Από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το 1970 οι ΗΠΑ κυριάρχησαν στην παγκόσμια οικονομία έχοντας ως όπλο τους το δολάριο, που με τη σύνδεσή του στο χρυσό δημιουργούσε μια πλασματική διεθνή νομισματική σταθερότητα, εξασφαλίζοντας εξαιρετικά σημαντικά πλεονεκτήματα στην αμερικανική οικονομία, αλλά προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στον υπόλοιπο κόσμο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια, όπως αναφέρει το περιοδικό «Επίκαιρα», με πρωταγωνίστρια τη Γερμανία και συνεργούς τη Βρετανία και τη Γαλλία, πέτυχε την κατάρρευση του επί σχεδόν μιας τριακονταετίας διεθνούς νομισματικού συστήματος με επίκεντρό του το δολάριο και την αντικατάστασή του με το σύστημα των ελεύθερα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας του κυρίαρχου νομισματικού και οικονομικού τους ρόλου οι πληγωμένες απ’ το χαμένο πόλεμο του Βιετνάμ ΗΠΑ αντέδρασαν, επιβάλλοντας με την απειλή πολέμου εναντίον της Σαουδικής Αραβίας τη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου πετρελαίου αποκλειστικά στο αμερικανικό νόμισμα. Έτσι, υποκατέστησαν την απώλεια της σύνδεσης του δολαρίου με το χρυσό με αυτή της σύνδεσής του με το μαύρο χρυσό, αποκαθιστώντας τη νομισματική τους ηγεμονία.
Η απάντηση της Γερμανίας ήταν η προσπάθεια, με τη βοήθεια της Γαλλίας, για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, μ’ ένα νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλο δέος του δολαρίου.
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης, όμως, έβαλε τέλος στο πρώτο ευρωπαϊκό πείραμα νομισματικής ολοκλήρωσης, με τις δύο πρωταγωνίστριες σε αυτό χώρες να επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της Νομισματικής Ενοποίησης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ιδρύοντας αυτή τη φορά τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΕΜΣΙ), στη βάση του οποίου δημιουργήθηκε μία νομισματική μονάδα, το ECU, όπου συνδέθηκαν τα νομίσματα των κρατών του μηχανισμού σε μια καθορισμένη ισοτιμία.
Ελλείψει, ωστόσο, ενός πραγματικά ενιαίου νομίσματος και εξαιτίας της οικονομικής υπεροχής της Γερμανίας έναντι των υπόλοιπων μελών του ΕΜΣΙ, το ECU κατέληξε να γίνει σκιά του γερμανικού νομίσματος, με τη Νομισματική Ένωση να παίρνει την προσωνυμία «D-zone», δηλαδή «Ζώνη του Μάρκου».
Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η Budensbank, μετατράπηκε ανεπίσημα σε Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η νομισματική πολιτική της να επηρεάζει άμεσα όλες τις χώρες του ΕΜΣΙ, οι οποίες και έπρεπε να προσαρμόζουν τα επιτόκιά τους ανάλογα με τα δικά της, προκειμένου να παραμένουν εντός του μηχανισμού.
Έτσι, όταν η Budensbank προχωρούσε σε ανατίμηση του επιτοκίου του μάρκου, προκειμένου να αντιμετωπίσει πληθωριστικές πιέσεις στην αναπτυσσόμενη Γερμανία, το ECU ακολουθούσε, αναγκάζοντας και τις υπόλοιπες χώρες του ΕΜΣΙ να αυξάνουν τα επιτόκιά τους, προκαλώντας ανατίμηση στο κόστος των επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων και τελικά στο κόστος χρηματοδότησης της ανάπτυξης.
Στην πράξη, η Γερμανία χρέωνε ως αντάλλαγμα για την παροχή μιας συναλλαγματικής σταθερότητας την εξαγωγή του πληθωρισμού από την ίδια προς τα υπόλοιπα κράτη του ΕΜΣΙ.
Όσο η νομισματική πολιτική της Γερμανίας προβλημάτιζε μόνο τις αδύναμες χώρες του ΕΜΣΙ, ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργούσε συντονισμένα, ασκώντας πιέσεις στις χώρες αυτές για την υιοθέτηση συγκεκριμένων οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, με στόχο την προστασία του και την παραμονή του εντός αυτού.
Όταν, όμως, το 1983 έγινε ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν αυτός που αναγκάστηκε να αλλάξει το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησής του, αναλαμβάνοντας υψηλό πολιτικό κόστος προκειμένου η Γαλλία να παραμείνει εντός του ΕΜΣΙ, η ευρωπαϊκή νομισματική ιστορία άλλαξε ριζικά.
Από τότε και στο εξής βασικός στόχος της γαλλικής πολιτικής και κύριο κίνητρο πίσω από τις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες της Γαλλίας για νομισματική ενοποίηση έγινε η δημιουργία και θέσπιση ενός πανευρωπαϊκού νομισματικού ιδρύματος, που θα ασκούσε τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, περιορίζοντας την κυριαρχία της Γερμανίας σε αυτό τον τομέα.
Η πρόταση για την ΕΚΤ
Τα νέα σχέδια της Γαλλίας βρήκαν αντίθετη τη Γερμανία, η οποία απέκρουε κάθε προσπάθεια υλοποίησής τους, αποδεχόμενη, ωστόσο, ως πολιτικό συμβιβασμό μια σειρά μέτρων προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης.
Τον Ιανουάριο του 1988 η Γαλλία, βλέποντας πως η νομισματική ενοποίηση παρέμενε απραγματοποίητο όνειρο, κατέθεσε για πρώτη φορά πρόταση για την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, βήμα το οποίο προέβαλε ως καθοριστικό για τη δημιουργία κοινού νομίσματος.
Η αντίδραση της Budensbank ήταν σφοδρή, διαμηνύοντας προς όλες τις πλευρές και με κάθε τρόπο πως δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να παραδώσει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής σ’ ένα ευρωπαϊκό ίδρυμα.
Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό του 1988 ήταν πολύ διαφορετικό απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η αναγνώριση από τη Γερμανία της ιστορικής ευκαιρίας να διεκδικήσει χαμένα πάτρια εδάφη, αναζωπυρώνοντας το όνειρο της επανένωσής της με το ανατολικό της τμήμα, την έκανε να αλλάξει θεαματικά τη στάση για τη δημιουργία κοινού νομίσματος, επηρεάζοντας καθοριστικά το μέλλον της Ευρώπης. Προκειμένου να υλοποιηθεί ένα τέτοιο, αδιανόητο μέχρι εκείνη τη στιγμή, σχέδιο, η Γερμανία χρειαζόταν οπωσδήποτε τη στήριξη της Γαλλίας και της Βρετανίας, την έγκριση της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και τη σύμφωνη γνώμη της Budensbank.
Έτσι, με το βλέμμα στην επανένωση, η Γερμανία προώθησε μια νέα «φιλοευρωπαϊκή» πολιτική, συμφωνώντας να ξεκινήσουν συζητήσεις για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ταυτόχρονα, όμως, άφησε να διαρρεύσει η πρόθεσή της για την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
Η προοπτική αυτή έπεσε σαν ατομική βόμβα στην Ευρώπη και ανέγειρε για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες το «Γερμανικό Ερώτημα»… Αυτό μετουσιωνόταν στο φόβο της δημιουργίας μιας Μεγάλης Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία θα είχε εθνικοσοσιαλιστική ταυτότητα, που, σε συνδυασμό με το μέγεθος, την εμπορική, οικονομική και νομισματική της ισχύ, θα της επέτρεπε να μετατραπεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Ξαφνικά, η Γαλλία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο αποδυνάμωσης του γεωπολιτικού της ρόλου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα επέφερε την κατάργηση των περιορισμών που είχαν τεθεί στη Γερμανία μετά την ήττα της στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίοι συντηρούσαν ένα ευνοϊκό για τη χώρα πολιτικό, εμπορικό και οικονομικό περιβάλλον, ενώ η στροφή από έναν κόσμο όπου οι στρατιωτικές υπερδυνάμεις είχαν τον κυρίαρχο ρόλο σ’ ένα νέο, όπου οι οικονομικές δυνάμεις θα πρωταγωνιστούσαν, θα άλλαζε τις ευρωπαϊκές ισορροπίες προς όφελος της Γερμανίας και εις βάρος της Γαλλίας.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή, η Γαλλία άρχισε να σχεδιάζει τον «οικονομικό αφοπλισμό» της Γερμανίας, ώστε να της αφαιρεθεί η «ατομική βόμβα» της, το μάρκο, και να αναγκαστεί να ενταχθεί σε μια Ευρώπη με βαθιές δομές, οι οποίες, κατά την εκτίμηση της Γαλλίας, θα αποτελούσαν εγγύηση για τον περιορισμό της δύναμής της.
Η αυτοκρατορία του ευρώ
Στη νέα αυτή φάση, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία αντιμετωπίζουν τα εμπόδια στο δρόμο που οι ίδιες χάραξαν πολεμώντας για την παγκόσμια νομισματική ηγεμονία.
Η Γερμανία επιδιώκει τη δημιουργία του πρώτου σταδίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, επιδιώκοντας μια αυτοκρατορία του ευρώ και αντιμετωπίζοντας αυτό το εγχείρημα με μακροπρόθεσμη προοπτική.
Οι ΗΠΑ βλέπουν πως ο «Πόλεμος των Εκατό Ημερών» έχει μετατραπεί σε πολυετή διεθνή οικονομική σύρραξη με αμφίβολη κατάσταση.
Αν κατόρθωναν να πείσουν τη Γερμανία να αποδεχτεί τη γρήγορη έκδοση ευρωομολόγων χωρίς να έχει εξασφαλίσει πρώτα την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ, τότε η ανάληψη από την πλευρά της του χρηματοπιστωτικού βάρους του ευρωπαϊκού Νότου χωρίς τον έλεγχό του σε δημοσιονομικό και πολιτικό επίπεδο θα ήταν αρκετή για να αλλοιώσει οριστικά την εικόνα του ευρώ ως του εναλλακτικού του αναξιόπιστου δολαρίου νομίσματος και θα το μετέτρεπε σ’ ένα κακέκτυπό του, νικώντας και σε αυτό το νομισματικό πόλεμο.
Γνωρίζοντας αυτή την κατάληξη, η Γερμανία θα εξακολουθεί να αρνείται κατηγορηματικά τη λύση των ευρωομολόγων και, αντίθετα, θα χρησιμοποιεί την ελπίδα για την έκδοσή τους ως κίνητρο για την επίτευξη των δικών της στόχων της πολιτικής ενοποίησης.
Στην πολιτική αυτή οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απαντούν με ενορχηστρωμένη πίεση στην Ευρωζώνη και προσπάθεια απομόνωσης της Γερμανίας, ενισχύοντας την απειλή διάσπασης και κατεδάφισης του ευρώ προκειμένου να την αναγκάζουν να αποδέχεται όλο και περισσότερο από το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό βάρος χωρίς να έχει το χρόνο να αντισταθμίζει τα ρίσκα και τις απώλειές της με κινήσεις για περαιτέρω δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό πολέμου, η Ελλάδα θα πρέπει να αναθεωρήσει το ρόλο και τους στόχους της, να αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα, τους φόβους, τις ανάγκες, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πρωταγωνιστών του, να αποφασίσει αν και ποιο «στρατόπεδο» επιθυμεί να επιλέξει και να χαράξει άμεσα ενιαία πολιτική, προκειμένου να αποφύγει να γίνει η ίδια το πρώτο θύμα του πολέμου.
Επειγόντως και χωρίς καθυστέρηση, ούτε καν λίγων ημερών, θα πρέπει να σταματήσει τη λανθάνουσα «εμφύλια» εξόντωσής της και να αντιληφθεί πως υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι και εχθροί στο εξωτερικό της, ώστε να έχει την πολυτέλεια να κατασπαράζεται από ενδοοικογενειακές διαμάχες.
Οργανωμένα και ταχύτατα να κινηθεί, ώστε να αποκαταστήσει τη διεθνή της αξιοπιστία και να αποφύγει το γρήγορο «θάνατό» της με το να παραδεχτεί ξεκάθαρα, οριστικά και με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της το δικό της μερίδιο ευθύνης σε αυτή την κρίση, παρέχοντας οριστικές και έμπρακτες δεσμεύσεις και κάνοντας άμεσα ότι είναι εφικτό για τη διόρθωση της πορείας της.
Παράλληλα, έξυπνα και συνετά να χρησιμοποιήσει τη γνώση της πραγματικής οικονομικής και νομισματικής ιστορίας και των ευθυνών των πρωταγωνιστών της για την πορεία που αυτή έχει πάρει, ώστε να αποκαταστήσει την αλήθεια πως δεν είναι αυτή, η εμπνεύστρια και δημιουργός του δυτικού πολιτισμού, η κύρια υπεύθυνη για την απειλή του, αλλά, στη χειρότερη περίπτωση, ένας εν αγνοία της συνεργός σ’ ένα διεθνή πόλεμο, οποίος ξύπνησε από το λήθαργό του και αποφάσισε να μην κάνει ποτέ πια τίποτε που θα μπορούσε να τον φέρει ξανά στην κατάσταση που έχει βρεθεί σήμερα.
Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει γρήγορα που τη συμφέρει να ανήκει και να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει με το σωστότερο τρόπο «εχθρούς» και «φίλους».
Ακόμη νωρίτερα, πρέπει να βρει την τόλμη να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Είναι ακόμη εφικτό, πέντε χρόνια από σήμερα, η Ελλάδα να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή, έχοντας προ πολλού βρει το δρόμο της για έξοδο απ’ την κρίση.
Στα επόμενα δέκα χρόνια μπορεί, ρεαλιστικά, να είναι ισχυρότερη, ωριμότερη, σοφότερη και καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει άλλη επιλογή.