Δεν θα επιβληθούν μέτρα αντίστοιχα με εκείνα του 2010, διαβεβαιώνει ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακανωσταντίνου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Κόσμος του Επενδυτή».
Καλεί, δε, τα πολιτικά κόμματα του κοινοβουλίου να συναινέσουν στο τριετές κυλιόμενο δημοσιονομικό πρόγραμμα, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να αποτελέσει μοναδική ευκαιρία, τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για το πολιτικό σύστημα συνολικά, να αποδείξουν ότι «μπορούμε να μπούμε σε μία νέα εποχή πολιτικού ήθους και πολιτικής πρακτικής».
«Από τη στιγμή, που το έλλειμμά μας συνεχίζει να υπάρχει, η οικονομία μας βρίσκεται σε ύφεση, το χρέος μας αυξάνεται και εξαρτιόμαστε από τον δανεισμό, δεν μπορούμε να σταματήσουμε την προσπάθεια. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται κι άλλες παρεμβάσεις […] σε βαθιές τομές και όχι σε μέτρα αντίστοιχα με αυτά, που αναγκαστήκαμε να πάρουμε το 2010», τονίζει ο υπουργός.
Χαρακτηρίζει «κοντόφθαλμες, αυτοκαταστροφικές και βαθύτατα αντικοινωνικές» τις λογικές του «δεν πληρώνω». «Άλλο μία συνειδητοποιημένη κοινωνία, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τα προβλήματά της και άλλο μία “δυσαρεστημένη κοινωνία”, που βρίσκεται στα όρια της έκρηξης. Αυτό το δεύτερο εγώ δεν το βλέπω, όσο κι αν προσπαθούν μερικοί να χρησιμοποιήσουν τη δυσαρέσκεια για δικούς τους σκοπούς», λέει.
Σε ερώτηση περί «κλεισίματος χωρίς αποτέλεσμα» της υπόθεσης του Βατοπεδίου ή και της άλλη, που αφορά τη Siemens, ο κ. Παπακωνσταντίνου επισημαίνει ότι «η απομάκρυνση από την έννοια της ευνομούμενης πολιτείας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μίας εξεταστικής, που δεν κατέληξε σε συμπεράσματα, ή του επώνυμου φοροφυγά, που εξακολουθεί να μένει ατιμώρητος, αλλά η συσσώρευση βιωμάτων που δημιούργησαν μία αντίληψη σε όλη την κοινωνία, στον δημόσιο βίο και στο πολιτικό σύστημα».
Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο κλεισίματος ΔΕΚΟ και νοσοκομείων και σ’ εκείνο της απόλυσης εργαζομένων, ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει: «Έχουμε πει σε κάθε τόνο ότι πρέπει να κυριαρχήσει η λογική, τόσο στο μέγεθος όσο και στο αντικείμενο και στο κόστος λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Κανένας πολίτης δεν θέλει να πληρώνει για πεθαμένους οργανισμούς χωρίς αντικείμενο ή για επιχειρήσεις, που η συντήρησή τους κοστίζει πολλαπλάσια από το όφελος για τους πολίτες. Όμως, επίσης, έχουμε πει ότι δεν καταργούμε δημόσια αγαθά […]».