Περιπλέκεται περισσότερο το τοπίο για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την πορεία του μνημονίου. Αρχικά η κυβέρνηση είχε υποδεχθεί θετικά την εναλλακτική του Β. Σόιμπλε για την αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό μνημόνιο, ωστόσο ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ξεκαθάρισε ότι αυτό σημαίνει ότι στην ουσία η Ελλάδα θα μείνει μόνη με τους Γερμανούς και θα χρειαστεί ένα νέο μνημόνιο.
Τι σημαίνει αυτό για την Αθήνα; Η κυβέρνηση θα έχει απέναντι της τον Β. Σόιμπλε με όλα τα σκληρά μέτρα τύπου ΔΝΤ, αλλά δεν θα έχει το ΔΝΤ το οποίο ζητάει σκληρά μέτρα, αλλά ταυτόχρονα πιέζει διαρκώς για κούρεμα χρέους.
Εάν το ΔΝΤ αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα, τότε το πρόγραμμα καθίσταται ξεπερασμένο και θα πρέπει να βρούμε κάτι νέο, πράγμα που δεν θα συνιστούσα στην ελληνική κυβέρνηση, δήλωσε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών διευκρινίζοντας τη δήλωση της περασμένης εβδομάδας.
Για το θέμα μίλησε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην Wall Street Journal: «Εάν δεν καταλήξουμε σε επιτυχή δεύτερη αξιολόγηση και αν το ΔΝΤ δεχθεί τις συνέπειες από αυτό, τότε το τρέχον πρόγραμμα θα ήταν ξεπερασμένο. Το πρόγραμμα συμφωνήθηκε μόνο με την προσδοκία ότι θα συμμετείχε το ΔΝΤ. Εάν (το τρέχον πρόγραμμα) ξεπεραστεί, τότε θα βρισκόμασταν σε μια κατάσταση, στην οποία θα έπρεπε να σκεφτούμε κάτι νέο. Δεν θα το συνιστούσα αυτό στην ελληνική κυβέρνηση. Αλλά δεν θα αγχωνόμουν. Η γερμανική Βουλή θα έπρεπε πρώτα να συζητήσει και να συμφωνήσει εάν εγκρίνει ή όχι τη διαπραγμάτευση ενός νέου προγράμματος».
Την περασμένη εβδομάδα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών προχώρησε σε μια δήλωση που ερμηνεύθηκε από την ελληνική πλευρά ως αλλαγή στάσης από το Βερολίνο.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung είπε πως σε περίπτωση που το ΔΝΤ αποχωρήσει, «τότε οι Ευρωπαίοι ενδέχεται να καταλήξουν σε δική τους λύση εντός του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, όπως είχαμε προτείνει ήδη στην αρχή της ελληνικής κρίσης, η τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ και εγώ».
Προσέθετε πως σε αυτή την περίπτωση, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να επιβάλουν όσα συμφωνήθηκαν «σαφώς πιο αποτελεσματικά» με το ESM στoν ρόλο του ΔΝΤ.
Εν τω μεταξύ, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ δήλωσε πως το ΔΝΤ θα έφευγε από την Ελλάδα μόνο με τη σύμφωνη γνώμη της γερμανικής Βουλής, καθώς η αποχώρησή του θα σήμαινε θεμελιώδη αλλαγή του προγράμματος.
Σημείωσε ακόμη ότι «θα θέλαμε τη συμμετοχή του ΔΝΤ», όπως προβλεπόταν στην κατάρτιση του προγράμματος.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, στη διάρκεια της συνέντευξής του στον τηλεοπτικό σταθμό Kontra, και απαντώντας στις κατ’ επανάληψη ερωτήσεις για τους στόχους της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, είπε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι το κλείσιμο της αξιολόγησης και η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.
Αναφέρθηκε στις ημερομηνίες σύγκλησης του Eurogroup στις 26 Ιανουαρίου και στις 20 Φεβρουαρίου, και εκτίμησε ότι ο στόχος θα επιτευχθεί, προσθέτοντας ότι «αν από την άλλη πλευρά δεν υπάρξει διάθεση για συζήτηση και εποικοδομητική στάση, τότε θα ξανασυζητήσουμε με βάση τα νέα δεδομένα».
Κληθείς να σχολιάσει τα όσα είπε χθες σε συνέντευξή του ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, είπε ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν είπε τίποτα διαφορετικό από ό,τι είπε την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ επισήμανε ότι τα περί ενδεχόμενης αποχώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) από το ελληνικό πρόγραμμα συνιστούν μια «προσεκτική πολιτική αλλαγή» του κ. Σόιμπλε.
Πρόσθεσε ότι αν ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επιθυμεί να κάνει συστάσεις σε κάποιον, αυτός πρέπει να είναι το ΔΝΤ και όχι η ελληνική κυβέρνηση, καθώς «εμείς δεν είπαμε να φύγει το ΔΝΤ, εμείς είπαμε να μην ζητά παράλογα πράγματα και να ξεκαθαρίσει την στάση του» (αν θα παραμείνει ή αν θα φύγει από το πρόγραμμα).
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρεί στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα το 2015 και αυτό οφείλουν να πράξουν όλες οι πλευρές.
Ερωτηθείς, γενικότερα, για την στάση της Γερμανίας, είπε ότι και στη Γερμανία υπάρχει κοινωνική πόλωση και το όλο ζήτημα δεν αφορά έθνη, αλλά κοινωνικές συγκρούσεις που συμβαίνουν σε κάθε χώρα.
Απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με τις επερχόμενες εκλογές σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, είπε,: «Περιμένετε να δούμε τα αποτελέσματα, καθώς η έκβαση των εκλογών είναι ανοιχτή», επισήμανε ότι υπάρχει τάση αμφισβήτησης των ελίτ σε όλη την Ευρώπη, και πρόσθεσε πως το ζήτημα είναι αν θα αμφισβητηθούν από λαϊκιστικές ή από προοδευτικές δυνάμεις.
Είπε, επίσης, ότι αυτές οι ελίτ «δεν νιώθουν και πολύ άνετα με την ελληνική κυβέρνηση».