Την άμεση εργασία πάνω σε έναν φόρο στις ξένες ρυπογόνες εταιρίες θα ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως δήλωσε σήμερα ο Πάολο Τζεντιλόνι, που έχει προταθεί για τη θέση του Ευρωπαίου επιτρόπου αρμόδιου για οικονομικά και φορολογικά θέματα, μια κίνηση που θα μπορούσε να πλήξει τις αμερικανικές εταιρίες και να επιδεινώσει τον εμπορικό πόλεμο με την Ουάσινγκτον.
Σε ακρόασή του ενώπιον των ευρωβουλευτών, ο Τζεντιλόνι υποσχέθηκε «επαρκείς» δημοσιονομικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη, που μπορεί να διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι αναμένεται αυτή τη στιγμή. «Θα προσπαθήσουμε να είμαστε πολύ γρήγοροι και αποτελεσματικοί για έναν “συνοριακό φόρο άνθρακα”», δήλωσε ο άνθρωπος που αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα τον Νοέμβριο.
Ο ίδιος προειδοποίησε ότι υπάρχουν νομικά και τεχνικά εμπόδια για τη θέσπιση του φόρου, αλλά δήλωσε ότι θα ξεκινήσουν άμεσα οι ενέργειες για να διασφαλιστεί ότι ο φόρος θα είναι συμβατός με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Στόχος του φόρου αυτού είναι να θωρακίσει τις ευρωπαϊκές εταιρίες απέναντι σε ανταγωνιστές που έχουν έδρα τους χώρες όπου το πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος δεν είναι τόσο αυστηρό. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε τη χώρα του από τη διεθνή συμφωνία του Παρισιού για την προστασία του κλίματος, που στόχο έχει τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
Τα σχόλια του Τζεντιλόνι έγιναν μία ημέρα μετά την ανακοίνωση των ΗΠΑ ότι θα επιβάλουν δασμούς 10% σε ευρωπαϊκής κατασκευής αεροσκάφη και 25% στο γαλλικό κρασί, το ουίσκι Σκοτίας και Ιρλανδίας και σε τυριά από όλη την Ε.Ε. ως ποινή για αθέμιτες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στην αεροπορική βιομηχανία.
Σε ξεχωριστές του δηλώσεις προς τους βουλευτές, ο Τζεντιλόνι δήλωσε, επίσης, ότι ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις είναι μια από τις πιθανές λύσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό που χαρακτήρισε απαράδεκτα υπερβολικό φορολογικό ανταγωνισμό εντός των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Αυτήn τη στιγμή, οι 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε. αποφασίζουν ελεύθερα τους εθνικούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις, με την Ε.Ε. να έχει περιορισμένες εξουσίες μόνο σε ό,τι αφορά τους ελάχιστους συντελεστές για τους φόρους επί των πωλήσεων.
Επανέλαβε, μάλιστα, ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να κινηθεί μόνη της για έναν πανευρωπαϊκό φόρο για τις λεγόμενες «ψηφιακές επιχειρήσεις», εάν δεν υπάρξει συμφωνία επ’ αυτού σε παγκόσμιο επίπεδο το 2020. Δήλωσε βέβαιος, αν και «όχι απολύτως αισιόδοξος», για μια διεθνή συμφωνία έως την καθορισμένη προθεσμία.
Στην περίπτωση μη συναίνεσης, τόνισε ότι η Κομισιόν θα αρχίσει να εργάζεται επί μίας πρότασης για έναν ευρωπαϊκό ‘ψηφιακό’ φόρο από το επόμενο καλοκαίρι και θα επιδιώξει να αφαιρέσει από τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. το δικαίωμα βέτο για φορολογικά ζητήματα που απέτρεψαν την εισαγωγή ενός τέτοιου φόρου στο μπλοκ πέρυσι.
«Να εξεταστούν μέτρα που να ευνοούν την ανάπτυξη»
Ο Τζεντιλόνι, που θα είναι επίσης υπεύθυνος για την οικονομική πολιτική του μπλοκ, δήλωσε ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να εξετάσει μέτρα που να ευνοούν την ανάπτυξη σε μια περίοδο κατά την οποία το μπλοκ βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο μια παρατεταμένης οικονομικής επιβράδυνσης.
«Σε αυτήν την κατάσταση, οι οικονομικές μας πολιτικές θα πρέπει να είναι σθεναρά προσανατολισμένες προς την ανάπτυξη και τις επενδύσεις», δήλωσε σε βουλευτές.
Ο Τζεντιλόνι είπε ότι η ετήσια σύσταση της Κομισιόν για τη δημοσιονομική στάση της Ευρωζώνης θα εξαρτηθεί από «τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της οικονομικής επιβράδυνσης», όπως αυτές θα εκτιμηθούν στις επόμενες προβλέψεις της Ε.Ε. που θα δημοσιοποιηθούν στις 7 Νοεμβρίου. Η επιβράδυνση αυτή μπορεί να διαρκέσει παραπάνω από τους έξι μήνες ή τους δώδεκα μήνες που προβλέπονται σήμερα, προειδοποίησε ο Τζεντιλόνι, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Στις τελευταίες οικονομικές της προβλέψεις που δημοσιοποίησε τον Ιούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε ότι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα επιβραδυνθεί στο 1,2% φέτος από το 1,9% το 2018, αλλά προέβλεψε ανάκαμψη της ανάπτυξη στο 1,4% το 2020.
Το μπλοκ έχει αυτή τη στιγμή μια «γενικώς ουδέτερη» δημοσιονομική στάση, παρά τις πιέσεις από κάποιες χώρες για περισσότερο επεκτατικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι ύφεσης. Ο Τζεντιλόνι επανέλαβε ότι θα επιδιώξει να χρησιμοποιηθεί το περιθώριο που προσφέρουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. για να επιτρέψει σε κυβερνήσεις να επενδύσουν για την ανάπτυξη και επίσης να θέσει ως στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Τέλος, ζήτησε αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., που θα τους καθιστά απλούστερους και ζήτησε ένα «φιλόδοξο» χρηματοδοτικό πλάνο για ένα σχέδιο αντασφάλισης της ανεργίας.