Περαιτέρω πιέσεις εκτιμάται ότι θα δεχθεί μεγάλος αριθμός δανειοληπτών με την αναμενόμενη, αύριο Πέμπτη, αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πού παραμένει στο 1% για δύο σχεδόν χρόνια, η οποία θα συμπαρασύρει αυτόματα προς τα πάνω όλα τα επιτόκια δανείων που είναι συνδεδεμένα με το επιτόκιο αυτό.
Ειδικότερα, η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα δημιουργήσει ανησυχίες, ιδιαίτερα σε όσους έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια με επιτόκιο που είναι συνδεδεμένο με το επιτόκιο της ΕΚΤ, που σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών αποτελούν το 35%-40% περίπου της συνολικής στεγαστικής πίστης και ανέρχονται σε 25-32 δισ.ευρώ για το σύνολο των δανείων της αγοράς.
Στην περίπτωση που το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ αυξηθεί κατά 0,25%, για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ, με χρονική διάρκεια 20 ετών που μέχρι σήμερα είχε επιτόκιο 3,75% και δόση 593 ευρώ, το επιτόκιο θα αυξηθεί αυτόματα στο 4% και η δόση στα 606 ευρώ. Μεγαλύτερες θα είναι οι επιβαρύνσεις στη μηνιαία δόση για δάνεια 200.000 ευρώ κοκ. Παράλληλα με τις εισοδηματικές μειώσεις που έχει δεχθεί μεγάλος αριθμός δανειοληπτών, ειδικότερα υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, εκτιμάται σύμφωνα με συγκλίνουσες τραπεζικές εκτιμήσεις ότι ένας σημαντικός αριθμός τραπεζικών πελατών που σήμερα αποπληρώνουν οριακά τις δόσεις θα αντιμετωπίσει ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες.
Στο πλαίσιο αυτό οι τράπεζες εξακολουθούν να δίνουν έμφαση στον τομέα εργασιών που συνδέεται με τις αναδιαρθρώσεις δανείων που έχουν χορηγήσεις στην πελατεία τους τόσο στην λιανική τραπεζική (στεγαστική και καταναλωτική πίστη) όσο και στις επιχειρήσεις. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι τραπεζίτες, δεν περιμένουν την στιγμή που ο πελάτης τους θα βρεθεί στο “κόκκινο” και εν θα μπορεί να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις του που έχει αναλάβει έναντι του τραπεζικού συστήματος, αλλά τον προσεγγίζουν όταν εντοπίζουν τα πρώτα σημάδια με προτάσεις αναδιάρθρωσης. Έτσι μειώνεται η μηνιαία επιβάρυνση και ο πελάτης είναι σε θέση να συνεχίσει να αποπληρώνει κανονικά τις δόσεις του.
Γενικότερα, πάντως σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) παρατηρείται αύξηση του κόστους δανεισμού σε όλες τις κατηγορίες χορηγήσεων, με εξαίρεση τα στεγαστικά δάνεια, καθώς οι τράπεζες προχώρησαν σε αύξηση των επιτοκίων.
Ειδικότερα, στα καταναλωτικά δάνεια το επιτόκιο τον Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στο 14,64%, έναντι 14,40% που ήταν στο τέλος του 2010. Στα επιχειρηματικά δάνεια το μέσο επιτόκιο της κατηγορίας αυξήθηκε στο 6,90% από 6,79% αντιστοίχως. Στα επαγγελματικά δάνεια το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 9,72% από 9,57%, στα επιχειρηματικά δάνεια μέχρι 1 εκατομμύριο ευρώ το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 6,23% από 6,14% που ήταν τον Ιανουάριο, ενώ για μεγαλύτερα ποσά το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 5,37% από 4,89%. Στα στεγαστικά το κυμαινόμενο επιτόκιο υποχώρησε ελαφρώς στο 3,91% από 3,93% τον προηγούμενο μήνα. Ωστόσο, εμφανίζεται αυξημένο σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2010 (3,65%). Το σταθερό για μία πενταετία επιτόκιο της ίδιας κατηγορίας μειώθηκε στο 3,57% από 3,64% τον Ιανουάριο και 3,95% το Δεκέμβριο.
Παράλληλα με την αύξηση του κόστους δανεισμού σημειώνονται και μηδενικοί ή αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης του δανεισμού λόγω της μειωμένης ζήτησης από μέρους των νοικοκυριών αλλά και της προσφοράς από μέρους των τραπεζών
Η καθαρή ροή χρηματοδότησης το μήνα Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στα 122 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα σε ετήσια βάση η πιστωτική επέκταση να διαμορφωθεί στο -0,3% από -0,25 που ήταν τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΤτΕ οι τράπεζες συνεχίζουν να χρηματοδοτούν, έστω με οριακά θετικούς ρυθμούς τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως τα νοικοκυριά συνεχίζουν να αποπληρώνουν το χρέος τους παρά να λαμβάνουν πρόσθετα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Το γεγονός αυτός κρίνεται θετικό καθώς σε ανάλογες ευρωπαϊκές χώρες όπου βρίσκονται σε ύφεση ή βρέθηκαν σε ύφεση, οι ρυθμοί ανάπτυξης του τραπεζικού δανεισμού κυμάνθηκαν σε πολύ υψηλά αρνητικά επίπεδα.
Ειδικότερα στις επιχειρήσεις στην χώρα μας τον Φεβρουάριο οι τράπεζες χορήγησαν περίπου 278 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα ο ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων να υποχωρήσει στο 0,9% από 1% που ήταν τον Ιανουάριο. Αντιθέτως στα νοικοκυριά παρατηρήθηκε αρνητική ροή χρηματοδότησης ύψους 140 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός να υποχωρήσει στο -1,6% από -1,4% που ήταν τον Ιανουάριο.
Όσον αφορά στα δάνεια προς τις επιχειρήσεις σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες παρατηρήθηκε επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης με εξαίρεση τη ναυτιλία. Συγκεκριμένα, στη γεωργία, στη βιομηχανία, και στο εμπόριο ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης ήταν αρνητικός. Στη ναυτιλία παρατηρήθηκε αύξηση των καθαρών χορηγήσεων σε ετήσια βάση της τάξεως του 6,9% (από 7,2% τον προηγούμενο μήνα). Επιτάχυνση εμφάνισε η χρηματοδότηση στον κλάδο ηλεκτρισμού -φωταερίου με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης να διαμορφωθεί στο 20% από 19,6% που ήταν τον προηγούμενο μήνα.
Η χρηματοδότηση των νοικοκυριών ήταν αρνητική κατά 140 εκατ. ευρώ καθώς οι αποπληρωμές δανείων ξεπέρασαν τις νέες εκταμιεύσεις. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής ήταν το χρέος των ιδιωτών προς τις τράπεζες να περιοριστεί στα 117,1 δισ. ευρώ από 119 δισ. ευρώ που ήταν το Δεκέμβριο του 2009. Πιο αναλυτικά, στα στεγαστικά δάνεια παρατηρήθηκε αρνητική ροή 126 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός τους να υποχωρήσει στο -1,1% από -0,7% που ήταν τον Ιανουάριο. Στα καταναλωτικά η μηνιαία καθαρή ροή ήταν επίσης αρνητική ύψους 91 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα ο ετήσιος ρυθμός να υποχωρήσει στο -4,2%.