Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από φέτος έως και το 2022 και πτωτική πορεία του ελληνικού χρέους στο 151% του ΑΕΠ το 2023, από 188,1% που εκτιμάται το 2018, προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην έκθεση Fiscal Monitor που δημοσιοποιείται στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Μπαλί της Ινδονησίας.
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση που προβλέπει με το Μεσοπρόθεσμο υπέρβαση του επίσημου στόχου 3,5% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό χώρο πάνω από 3,5 δις. ευρώ έως το 2022, το ΔΝΤ δεν βλέπει περιθώριο «υπερπλεονάσματος». Οι εκτιμήσεις περιλαμβάνονται χωρίς ανάλυση στην έκθεση Fiscal Monitor , η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου του ΔΝΤ στο Μπαλί. Δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στο θέμα των συντάξεων ή των αντίμετρων και απλώς παρατίθενται σε πίνακες οι εκτιμήσεις για βασικά μεγέθη.
Στο Μπαλί αναμένεται να βρίσκεται την Παρασκευή και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος όπου αναμένεται να συναντηθεί με την Κριστίν Λαγκάρντ. Δυο είναι τα θέματα στα οποία αναμένεται να επικεντρωθεί ο υπουργός. Η ακύρωση του μέτρου των περικοπών στις συντάξεις και η πρόωρη εξόφληση μέρος των ακριβών δανείων που έχει λάβει η Αθήνα από το ΔΝΤ.
Στην φθινοπωρινή έκθεση του Ταμείου για το 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να φθάσει στο 3%, λόγω κυρίως της μεγάλης καρατόμησης των δαπανών της γενικής κυβέρνησης οι οποίες θα υποχωρήσουν στο 45,4% του ΑΕΠ το 2023 από 48,1% φέτος. Το ίδιο έτος το δημόσιο χρέος θα καταλήξει στο 151,1% του ΑΕΠ.
Σημειώνεται ότι η μέση ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία στο διάστημα 2020 – 2023 τοποθετείται στο 1,2% από 1,9% που ήταν στην προηγούμενη έκθεση του Ταμείου.
Εν τω μεταξύ σε όρους «καθαρού δημοσίου πλούτου» υπό το βάρος του τεράστιου χρέους, η Ελλάδα παρουσιάζει από τις χειρότερες επιδόσεις (με βάση τα στοιχεία που κατέχει και τις οφειλές της) μεταξύ των 69 αναπτυγμένων χωρών (-111% του ΑΕΠ έναντι 32% του μέσου όρου όταν για χώρες όπως η Νορβηγία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 348% του ΑΕΠ).