Την πλήρη εικόνα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα παρουσίασε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και πρόεδρος της Eurobank Νικόλαος Καραμούζης μιλώντας σε εκδήλωση στο LSE στο Λονδίνο για την παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο «Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια και η αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας του ιδιωτικού τομέα» των Χρήστου Γκόρτσου και Πλάτωνα Μονοκρούσου.
«Είναι ενθαρρυντικό ότι μετά από χρόνια καθυστερήσεων στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε πλέον το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τη διαχείριση των NPLs και των NPEs και θεσμοθετήθηκαν ρυθμίσεις όπως είναι η δυνατότητα πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, ο νέος πτωχευτικός κώδικας και οι αδειοδοτήσεις εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων», επισήμανε ο κ. Καραμούζης, εκφράζοντας την αισιοδοξία του ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για το 2017 θα επιτευχθούν.
Τόνισε επίσης ότι «είναι κρίσιμο να πραγματοποιηθούν απρόσκοπτα οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, καθώς μέσω αυτών αποθαρρύνονται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, η διαδικασία είναι διαφανής, το κυριότερο, όμως βελτιώνεται η αξία ρευστοποίησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων αντανακλώντας τα επίπεδα των προβλέψεων που έχουν σχηματιστεί για τα NPEs».
Αναφερόμενος στα επερχόμενα stress tests αλλά και στην πρόσφατη δημόσια συζήτηση των θεσμών ως προς τη διαδικασία διενέργειάς τους επισήμανε ότι «δεν πρέπει να μετατρέψουμε ένα υποθετικό ζήτημα μελλοντικής ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, το οποίο δεν έχει καν τεκμηριωθεί, σε μία «χαλαρή» δημόσια συζήτηση, όπως πρόσφατα έκανε το ΔΝT ζητώντας δημόσια τη διεξαγωγή AQR και αφήνοντας υπονοούμενα για ανάγκη κεφαλαιακών ενισχύσεων».
«Κάτι τέτοιο μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα στις τράπεζες και την οικονομία καθώς ενθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές (εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν το 25% των NPEs) , τροφοδοτεί κερδοσκοπικές συμπεριφορές στις αγορές και υπονομεύει τις προσπάθειες για την επιστροφή καταθέσεων ενώ αυξάνει τον «ηθικό κίνδυνο»,ανέφερε ο κ. Καραμούζης
Επισήμανε επίσης ότι «πρέπει να εμπιστευτούμε τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΚΤ, τον SSM, που έχει και την αρμοδιότητα εντός της ευρωζώνης να αξιολογεί και να καθορίζει τη χρηματοοικονομική και κεφαλαιακή θέση της κάθε τράπεζας».
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ ανέφερε ότι «το ζήτημα των Ελληνικών μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μπορεί να επιλυθεί εν μία νυκτί. Μια τέτοια λύση δε θα ήταν αξιόπιστη. Οφείλουμε να υιοθετήσουμε μία σταδιακή αλλά ταχεία προσέγγιση για την αντιμετώπιση των NPLs/NPEs. Οποιαδήποτε προσέγγιση για εσπευσμένες πωλήσεις με δεδομένη την άνευ προηγουμένου έκταση του προβλήματος και μάλιστα στο συγκεκριμένο αβέβαιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μειωμένη αξιοπιστία και πρόσβαση στις αγορές, από υψηλά επιτόκια λόγω αυξημένου ρίσκου, από μια περιορισμένη δευτερογενή αγορά NPEs, από μια αργά αναπτυσσόμενη και ευαίσθητη οικονομία θα μπορούσε να κλυδωνίσει το τραπεζικό σύστημα και τις προσδοκίες που υπάρχουν και να δημιουργήσει περιττά βάρη σε τελική δε ανάλυση να βλάψει την οικονομία».
«Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα, με βάση τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου του 2017, έχουν 102 δισ. σε NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα), 73 δισ. NPLs (δάνεια σε οριστική καθυστέρηση), επί συνόλου δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 190 δισ. Επομένως, σχεδόν τα μισά από τα συνολικά δάνεια ανήκουν στην κατηγορία είτε των NPLs είτε των NPEs, τα οποία εμπίπτουν επίσης κατά την ευρεία του όρου έννοια στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν ήδη διενεργήσει προβλέψεις 53 δισ., καλύπτοντας κατά μέσο όρο το 50% των NPEs και το 69% των NPLs. Τα ποσοστά αυτά κάλυψης είναι πάνω από το μέσο όρο των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης», ανέφερε ο κ. Καραμούζης.
Ανέφερε επίσης μεταξύ άλλων ότι περίπου 60% των NPEs εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων, τα οποία αποτιμώνται σήμερα σε πολύ χαμηλές τιμές (κάποια από αυτά σε τιμές κατά 40% χαμηλότερες από τα υψηλά επίπεδα που είχαν στην αρχή της κρίσης). Επίσης, και σε αντίθεση με τις Ιταλικές τράπεζες, οι Ελληνικές έχουν υψηλά επίπεδα εσόδων προ προβλέψεων στα 4,2 δισ. σε ετήσια αναγωγή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2017. Αυτό, όπως είπε, είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, γιατί σε ένα ορίζοντα τριετίας αυτό σημαίνει ένα πρόσθετο απόθεμα ύψους 12,6 δισεκ προβλέψεων για NPEs/NPLs, χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή βάση των Ελληνικών τραπεζών.