Εξαιρετικά περιορισμένη ήταν η σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενώ οι αυξήσεις μισθών παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει δύσκολη. Όπως προκύπτει και από την τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 υπογράφηκαν μόλις 205 επιχειρησιακές συμβάσεις, καλύπτοντας έναν πολύ μικρό αριθμό εργαζομένων.
Όμως δεν είναι μόνο ο μικρός αριθμό των συμβάσεων που συνάφθηκαν, αλλά ακόμη και μέσα από αυτές οι μισθολογικές αυξήσεις που αυτές επέφεραν δεν ξεπέρασαν το 2%, αποδεικνύοντας πως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις παραμένουν σε αδράνεια, με τις επιπτώσεις να είναι εμφανείς στην οικονομική κατάσταση των εργαζομένων.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για μισθολογικές αυξήσεις έχουν αποδυναμωθεί

Τα τελευταία χρόνια, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για μισθολογικές αυξήσεις έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των εργαζομένων να μην καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις, που θεωρητικά θα μπορούσαν να προσφέρουν καλύτερες συνθήκες για τους εργαζομένους, καλύπτουν μόνο το 5,65% του ιδιωτικού τομέα.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι από τις 205 συμβάσεις που υπογράφηκαν το 2024, οι 132 (δηλαδή το 61,7% του συνόλου) δεν προέβλεπαν καμία αύξηση στους μισθούς. Μόνο 54.519 εργαζόμενοι (38,3%) έλαβαν κατά μέσο όρο μια οριακή αύξηση της τάξης του 2%, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν επαρκεί καν για να αντισταθμίσει τον πληθωρισμό και την αύξηση του κόστους ζωής.
Οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις έχουν επίσης περιοριστεί δραματικά, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εργαζόμενοι να μην επωφελούνται από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι μόνες εξαιρέσεις αφορούν συγκεκριμένους κλάδους, όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι σε αρτοποιεία, τουριστικά-επισιτιστικά καταστήματα, πετρελαιοειδή και την καπνοβιομηχανία.
Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την αύξηση των μέσων αποδοχών στα 1.500 ευρώ μέχρι το 2027. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θεωρείται απαραίτητη η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και η μεγαλύτερη συμμετοχή εργοδοτών και εργαζομένων στη διαμόρφωση μισθολογικών πολιτικών.

Η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, έχει συμπεριλάβει στον τελευταίο νόμο για τον κατώτατο μισθό μια πρόβλεψη για τη δημιουργία ενός «οδικού χάρτη» ή «σχεδίου δράσης» που θα στοχεύει στην αύξηση των συλλογικών συμβάσεων. Αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει μέτρα για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από αυτές.
Παράλληλα, εξετάζεται η μείωση του ορίου του 51% που απαιτείται για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων. Σήμερα, μια κλαδική σύμβαση ισχύει για το σύνολο του κλάδου μόνο αν καλύπτει τουλάχιστον το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Η μείωση αυτού του ορίου ενδέχεται να καταστήσει πιο εύκολη την καθολική εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων σε περισσότερους εργαζομένους.
Η νέα ευρωπαϊκή οδηγία για επαρκείς κατώτατες αμοιβές επιβάλλει στα κράτη-μέλη να διασφαλίζουν ότι τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ωστόσο, στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο, καθώς δεν ξεπερνά το 26%.
Αυτή η μεγάλη απόκλιση από τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις δείχνει την ανάγκη για ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε οι συλλογικές διαπραγματεύσεις να αποκτήσουν ξανά δυναμική και να διασφαλίσουν καλύτερους μισθούς και εργασιακές συνθήκες για τους εργαζομένους.
Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύει ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας παραμένουν περιορισμένες, με τις περισσότερες να μην περιλαμβάνουν μισθολογικές αυξήσεις. Με την πλειονότητα των εργαζομένων να μένει εκτός συλλογικών ρυθμίσεων και τις αυξήσεις να είναι ελάχιστες, η οικονομική τους κατάσταση παραμένει στάσιμη.