι μια ενδεχόμενη αποτυχία του Κογκρέσου να αυξήσει το όριο του χρέους θα οδηγούσε τις ΗΠΑ σε επιλεκτική χρεοκοπία, με σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει θέσει την 17η Οκτωβρίου ως την καταληκτική ημερομηνία για την αύξηση του ορίου δανειοδότησης της χώρας. Εάν δεν επιτευχθεί κάποια συμφωνία μέχρι τότε μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, η χώρα κινδυνεύει να μείνει χωρίς μετρητά για την κάλυψη των υποχρεώσεών της: τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, την άμυνα και την πληρωμή των τόκων των 16,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του ομοσπονδιακού χρέους.
Ταυτόχρονα, όλες οι μη απολύτως αναγκαίες ομοσπονδιακές υπηρεσίες έχουν κλείσει από την 1η Οκτωβρίου και οι υπάλληλοι τέθηκαν σε αναγκαστική αργία καθώς Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων αδυνατούν να συμφωνήσουν ακόμη και για την ψήφιση ενός προσωρινού προϋπολογισμού. Το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι μολονότι η οικονομική ζημία από ένα «βραχυπρόθεσμο κλείσιμο» θα είναι πιθανότατα περιορισμένη, «ένα μακροχρόνιο κλείσιμο θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα επιζήμιο».
Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Ρεπουμπλικάνος Τζον Μπένερ, επανέλαβε σήμερα την έκκλησή του στον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με τη μείωση του ελλείμματος και τόνισε ότι τα πάντα θα μπορούσαν να συζητηθούν. «Δεν υπάρχει τίποτα πάνω στο τραπέζι ή κάτω από αυτό, δεν υπάρχουν όρια», δήλωσε στους δημοσιογράφους.
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν μετά τη συνάντηση που είχε με άλλους Ρεπουμπλικάνους βουλευτές, ορισμένοι εκ των οποίων είπαν ότι θα επιμείνουν στην έναρξη διαπραγματεύσεων για το έλλειμμα ως προϋπόθεση για την αύξηση του ορίου του χρέους.
Ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος είπε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές εξετάζουν την πιθανότητα της συγκρότησης μιας διαπραγματευτικής επιτροπής που θα αναλάβει να βρει τρόπους για τη μείωση των ελλειμμάτων, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την επαναλειτουργία των ομοσπονδιακών υπηρεσιών και της αύξησης του ορίου δανεισμού του υπουργείου Οικονομικών. Ο ίδιος συνέκρινε την πρόταση αυτή με την «υπερεπιτροπή» που είχε δημιουργηθεί το 2011, με Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς τόσο από τη Γερουσία όσο και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στους ποίους ανατέθηκε να βρουν τρόπους για την περικοπή δαπανών από τον προϋπολογισμό, ύψους πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μέσα στην επόμενη 10ετία. Η επιτροπή εκείνη απέτυχε και διαλύθηκε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Δημοκρατικοί βουλευτές, μιλώντας σε δημοσιογράφους, είπαν ότι απορρίπτουν τη δημιουργία μιας τέτοιας επιτροπής και επιμένουν ότι το κράτος θα πρέπει να λειτουργήσει ξανά και το όριο του χρέους να αυξηθεί προτού ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη μείωση των ελλειμμάτων.
Στη Γερουσία, οι Δημοκρατικοί είναι πιθανόν να καταθέσουν εντός της εβδομάδας ένα νομοσχέδιο που θα αυξάνει τη δυνατότητα δανεισμού της κυβέρνησης καλύπτοντας τις ανάγκες της για όλο το 2014. Ένας σύμβουλος των Δημοκρατικών είπε ότι αν και η πρωτοβουλία αυτή αναμένεται να συζητηθεί σε γεύμα εργασίας που θα έχουν οι γερουσιαστές, το πιθανότερο είναι να μην περιλαμβάνει περιορισμό του ελλείμματος, όπως επιμένουν οι Ρεπουμπλικάνοι. Σημείωσε επίσης ότι ελπίζουν να εξασφαλίσουν τη στήριξη έξι Ρεπουμπλικάνων και να συγκεντρώσουν τις 60 ψήφους που απαιτούνται για να ξεπεράσουν τα διαδικαστικά εμπόδια που θα αντιμετωπίσουν σε διαφορετική περίπτωση. Οι Δημοκρατικοί έχουν μεν την πλειοψηφία στη Γερουσία, αλλά διαθέτουν μόνο 54 γερουσιαστές.