Συγκεκριμένες προτάσεις και απόψεις για το νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα έχει διατυπώσει η τρόικα στην ελληνική κυβέρνηση και αναμένεται να επαναφέρει τις θέσεις της αυτές προς συζήτηση στις 16 Ιανουαρίου.
Η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η ΕΕ έχουν τονίσει στους υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών σε όλους τους τόνους πως εφόσον συμβαδίζουν, η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη, τις προοπτικές ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Δεδομένου ότι η υποτίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδας δεν είναι δυνατή, η τρόικα τονίζει πως ανταγωνιστικότητά της θα πρέπει να ανακτηθεί με εγχώρια μέσα. Αυτό απαιτεί μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και προσαρμογή των σχετικών τιμών, ιδίως μια δημοσιονομική υποτίμηση.
Η δημοσιονομική υποτίμηση στην οποία αρέσκεται να αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι οιονεί υποτίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας η οποία συντελείται μέσω του φορολογικού συστήματος, ειδικότερα με αύξηση των φόρων επί των εισαγωγών και μείωση των φόρων επί των εξαγωγών, με αποτέλεσμα να αλλάζουν οι σχετικές τιμές εγχώριων-ξένων αγαθών.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με την τρόικα αυτό μπορεί να επιτευχθεί έμμεσα με την περικοπή φόρων που αυξάνουν το κόστος της παραγωγής, όπως οι εργοδοτικές εισφορές ή οι φόροι εισοδήματος των επιχειρήσεων, και άρα επηρεάζουν και το κόστος των εξαγωγών. Η περικοπή αυτή θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί με την αύξηση του ΦΠΑ (δεδομένου ότι οι εξαγωγές έχουν μηδενικό συντελεστή) ή των φόρων ακίνητης περιουσίας.
Πιο συγκεκριμένα η ΕΚΤ έχει καταρτίσει μελέτη σύμφωνα με την οποία αν το σύστημα φορολόγησης στην πηγή αντικατασταθεί με τη φορολόγηση στον προορισμό, ήτοι εάν αντικατασταθεί η φορολόγηση του εισοδήματος από εργασία ή του εισοδήματος των επιχειρήσεων με ΦΠΑ ή με φόρους επί των πωλήσεων, οδηγεί σε άμεση δημοσιονομική υποτίμηση. Αυτό συνήθως δεν έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, επειδή η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία εν τέλει προσαρμόζεται είτε μέσω ανατίμησης είτε μέσω του πληθωρισμού.
Η μετατόπιση από τη φορολόγηση του εισοδήματος από εργασία ή των κερδών προς τη φορολόγηση της κατανάλωσης ή της ακίνητης περιουσίας, θα μπορούσε να δώσει διαρθρωτική ώθηση στην ανάπτυξη πέρα από την (ενδεχομένως μικρή) ώθηση που μπορεί να προέλθει από την άνοδο των καθαρών εξαγωγών.
Η ελάττωση των φόρων επί των επιχειρηματικών κερδών ή των εργοδοτικών εισφορών οδηγεί σε άμεση μείωση του κόστους παραγωγής, επιτρέποντας έτσι να διαμορφωθούν σε χαμηλότερο επίπεδο οι προ ΦΠΑ τιμές και άρα δυνητικά και ο πληθωρισμός.
Μια τέτοια μεταρρύθμιση μπορεί να αμβλύνει τη μεροληπτική φορολογική μεταχείριση της αποταμίευσης και να ενισχύσει την προσφορά εργασίας. Επιπλέον, η πιο ελκυστική διάρθρωση της φορολογίας μπορεί να ενθαρρύνει τις επενδύσεις, μεταξύ άλλων μέσω της προαγωγής των ξένων άμεσων επενδύσεων.
Η τρόικα αναγνωρίζει ότι λόγω του ετεροχρονισμού της είσπραξης των εσόδων και της διαφορετικής ταχύτητας απόκρισης, είναι δυνατόν να υπάρξει βραχυχρόνια απώλεια εσόδων ακόμη και στην περίπτωση μιας φορολογικής μεταρρύθμισης με ουδέτερη επίδραση στον Προϋπολογισμό και για αυτό προτείνει σημαντικό περιορισμό των δαπανών όσο είναι σε εξέλιξη το εγχείρημα της δημοσιονομικής υποτίμησης.