Τα αποτελέσματα της ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος υποδεικνύουν μικρότερες χρηματοδοτικές ανάγκες και βελτίωση της δυναμικής του ελληνικού δημοσίου χρέους σε σχέση με τις προγενέστερες εκτιμήσεις, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.
Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank. Η μελέτη παρουσιάζει, μεταξύ άλλων επικαιροποιημένες προβλέψεις για την εξέλιξη των δανειακών αναγκών και των πηγών χρηματοδότησης της Γενικής Κυβέρνησης, επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, και ανάλυση των σημαντικότερων προϋποθέσεων για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Σύμφωνα με το υφιστάμενο μακροοικονομικό σενάριο, οι μικρότερες ανάγκες χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα για την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος υποδεικνύουν σημαντική ελάφρυνση των αναμενόμενων χρηματοδοτικών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης στο πλαίσιο του νέου τριετούς προγράμματος στήριξης. Συγκεκριμένα, ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις του προγράμματος προέβλεπαν νέο δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανικό Σταθερότητας (και, ενδεχομένως, από το ΔΝΤ) συνολικού ύψους 84,1 δισ. ευρώ την περίοδο Αύγουστος 2015 – Αύγουστος 2018, η ανάλυσή της Eurobank υποδεικνύει ότι ο εν λόγω δανεισμός θα μπορούσε να διαμορφωθεί σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα (δηλ. περίπου 65 δισ. ευρώ). Μάλιστα, η επιστροφή των κερδών (δεδουλευμένων και μελλοντικών) σε χαρτοφυλάκια ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ και Κεντρικών Τραπεζών του Ευρωσυστήματος θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω την προαναφερθείσα χρηματοδότηση (έως συνολικού ποσού της τάξης των 8 δισ. ευρώ περίπου).
Η επιβεβαίωση των ανωτέρω εκτιμήσεων, επισημαίνεται στην μελέτη, προϋποθέτει την απουσία σημαντικών αποκλίσεων από τους στόχους του προγράμματος για το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα και τα έσοδα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι ενώ σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση του υφιστάμενου προγράμματος η ολοκλήρωση της νέας ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος θα απαιτούσε δανεισμό από τον επίσημο τομέα ύψους έως 25 δισ. ευρώ η χρηματοδότηση που τελικά αντλήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανικό Σταθερότητας (ESM) για την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανήλθε σε μόλις 5,43 δισ. ευρώ.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω καθώς και τις αναθεωρημένες (βελτιωμένες) προβλέψεις για το ρυθμό συρρίκνωσης του ΑΕΠ της Ελλάδας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και το 2016, η ανάλυση επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
– Σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, οι συνολικές δαπάνες το 2016 για την εξυπηρέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους εκτός εντόκων γραμματίων αναμένεται να παρουσιάσουν σημαντική υποχώρηση σε σχέση με το τρέχον έτος και να διαμορφωθούν σε 12,8 δισ. ευρώ περίπου. Συγκεκριμένα, το τρίτο τρίμηνο του επόμενο του έτους αναμένεται να είναι το πιο «απαιτητικό» σε σχέση με το συνολικό ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων (5,2 δισ. ευρώ περίπου).
– Οι συνολικές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης την επόμενη πενταετία αναμένεται να ανέλθουν σε περίπου 75 δισ. ευρώ, με τα έτη 2017 και 2019 να είναι τα πλέον «απαιτητικά» σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλεπόμενες δαπάνες για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων επί του ελληνικού δημοσίου χρέους.
– Οι αναθεωρημένες προβλέψεις μας για τη μακροχρόνια εξέλιξη του λόγου δημοσίου χρέους – ΑΕΠ (βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου) είναι ως ακολούθως: 181% στα τέλη του 2015, 163.1% το 2020 και περίπου 111% στα τέλη του 2030. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω προβλέψεις είναι βελτιωμένες (δηλ. χαμηλότερες) κατά 10 με 15 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του νέου προγράμματος διάσωσης (Αύγουστος 2015).
Η μελέτη παρουσιάζει επίσης αναθεωρημένες εκτιμήσεις για τις δυνητικές επιπτώσεις ενός θεωρητικού πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων περαιτέρω σημαντική επιμήκυνση των μέσων χρόνων ωρίμανσης των ευρωπαϊκών δανείων που έλαβε (ή θα λάβει) η χώρα στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής, και περίοδο χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων επί του συνόλου των δανείων αυτών.
Συνοπτικά, η παροχή ενός πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά θα μπορούσε δυνητικά να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος, βάσει του νέου ορισμού βιωσιμότητας σύμφωνα με τον οποίο η μέση ετήσια δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης δε θα πρέπει να υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Μια περαιτέρω διευθέτηση των υφιστάμενων επιτοκίων επί του συνόλου ή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων (δηλαδή περαιτέρω μείωση ή/και μετατροπή τους από κυμαινόμενα σε σταθερά) θα συνέβαλε καθοριστικά στη διασφάλιση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, καθώς απρόβλεπτες μελλοντικές αυξήσεις στα διατραπεζικά επιτόκια Euribor ή/και στα επιτόκια με τα οποία δανείζεται ο μηχανισμός στήριξης ESM από τις αγορές θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική άνοδο στις δαπάνες του ελληνικού δημοσίου για την αποπληρωμή τόκων (έως και 15 δισ. ευρώ σωρευτικά την επόμενη 50ετία, για κάθε αύξηση 0.25 ποσοστιαίων μονάδων στα ανωτέρω διατραπεζικά επιτόκια από το 2020 και εντεύθεν).
Τέλος, σημειώνεται εκ νέου ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί την πιο σημαντική προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας μεσοπρόθεσμα, καθώς για κάθε μία μονάδα αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ ο λόγος χρέους – ΑΕΠ υποχωρεί κατά 1,8 μονάδες (λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τρέχον επίπεδο του λόγου αυτού και θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς), και απαιτείται μέσος ετήσιος ονομαστικός ρυθμός αύξησης 2,7% του ελληνικού ΑΕΠ την επόμενη 10ετία για να αποτραπεί η αυτόματη άνοδος του λόγου χρέους – ΑΕΠ (φαινόμενο «χιονοστιβάδας»), θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς.