Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη ταχύτητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2025 όσον αφορά τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Αυτό αποδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι οι αμοιβές στη χώρα μας είναι δυσανάλογα χαμηλές σε σχέση με το κόστος διαβίωσης, γεγονός που καθιστά τη ζωή πολλών νοικοκυριών εξαιρετικά δύσκολη. Οι χώρες της πρώτης κατηγορίας διαθέτουν κατώτατο μισθό άνω των 1.500 ευρώ, στη δεύτερη κατηγορία ο μισθός κυμαίνεται μεταξύ 1.000 και 1.499 ευρώ, ενώ στην τρίτη κατηγορία – στην οποία ανήκει η Ελλάδα – ο κατώτατος μισθός παραμένει κάτω από τα 1.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στη 14η θέση ανάμεσα σε 22 χώρες της ΕΕ όπου υπάρχει θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός. Οι ελάχιστες μηνιαίες αποδοχές για πλήρη απασχόληση ανέρχονται σε 968 ευρώ, προ φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, υπολογιζόμενες σε 12 μήνες αντί για 14. Πολύ κοντά βρίσκεται η Κροατία με 970 ευρώ, ενώ η Μάλτα ακολουθεί με 961 ευρώ.

Στον αντίποδα, το Λουξεμβούργο βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης με κατώτατο μισθό 2.637,79 ευρώ, ακολουθούμενο από την Ιρλανδία με 2.281,50 ευρώ και την Ολλανδία με 2.193,36 ευρώ. Άλλες χώρες με κατώτατο μισθό άνω των 1.500 ευρώ είναι η Γερμανία (2.161 ευρώ), το Βέλγιο (2.070,48 ευρώ) και η Γαλλία (1.801,80 ευρώ).

Στη δεύτερη κατηγορία, με κατώτατους μισθούς μεταξύ 1.000 και 1.499 ευρώ, περιλαμβάνονται η Πολωνία, η Λιθουανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, όπου ο μισθός φτάνει τα 1.000 ευρώ. Χώρες με χαμηλότερους κατώτατους μισθούς από την Ελλάδα είναι η Εσθονία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Λετονία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, με μισθούς που κυμαίνονται από 886 έως 814 ευρώ, ενώ οι χαμηλότεροι μισθοί καταγράφονται στη Λετονία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, από 740 έως 618 ευρώ.

Αξιοσημείωτο είναι ότι υποψήφιες προς ένταξη χώρες, όπως η Τουρκία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο, εμφανίζουν υψηλότερους κατώτατους μισθούς από κάποιες χώρες της ΕΕ.

Όσον αφορά την αύξηση των κατώτατων μισθών την τελευταία δεκαετία, η Eurostat καταγράφει τους υψηλότερους ετήσιους ρυθμούς στη Ρουμανία (14,1%), τη Λιθουανία (13,2%), τη Βουλγαρία (11,6%) και την Πολωνία (10,3%). Αντίθετα, οι χαμηλότεροι ρυθμοί αύξησης καταγράφονται στη Γαλλία (2,1%) και στη Μάλτα (2,9%). Η Ελλάδα εμφανίζει τον δεύτερο χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης στην κατηγορία της, μόλις 3%, γεγονός που υποδηλώνει στασιμότητα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.

Αν εξετάσουμε τον κατώτατο μισθό σε όρους αγοραστικής δύναμης, η εικόνα είναι ακόμη πιο δυσμενής για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS) της Eurostat, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1.129 PPS, τοποθετώντας τη χώρα στη δεύτερη ταχύτητα της ΕΕ των 27. Σε αυτή την κατηγορία (1.000 – 1.459 PPS), η Ελλάδα βρίσκεται τέταρτη από το τέλος, λίγο πάνω από τη Μάλτα, την Κύπρο και την Ουγγαρία. Μπροστά από την Ελλάδα βρίσκονται χώρες όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Λιθουανία και η Πορτογαλία, με αγοραστική δύναμη έως και 18% υψηλότερη. Η Ισπανία και η Σλοβενία κατέχουν τις κορυφαίες θέσεις στη δεύτερη κατηγορία, με αγοραστική δύναμη κατώτατου μισθού περίπου 30% μεγαλύτερη από την Ελλάδα. Η Πολωνία έχει περάσει στην πρώτη κατηγορία, με αγοραστική δύναμη άνω των 1.500 PPS. Η Γερμανία καταγράφει την υψηλότερη αγοραστική δύναμη κατώτατου μισθού με 1.992 PPS, ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ιρλανδία και τη Γαλλία.

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα φαίνεται χαμηλότερη από εκείνη χωρών εκτός ΕΕ, όπως η Τουρκία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία. Ωστόσο, οι εσωτερικοί πίνακες της Eurostat παρουσιάζουν διαφορετική κατάταξη, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα για την αξιοπιστία των συγκρίσεων. Παρά τις ονομαστικές αυξήσεις, ο πραγματικός κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού, που επηρέασε δυσανάλογα τα χαμηλά εισοδήματα και τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) επισημαίνει ότι η πραγματική αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μειώθηκε κατά 3% την περίοδο 2020-2021, παρά την ονομαστική αύξηση κατά 2%. Το 2021-2022, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε ονομαστικά κατά 7,5%, αλλά η πραγματική αύξηση περιορίστηκε στο 0,29% λόγω του πληθωρισμού. Το 2023, η ονομαστική αύξηση έφτασε το 9,4%, όμως η αγοραστική δύναμη αυξήθηκε μόλις κατά 5,3%. Συνολικά, από το 2019 έως το 2023, η πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μόλις 33,78 ευρώ, ενώ η ονομαστική αύξηση ανήλθε σε 130 ευρώ. Στην πενταετία 2019-2024, εκτιμάται ότι η ακρίβεια «ροκάνισε» περίπου 121 ευρώ από τον κατώτατο μισθό. Παρόλο που ο μισθός αυξήθηκε ονομαστικά κατά 180 ευρώ, η αύξηση σε όρους αγοραστικής δύναμης αντιστοιχεί σε μόλις 59 ευρώ.

Έτσι, ο πραγματικός κατώτατος μισθός το τρίτο τρίμηνο του 2023 ανήλθε στα 693 ευρώ, επαναφέροντας τη χώρα στη γνωστή «γενιά των 700 ευρώ», που εξακολουθεί να αποτελεί σύμβολο οικονομικής κρίσης και επισφάλειας. Η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα της ΕΕ με διψήφιες απώλειες στο μέσο διαθέσιμο εισόδημα την περίοδο 2010-2023, φτάνοντας το 29%, ενώ οι χώρες της Ευρωζώνης σημείωσαν αύξηση κατά περίπου 5% και η ΕΕ των 27 κατά 28,6%.