Υστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, αναφορικά με την έλλειψη ενός ισχυρού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο συνταξιοδοτικό σύστημα καταγράφει η νέα μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Σπουδών (ΚΕΦΙΜ), σε συνεργασία με το δίκτυο δεξαμενών σκέψης EPICENTER.

Η μελέτη έχει στόχο να παρέχει προτάσεις για την ενίσχυση της οικονομικής ελευθερίας και καινοτομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμορφώνοντας τις κατευθύνσεις για την περίοδο 2025-2030.

Σύμφωνα με την μελέτη, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει πλούτο μέσω κεφαλαιοποίησης συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων, ενώ χώρες όπως η Ισλανδία και η Δανία εμφανίζουν ποσοστά που φτάνουν το 11% του ΑΕΠ. Η απουσία ενός ισχυρού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στην Ελλάδα οδηγεί σε απώλεια εισοδήματος, το οποίο για το 2022 εκτιμάται στα 770 ευρώ ετησίως ανά άτομο. Αυτό επηρεάζει αρνητικά το ΑΕΠ της χώρας και τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Ταυτόχρονα, η μη συμπερίληψη των σιωπηρών χρεών από συνταξιοδοτικές υποσχέσεις στο κριτήριο του χρέους του Μάαστριχτ εμποδίζει την αναγκαία μετάβαση σε ένα ισχυρό κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Κύρια στοιχεία της μελέτης

  • Σύμφωνα με τα στοιχεία των εισηγητικών εκθέσεων των προϋπολογισμών για την περίοδο 2018-2025, το 2018, η μισή δαπάνη για συντάξεις χρηματοδοτήθηκε από τον τακτικό προϋπολογισμό (γενική φορολογία), ενώ μόνο το υπόλοιπο 50% προήλθε από εισφορές. Το 2025, η χρηματοδότηση για συντάξεις από τον τακτικό προϋπολογισμό αναμένεται να φτάσει το 43%.
  • Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας και την πτωτική τάση της κρατικής δαπάνης για συντάξεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει την τρίτη μεγαλύτερη δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ, αποκλίνοντας κατά 2,12 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των 27 κρατών μελών.
  • Ο πλούτος που δημιουργήθηκε από την κεφαλαιοποίηση συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων στην Ισλανδία και τη Δανία την περίοδο 2012-2021 ανέρχεται σε 11% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα είναι μηδενικό.
  • Τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα στην ΕΕ αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 29% του ΑΕΠ την περίοδο 2012-2021, υπολείπονται κατά 55 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ο οποίος είναι 84%. Αυτό έχει οδηγήσει σε απώλεια εισοδήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που εκτιμάται στα 350 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το κριτήριο χρέους του Μάαστριχτ και τα εμπόδια στη μεταρρύθμιση

Το κριτήριο χρέους του Μάαστριχτ, που υπολογίζει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν περιλαμβάνει τα σιωπηρά χρέη που οφείλονται στις συνταξιοδοτικές υποσχέσεις. Αυτό καθιστά δύσκολη τη χρηματοδότηση της αναγκαίας μετάβασης από τα διανεμητικά στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα, με συνέπεια την αδυναμία πλήρωσης του κριτηρίου.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΚΕΦΙΜ, Νίκος Ρώμπαπας, δήλωσε: «Η δημιουργία ενός ισχυρού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο συνταξιοδοτικό μας σύστημα είναι σήμερα πιεστική ανάγκη. Αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητάς του, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών και την τόνωση της ανάπτυξης. Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν. Είναι κρίσιμο οι ευρωπαϊκοί λογιστικοί και δημοσιονομικοί κανόνες να διευκολύνουν αυτή την κρίσιμη μεταρρύθμιση».