Στην εκταμίευση της έκτης δόσης, ύψους 8 δισ. ευρώ, θα περιοριστούν, όπως όλα δείχνουν, οι εταίροι μας, αφήνοντας τα δύσκολα για αργότερα. Οι διαφωνίες για τον τρόπο αντιμετώπισης του ελληνικού δημόσιου χρέους, αλλά και η έλλειψη αμυντικού μηχανισμού που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα ντόμινο στο σύνολο της ευρωζώνης λειτουργούν ανασταλτικά στη λήψη δραστικών αποφάσεων.

Η κατάσταση αυτή διαγράφεται λίγες ώρες πριν από την τακτική συνεδρίαση του Eurogroup, αύριο το βράδυ στο Λουξεμβούργο. Οι υπουργοί Οικονομικών, όπως αναφέρει το σημερινό δημοσίευμα του «Τύπου της Κυριακής», θα εξετάσουν τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τη χώρα μας, αλλά δεν πρόκειται να αποφασίσουν τώρα την εκταμίευση της έκτης δόσης, γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της Τρόικας. Θα συζητήσουν επίσης τα ανοικτά ζητήματα των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου σχετικά με την Ελλάδα, όπως η παροχή εμπράγματων εγγυήσεων στη Φινλανδία και η συνεισφορά των ιδιωτών επενδυτών, αλλά και αυτά τα θέματα δεν αναμένεται να κλείσουν, γιατί δεν έχουν ολοκληρωθεί οι συζητήσεις ούτε με τους Φινλανδούς ούτε με τους ιδιώτες ομολογιούχους.

Η εκταμίευση της έκτης δόσης αναμένεται να αποφασιστεί σε μια έκτακτη Σύνοδο του Eurogroup, πιθανότατα στις 13 Οκτωβρίου.

Τις τελευταίες βδομάδες, κυρίως μετά την αποχώρηση της Τρόικας από την Αθήνα την 1η Σεπτεμβρίου, έχει εδραιωθεί η πεποίθηση σε επίπεδο κοινοτικών αξιωματούχων και κυβερνήσεων της ευρωζώνης ότι η περίπτωση της Ελλάδας είναι ανίατη , δηλαδή με άλλα λόγια θεωρούν μη διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος. Κι αυτό γιατί τα αποτελέσματα του Μνημονίου είναι πενιχρά και κυρίως γιατί οι Έλληνες δεν αντέχουν πλέον άλλα εισπρακτικά μέτρα, αφού τα περισσότερα νοικοκυριά είτε έχουν καταρρεύσει είτε βρίσκονται στα όρια.

Υποστηρικτές της δραστικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους ήταν πριν από λίγους μήνες οικονομικοί αναλυτές, δημοσιογράφοι, κάποιοι Γερμανοί, πρώην στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και σποραδικά κάποια δευτεροκλασάτα πολιτικά πρόσωπα σε χώρες της ευρωζώνης. Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, αφού οι υποστηρικτές της αναδιάρθρωσης αποτελούν την πλειονότητα και μεταξύ των κυβερνήσεων και των κοινοτικών οργάνων.

Ωστόσο, παρότι αυτοί θεωρούν μονόδρομο την αναδιάρθρωση, υπάρχουν εντονότατες διαφωνίες μεταξύ των χωρών μελών, είτε γιατί ορισμένες έχουν τράπεζες με μεγάλη έκθεση στην Ελλάδα είτε γιατί φοβούνται το ντόμινο και τη διάλυση της ευρωζώνης.

Ειδικότερα, υπέρ μιας αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, που θα φτάνει στο 50% από το 21% που προβλέπει η απόφαση της 21ης Ιουλίου, τάσσεται μια μεγάλη ομάδα χωρών (Ολλανδία, Φινλανδία, Αυστρία, Σλοβενία, Σλοβακία, Εσθονία), οι οποίες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την ελάχιστη ή μηδενική έκθεση των τραπεζών τους σε ελληνικά ομόλογα. Με άλλα λόγια, θεωρούν ότι το κόστος της περαιτέρω χρηματοδότησης της χώρας μας θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τις απώλειες που θα έχουν οι τράπεζές τους σε περίπτωση δραστικής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι αδύναμοι κρίκοι , οι χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα, όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, οι οποίες φοβούνται ότι δεν πρόκειται να μπορέσουν να ξαναβγούν στις αγορές, εάν γίνει αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, γιατί για τις αγορές θα είναι οι επόμενοι υποψήφιοι για αναδιάρθρωση.

Αντίθετοι είναι επίσης οι Ισπανοί και οι Ιταλοί, γιατί φοβούνται το ντόμινο. Κατηγορηματικό όχι λένε και οι Γάλλοι για δύο λόγους, ο πρώτος έχει να κάνει με τη μεγάλη έκθεση των τραπεζών τους σε δημόσιο χρέος της Ελλάδας και των άλλων προβληματικών χωρών, που σημαίνει πως θα έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες. Η έκθεση των γαλλικών τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα είναι 10 με 12 δισ. ευρώ, αλλά σε ιταλικά ξεπερνάει τα 40 δισ. ευρώ. Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός, το Παρίσι ανησυχεί για τον κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης σε περίπτωση γενικευμένης κρίσης.

Στη Γερμανία, η κατάσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Οι δύο συνεταίροι των Χριστιανοδημοκρατών της Ανγκελα Μέρκελ στην κυβέρνηση, δηλαδή οι Φιλελεύθεροι και οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, τάσσονται δημόσια υπέρ της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους ή ακόμη και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας της χώρας μας.

Αντίθετος ο Σόιμπλε

Ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος μαζί με την καγκελάριο διαμορφώνουν την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της χώρας, λέει όχι ή όχι τώρα. Η κ. Μέρκελ βρίσκεται στη μέση, αλλά προς το παρόν φαίνεται πως έχει πειστεί από τον υπουργό Οικονομικών να μη ληφθούν βιαστικές αποφάσεις για την Ελλάδα.

Στην παρούσα φάση το μέτωπο του όχι φαίνεται ότι κερδίζει τη μάχη και για έναν άλλο πολύ σημαντικό λόγο, που είναι η έλλειψη αμυντικού μηχανισμού στην ευρωζώνη που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στο ντόμινο.

Οι άμυνες της ευρωζώνης και τα κονδύλια του EFSF

Σήμερα η ευρωζώνη έχει ως αμυντικά όπλα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ωστόσο, η ΕΚΤ αγοράζοντας συνεχώς κρατικά ομόλογα προβληματικών χωρών στη δευτερογενή αγορά, έχει… στερέψει από ρευστότητα Το ΕΤΧΣ διαθέτει συνολικές εγγυήσεις 440 δισ. ευρώ με βάση την απόφαση της 21ης Ιουλίου (Σύνοδος ηγετών της ευρωζώνης). Το ποσό αυτό θεωρείται αρκετό για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και τη νέα στήριξη της Ελλάδας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια επέκταση της κρίσης στην Ιταλία και την Ισπανία που αθροιστικά έχουν ένα δημόσιο χρέος που φτάνει τα 2.400 δια ευρώ!

Μια προσπάθεια της Κομισιόν, η οποία υποστηρίχθηκε από πολλές χώρες για νέα σημαντική αύξηση των εγγυήσεων του ΕΤΧΣ, προσέκρουσε στην άρνηση της Α. Μέρκελ, η οποία έχει πρόβλημα τόσο εντός της κυβέρνησης συνασπισμού όσο και με την κοινή γνώμη που είναι εχθρική σε διασώσεις. Άλλωστε, η καγκελάριος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους βουλευτές της να ψηφίσουν υπέρ της αύξησης που αποφασίστηκε στις 21 Ιουλίου.