Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, παρά τη διαρκή αναζήτησή τους για νέες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας. Σε μια ασταθή οικονομική συγκυρία, η αυξημένη συμμετοχή τους δεν αρκεί για να καλύψει το χάσμα, επιβραδύνοντας την πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ

Σύμφωνα με την εβδομαδιαία αναφορά της Alpha Bank για την ελληνική οικονομία, παρά τη βελτίωση που παρατηρήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-27, ξεπερνώντας μόνο την Ιταλία. Ωστόσο, η συμμετοχή των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια αυξάνεται, ενώ νέα νομοσχέδια που στοχεύουν στην ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην αγορά εργασίας βρίσκονται υπό ψήφιση.

Το χάσμα απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει μεγάλο

Η χαμηλή απασχόληση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι νέοι και οι ηλικιωμένοι, επηρεάζει συνολικά την αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Ενώ η απασχόληση των ανδρών βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (78,2% στην Ελλάδα έναντι 80,9% στην ΕΕ-27), το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες είναι αισθητά χαμηλότερο (59,8% έναντι 70,9%). Το γεγονός αυτό δημιουργεί το τρίτο μεγαλύτερο χάσμα απασχόλησης στην ΕΕ-27, μετά τη Ρουμανία και την Ιταλία.

Η έλλειψη δομών φροντίδας ως εμπόδιο στη γυναικεία απασχόληση

Ένας από τους βασικούς λόγους για τη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη, είναι η έλλειψη οργανωμένων υπηρεσιών φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων. Αυτό αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών, τα οποία κυμαίνονται από 68,3% για όσες δεν έχουν παιδιά, έως 56,1% για όσες έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά.

Μέτρα ενίσχυσης της γυναικείας απασχόλησης στον προϋπολογισμό του 2025

Στον προϋπολογισμό του 2025 περιλαμβάνονται μέτρα που στοχεύουν στην ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης. Μεταξύ αυτών είναι η αύξηση των θέσεων στους παιδικούς σταθμούς και η ενίσχυση των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα για τρίτεκνες οικογένειες. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στη μείωση του χάσματος απασχόλησης και στη μεγαλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.

Η σημασία της αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτίων της έμφυλης ανισότητας

Πέρα από τα μέτρα υποστήριξης, είναι ζωτικής σημασίας να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες της έμφυλης ανισότητας. Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2024, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο, καλύπτοντας το 75,1% του έμφυλου χάσματος. Η Ισλανδία κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως, ενώ η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη θέση της κατά 20 θέσεις από το 2023, φτάνοντας στην 73η θέση.

Η ανεργία και η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών παραμένουν προκλήσεις

Η έμφυλη ανισότητα αντικατοπτρίζεται τόσο στη μεγαλύτερη ανεργία των γυναικών (11,9% το τρίτο τρίμηνο του 2024) όσο και στη χαμηλότερη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας σε σχέση με τους άνδρες (67,9% έναντι 84,6%). Η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία είναι κρίσιμη για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, ειδικά σε μια περίοδο δημογραφικών προκλήσεων και ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό σε τομείς όπως ο τουρισμός.

Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα δείχνει σημάδια προόδου

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει ως βασικό στόχο τη μείωση του χάσματος απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας έφτασε το 48,15% το 2024, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Παρά την πρόοδο αυτή, η πλήρης ενσωμάτωση των γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένει καθοριστική για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ισότητα.