Ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση άνω των 600 εκατ. ευρώ εξασφαλίζει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον τομέα του πολιτισμού, ο μηχανισμός εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΤΕ).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων παρουσίασαν σήμερα μια πρωτοβουλία εγγυήσεων ύψους 121 εκατ. ευρώ για τη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στους τομείς του πολιτισμού και της δημιουργίας, μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Χάρη σε αυτόν τον μηχανισμό, αναμένεται να χορηγηθούν σε ΜΜΕ τραπεζικά δάνεια ύψους άνω των 600 εκατ. ευρώ κατά τα επόμενα έξι έτη.

Η σημερινή πρωτοβουλία δίνει τη δυνατότητα στο ΕΤΕ να παρέχει δωρεάν εγγυήσεις και αντεγγυήσεις σε επιλεγμένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς φορείς, ώστε αυτοί να μπορούν να χορηγούν περισσότερα δάνεια σε επιχειρηματίες στον τομέα του πολιτισμού και της δημιουργίας.

Οι εμπορικές τράπεζες/τράπεζες λιανικής, οι αναπτυξιακές τράπεζες και άλλοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί φορείς που δικαιούνται να λάβουν την εγγύηση ύψους 121 εκατ. Ευρώ, θα υποστηρίξουν περισσότερες από 10.000 ΜΜΕ σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, όπως ο οπτικοακουστικός τομέας (συμπεριλαμβανομένων του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, των κινούμενων σχεδίων, των βιντεοπαιχνιδιών και των πολυμέσων), τα φεστιβάλ, η μουσική, η λογοτεχνία, η αρχιτεκτονική, τα αρχεία, οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία, η καλλιτεχνική χειροτεχνία, η πολιτιστική κληρονομιά, ο σχεδιασμός αντικειμένων, οι παραστατικές τέχνες, οι εκδόσεις, το ραδιόφωνο και οι εικαστικές τέχνες.

Το χρηματοδοτικό μέσο που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της «Δημιουργικής Ευρώπης» – του βασικού προγράμματος της ΕΕ για τους τομείς του πολιτισμού και της δημιουργίας- θα λειτουργεί υπό τη διαχείριση του ΕΤΕ για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ αναμένεται να μπορούν να αξιοποιήσουν αυτό το μέσο ήδη από το τέλος του τρέχοντος έτους.

Στους τομείς του πολιτισμού αντιστοιχούν περισσότερες από 7 εκατ. θέσεις εργασίας στην ΕΕ και το 4,2 % του ΑΕΠ της ΕΕ. Η πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι δύσκολη για τους εν λόγω τομείς, κυρίως λόγω της άυλης φύσης των στοιχείων ενεργητικού και των εξασφαλίσεών τους, του περιορισμένου μεγέθους της αγοράς, της αβεβαιότητας της ζήτησης, καθώς και της αδυναμίας των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών φορέων να αντιμετωπίζουν τις ιδιαιτερότητες αυτών των τομέων λόγω της έλλειψης εμπειρογνωσίας.