Μπροστά στην ανάγκη διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας και υπό την πίεση των δημοσιονομικών περιορισμών, η κυβέρνηση επιλέγει να διατηρήσει, έστω και μερικώς, βασικές μνημονιακές παρεμβάσεις που εξακολουθούν να επηρεάζουν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Παρότι διακηρυγμένος στόχος είναι η σταδιακή αποκατάσταση αδικιών που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η πλήρης κατάργηση συγκεκριμένων μέτρων αποφεύγεται, καθώς θεωρούνται αναγκαία για τη διατήρηση των δημοσιονομικών ισορροπιών.
Αυτό γίνεται φανερό τόσο στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίζεται τη φορολογική επιβάρυνση των συνταξιούχων όσο και στη διατήρηση του συστήματος καθορισμού του κατώτατου μισθού. Και στις δύο περιπτώσεις, οι αρχικές δεσμεύσεις περί άρσης των περιοριστικών μέτρων και ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης υποχωρούν μπροστά στην ανάγκη ελέγχου των δημόσιων οικονομικών.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ), η οποία επιβαρύνει από το 2010 πάνω από 500.000 συνταξιούχους με μηνιαία σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ. Παρότι επρόκειτο για ένα προσωρινό μέτρο, το οποίο αρχικά δικαιολογήθηκε στο πλαίσιο της κρίσης, παραμένει σε ισχύ παρά τις επανειλημμένες κυβερνητικές δεσμεύσεις για την κατάργησή του.
Η παρακράτηση αυτή κυμαίνεται από 3% έως 14%, γεγονός που συνεπάγεται σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των συνταξιούχων, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί ότι επιβάλλεται επιπλέον κράτηση και στις επικουρικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ. Το μέτρο έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, καθώς θεωρείται μια μορφή διπλής φορολόγησης, δεδομένου ότι οι συντάξεις φορολογούνται ήδη ως εισόδημα.
Αν και η κυβέρνηση προχώρησε πρόσφατα σε αναπροσαρμογή των κλιμακίων της εισφοράς αλληλεγγύης, ώστε να συμβαδίζουν με την ετήσια αναπροσαρμογή των συντάξεων, η ουσία της επιβάρυνσης παραμένει. Οι συνταξιούχοι διεκδικούν την πλήρη κατάργηση του μέτρου, ωστόσο η κυβέρνηση διατηρεί στάση αναμονής, εκτιμώντας ότι η δημοσιονομική συγκυρία δεν επιτρέπει την απώλεια αυτού του εσόδου.
Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού
Ένα δεύτερο παράδειγμα διατήρησης μνημονιακών παρεμβάσεων είναι το ισχύον σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού. Από το 2012, η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά καθορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.
Η αλλαγή αυτή αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές θεσμικές μεταβολές της μνημονιακής περιόδου, καθώς μετέφερε τη διαμόρφωση των μισθών από τους κοινωνικούς εταίρους στην κρατική εξουσία. Παρά τις επανειλημμένες πιέσεις της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών φορέων – όπως η ΕΣΕΕ και η ΓΣΕΒΕΕ – για επιστροφή στο προηγούμενο σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση αρνείται να προχωρήσει σε μια τέτοια μεταρρύθμιση.
Αντίθετα, η υπουργός Εργασίας έχει ταχθεί υπέρ της διατήρησης του σημερινού συστήματος, τονίζοντας ότι διασφαλίζει τη σταδιακή και ελεγχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, με βάση τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Παράλληλα, η μοναδική παρέμβαση που έχει εξαγγελθεί στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων αφορά την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων, δεδομένου ότι μόλις το 26% των εργαζομένων καλύπτεται από αυτές – ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό σε σύγκριση με το 80% που προκρίνεται ως στόχος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα δεν αποτελεί μόνο εσωτερική πολιτική επιλογή αλλά και επιταγή στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Με την Ελλάδα να βρίσκεται υπό διαρκή δημοσιονομική επιτήρηση, η κυβέρνηση επιλέγει να κινηθεί προσεκτικά, αποφεύγοντας πολιτικές που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες ή να προκαλέσουν ανησυχία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η πρόσφατη οδηγία της Ε.Ε. για τη θέσπιση επαρκών κατώτατων μισθών ενδέχεται να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των συλλογικών συμβάσεων, αλλά η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να εστιάζει περισσότερο σε διοικητικές παρεμβάσεις παρά σε θεσμικές αλλαγές που θα ενίσχυαν τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων.
Αντίστοιχα, στο πεδίο των συντάξεων, η δημοσιονομική πραγματικότητα περιορίζει τη δυνατότητα δραστικών ελαφρύνσεων. Παρά τις κοινωνικές πιέσεις, η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παραμένει, επιβεβαιώνοντας ότι η προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας έναντι της αποκατάστασης παλαιότερων αδικιών.