Η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία αναμένεται να γνωρίσει εντυπωσιακή ανάπτυξη την επόμενη 15ετία, με τον αριθμό των τουριστών να αυξάνεται κατά περίπου 1 δισ. ταξιδιώτες.
Η Ελλάδα αναμένεται να επωφεληθεί από αυτή την άνοδο, με την αύξηση του τουριστικού ρεύματος να συνοδεύεται και από σημαντική ενίσχυση της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη, που εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 15%.
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, ο ελληνικός τουριστικός κλάδος βρίσκεται σε τροχιά συνεχούς ανάπτυξης.
Τα έσοδα από τον τουρισμό εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 34 δισ. ευρώ έως το 2030, από 20 δισ. ευρώ το 2023, ενισχυμένα κυρίως από τη βελτίωση της μέσης δαπάνης ανά διανυκτέρευση. Ωστόσο, η διεθνής τουριστική αγορά μετασχηματίζεται ταχύτατα, δημιουργώντας τόσο προκλήσεις όσο και νέες ευκαιρίες για τη χώρα.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τουριστική βιομηχανία αναπτύσσεται ραγδαία. Η άνοδος των εισοδημάτων στις αναδυόμενες αγορές ενισχύει τη διεθνή ζήτηση για ταξίδια, ενώ η κατανομή των τουριστικών ροών αλλάζει σημαντικά. Οι μη-Ευρωπαίοι ταξιδιώτες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για τον κλάδο, μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις των ταξιδιωτών. Για να διατηρήσει η Ευρώπη το μερίδιο αγοράς της, θα πρέπει να προσελκύσει 30% περισσότερους Ευρωπαίους επισκέπτες και να διπλασιάσει τους μη-Ευρωπαίους τουρίστες έως το 2040.
Η Ελλάδα καταγράφει θετικές επιδόσεις, αλλά διαθέτει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στις αγορές εκτός Ευρώπης. Σήμερα, το μερίδιο της Ελλάδας στους Ευρωπαίους τουρίστες ανέρχεται σε 5%, ενώ στους μη-Ευρωπαίους περιορίζεται στο 2,5%. Σε σύγκριση, η Πορτογαλία έχει επιτύχει σημαντική αύξηση των τουριστικών ροών από την Κίνα και τις ΗΠΑ, αποτελώντας ένα παράδειγμα στρατηγικής που θα μπορούσε να ακολουθήσει και η Ελλάδα. Εφόσον η χώρα επιτύχει μια ισορροπημένη κατανομή επισκεπτών από την Ευρώπη και τις τρίτες χώρες (5% μερίδιο και στις δύο κατηγορίες), η πρόσθετη δυνητική ζήτηση θα μπορούσε να ανέλθει σε 19 εκατ. τουρίστες έως το 2040.

Το 2024, ο ελληνικός τουρισμός κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ με 36 εκατ. αφίξεις (+10% σε ετήσια βάση) και έσοδα ύψους 21 δισ. ευρώ (+4%). Παράλληλα, μειώθηκε η εποχικότητα κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενισχύοντας τη δυναμική της χώρας ως προορισμού για όλο τον χρόνο. Για το 2025, η UNWTO εκτιμά ότι η παγκόσμια τουριστική αγορά θα σημειώσει ανάπτυξη 3%-5%, με την Ελλάδα να διατηρεί προοπτικές υπεραπόδοσης λόγω της βελτιωμένης αεροπορικής συνδεσιμότητας. Ωστόσο, παράγοντες όπως οι γεωπολιτικές εντάσεις και η αβεβαιότητα στις βασικές αγορές (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) ενδέχεται να επηρεάσουν τη ζήτηση.
Στροφή στην ποιότητα
Για να διασφαλίσει τη βιώσιμη ανάπτυξή του, ο ελληνικός τουρισμός πρέπει να στραφεί προς ένα πιο ποιοτικό μοντέλο. Το 50% της πρόσθετης δυνητικής ζήτησης αφορά μη-Ευρωπαίους ταξιδιώτες, οι οποίοι ξοδεύουν 1,8 φορές περισσότερα ανά διανυκτέρευση σε σχέση με τους Ευρωπαίους και 2,3 φορές περισσότερα από τους οδικούς τουρίστες. Επιπλέον, ταξιδεύουν με χαμηλότερη εποχικότητα, συμβάλλοντας στη μείωση της εξάρτησης από τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός στη Μεσόγειο εντείνεται. Νέοι προορισμοί, όπως η Αλβανία, καταγράφουν εντυπωσιακή αύξηση τουριστικών αφίξεων (+82% το 2024 σε σχέση με το 2019), κυρίως σε χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες. Αντίθετα, η Ελλάδα επενδύει σταθερά στην ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού της προϊόντος. Το 55% των ξενοδοχειακών κλινών στη χώρα ανήκει πλέον στις κατηγορίες 4-5 αστέρων, από 40% το 2011, ενισχύοντας το ελληνικό τουριστικό brand.

Ιούλιο και Αύγουστο το 37% της κίνησης
Η μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο και διαφοροποιημένο τουριστικό μοντέλο θα προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα. Σήμερα, το 37% των αφίξεων στην Ελλάδα συγκεντρώνεται τους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο, ενώ σε άλλες μεσογειακές χώρες το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 27%. Μια πιο ισορροπημένη κατανομή των επισκεπτών στη διάρκεια του έτους θα ενισχύσει τη σταθερότητα του τουριστικού κλάδου, συμβάλλοντας στην οικονομική ανθεκτικότητα της χώρας.
Η Ελλάδα έχει μπροστά της μια μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τη δυναμική ανάπτυξη του διεθνούς τουρισμού, εστιάζοντας σε ταξιδιώτες υψηλότερης δαπάνης και διαφοροποιώντας την τουριστική της ταυτότητα. Η στρατηγική μετάβαση σε ένα βιώσιμο και αναβαθμισμένο τουριστικό προϊόν δεν αποτελεί μόνο επιλογή, αλλά αναγκαιότητα για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον.