Η απόκλιση κατά 2,2 δις στο έλλειμμα όπως υπολογίστηκε από την κυβέρνηση και από την κοινοτική υπηρεσίας της Eurostat έρχεται κυρίως ως αποτέλεσμα της βαθύτερης, από το αναμενόμενο, ύφεσης της ελληνικής οικονομίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές. Αυτό επισημαίνεται σε ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών όπου τονίζεται και ότι η παρατηρούμενη απόκλιση σε σχέση με τις προβλέψεις του κειμένου της Εισηγητικής του Προϋπολογισμού 2011 (9,4% ΑΕΠ) για το έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης για το 2010 οφείλεται κύρια στους παρακάτω λόγους:
α) Στην μεγαλύτερη της αναμενόμενης επίπτωσης της ύφεσης, στο ΑΕΠ του 2010. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2011, το ΑΕΠ του 2010 εκτιμάτο σε 231.888 εκ. ¤ ενώ σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η σχετική εκτίμηση είναι 230.173 εκ. ¤. Η αρνητική αυτή εξέλιξη οδηγεί σε επιβάρυνση του ελλείμματος του 2010 κατά 0,1 %.
β) Στην επιδείνωση στα φορολογικά έσοδα (0,6% του ΑΕΠ), απόρροια της μεγαλύτερης από την προβλεπόμενη κατά την περίοδο σύνταξης του Προϋπολογισμού 2011 ύφεσης το τελευταίο τρίμηνο του έτους 2010. Υπενθυμίζεται ότι το συνολικό αποτέλεσμα επί των εσόδων του 2010 σε εθνικολογιστική βάση καθορίζεται και από την πορεία συγκεκριμένων κατηγοριών εσόδων κατά το πρώτο δίμηνο του 2011, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν την οικονομική δραστηριότητα του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους.
γ) Στην επιδείνωση στο ισοζύγιο των ΟΤΑ (0,25% του ΑΕΠ), που σχετίζεται με αποπληρωμή παρελθουσών υποχρεώσεων στο τέλος του έτους.
δ) Στην επιδείνωση στο οικονομικό αποτέλεσμα των ΟΚΑ (0,5% του ΑΕΠ), καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Υπενθυμίζεται ότι, όπως στην περίπτωση των φορολογικών εσόδων, το αποτέλεσμα των ΟΚΑ του 2010 σε εθνικολογιστική βάση καθορίζεται και από την πορεία συγκεκριμένων κατηγοριών εισφορών κατά το πρώτο δίμηνο του 2011.
ε) Στην επιδείνωση στο οικονομικό αποτέλεσμα των νοσοκομείων (0,3% του ΑΕΠ).
Από την άλλη πλευρά, βελτίωση παρατηρείται στο ισοζύγιο των επαναταξινομημένων ΔΕΚΟ (0,35% του ΑΕΠ), καθώς και στην προσαρμογή σε εθνικολογιστική βάση των δεδουλευμένων τόκων (0,3% του ΑΕΠ).