Η μελλοντική πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, νεοφώτιστη στη νομισματική πολιτική, περνά σήμερα το πρώτο της δημόσιο τεστ ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εν όψει της ανάληψης των καθηκόντων της την 1η Νοεμβρίου, για 8ετή θητεία, σε μία δύσκολη οικονομικά περίοδο.
Αν και η ψήφος των ευρωβουλευτών, που έχει προγραμματισθεί για το βράδυ, είναι συμβουλευτική, η μέχρι πρότινος γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα κληθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις για την επαγγελματική της διαδρομή από διευθύντρια της αμερικανικής δικηγορικής εταιρείας Baker McKenzie μέχρι το 2005 μέχρι την είσοδό της στην πολιτική, σε μία εποχή αλυσιδωτών οικονομικών κρίσεων, ως υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου στην κυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί και στην συνέχεια ως υπουργός Οικονομικών μέχρι το 2011, οπότε και ανέλαβε τα ηνία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ωστόσο, αντίθετα με τους προκατόχους της και τους συνυποψηφίους της, η Κριστίν Λαγκάρντ δεν πέρασε ποτέ από κεντρική τράπεζα. Σήμερα, θα κληθεί «να δείξει με πειστικό τρόπο ότι διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις νομισματικής πολιτικής» για να αναλάβει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλώνει ο συντηρητικός ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ.
Βαριά κληρονομιά
Η 63χρονη Γαλλίδα θα αναλάβει την δύσκολη αποστολή να διαδεχθεί τον Ιταλό Μάριο Ντράγκι, ο οποίος άφησε την σφραγίδα του στην ΕΚΤ θέτοντας σε εφαρμογή τα απαραίτητα εργαλεία για να διασώσει σε μία εξαιρετικά δυσμενή περίοδο το ευρώ και να στηρίξει την ζώνη του ευρώ.
Επιπλέον, η δηλωμένη πρόθεση της Κριστίν Λαγκάρντ να αναζητήσει την συναίνεση εντός του συμβουλίου των κυβερνητών της ΕΚΤ θα τεθεί σύντομα σε δοκιμασία. Το 25μελές συμβούλιο εμφανίζεται διαιρεμένο ως προς την στάση που πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι σε μία οικονομία της ευρωζώνης που βρίσκεται σε επιβράδυνση.
Για την Κριστίν Λαγκάρντ, ο Μάριο Ντράγκι έχει δίκιο που θέλει να διατηρήσει, σύμφωνα με κείμενο που έχει κατατεθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την γενναιόδωρη νομισματική πολιτική, ακόμη και αν η ΕΚΤ αποτυγχάνει τα τελευταία χρόνια να φθάσει τον στόχο της ενός πληθωρισμού ελαφρά χαμηλότερου του 2%.
Ωστόσο διαβεβαιώνει ότι θέλει να ασχοληθεί με τις επιπλοκές της νομισματικής πολιτικής στον τραπεζικό τομέα, τα χαμηλά επιτόκια του οποίου πλήττουν την αποδοτικότητα, και με την «χρηματοπιστωτική σταθερότητα γενικά».
Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά αρκούν για να κατευνάσουν τις επικρίσεις, που προέρχονται κυρίως από την Γερμανία, για μία νομισματική πολιτική που κρίνεται «υπερβολικά γενναιόδωρη» από το Βερολίνο, σύμφωνα με την γερμανίδα ευρωβουλευτή των Φιλελευθέρων Νίκολα Μπεερ.
Πλημμυρίζοντας την αγορά με ρευστότητα και καθηλώνοντας τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, η ΕΚΤ «έχει θέσει τις κυβερνήσεις των χωρών μελών της ΕΕ σε κώμα και έχει απαλλοτριώσει τα κέρδη των καταθετών, αντί να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να ενισχύσει τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα και της οικονομίας», λέει η ευρωβουλευτής.
Η Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποιεί από τη πλευρά της ότι η νομισματική πολιτική «δεν μπορεί να αυξήσει την αναπτυξιακή δυναμική των κρατών σε μακροπρόθεσμη βάση» και καλεί τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να συντονίσουν τις οικονομικές πολιτικές τους και να δώσουν μία κοινή δημοσιονομική απάντηση σε περίπτωση κρίσης.
Επί σειρά ετών, ο Μάριο Ντράγκι ακολούθησε αντίστοιχη πολιτική, υπενθυμίζοντας ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε ανάκαμψη την οικονομία, χωρίς ωστόσο να εισακουστεί.
Ο Ζβεν Γκιγκόλντ, γάλλος ευρωβουλευτής των Πρασίνων, ελπίζει ότι η Κριστίν Λαγκάρντ, πιο έμπειρη στον διάλογο με τους πολιτικούς από τον Μάριο Ντράγκι, θα υιοθετήσει μία ακόμη πιο ξεκάθαρη γλώσσα απέναντι στους κυβερνώντες της ευρωζώνης.