Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παραμένει ένα επίκαιρο και σημαντικό ζήτημα για την ελληνική οικονομία.

Σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΕΠΕ, οι μισθοί στον δημόσιο τομέα είναι έως και 33,3% χαμηλότεροι από αυτούς του ιδιωτικού τομέα, όταν συγκρίνονται εργαζόμενοι με παρόμοια προσόντα.

Η πρώτη μεθοδολογία εκτίμησης (Mincer, 1974) αποκαλύπτει ότι το ωρομίσθιο στον δημόσιο τομέα είναι κατά 14,6% χαμηλότερο από εκείνο του ιδιωτικού, ενώ το χάσμα στις μηνιαίες καθαρές αποδοχές φτάνει το 18,6%. Αντίστοιχα, η δεύτερη μεθοδολογία (Oaxaca και Blinder, 1973) δείχνει ότι οι ωριαίες αποδοχές στον δημόσιο τομέα υστερούν κατά 13,3%, με το μισθολογικό χάσμα στις μηνιαίες αποδοχές να αγγίζει το 15,8%.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η μισθολογική διαφορά υπέρ του ιδιωτικού τομέα φαίνεται να έχει διευρυνθεί μεταξύ 2022 και 2023. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ενώ οι μισθοί στον δημόσιο τομέα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητοι την τελευταία δεκαετία.

Οι μισθοί στον δημόσιο τομέα καθορίζονται από διοικητικές αποφάσεις και όχι από τη διαπραγμάτευση της αγοράς, γεγονός που τους καθιστά λιγότερο ευέλικτους στις οικονομικές αλλαγές. Σε αντίθεση, στον ιδιωτικό τομέα οι αμοιβές προσαρμόζονται ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς, την ανεργία και την οικονομική ανάπτυξη.

Το 2023, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι μέσες καθαρές μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα ανήλθαν σε 1.179,3 ευρώ, ενώ στον ιδιωτικό τομέα ήταν 1.090,0 ευρώ. Ωστόσο, αυτή η σύγκριση δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού. Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είναι συνήθως πιο εκπαιδευμένοι, με περισσότερη επαγγελματική εμπειρία και μεγαλύτερη ηλικία.

Όταν γίνονται προσαρμογές για αυτές τις διαφορές, προκύπτει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται κατά 13,3% λιγότερο από τους αντίστοιχους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Η διαφορά μισθών γίνεται ακόμη πιο έντονη για τους κατόχους μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων, όπου το χάσμα φτάνει το 33,3%.

Η καθήλωση των μισθών στον δημόσιο τομέα αποδίδεται στον διοικητικό τρόπο καθορισμού τους, με αποτέλεσμα να μην ακολουθούν την οικονομική ανάπτυξη και τις μειώσεις της ανεργίας. Αυτή η στασιμότητα αποτελεί βασικό παράγοντα της συνεχιζόμενης υστέρησης των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα.