Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, με τις επιπτώσεις να γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα νοικοκυριά και στην οικονομία της χώρας. Από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2024, το κόστος στέγασης αυξήθηκε κατά 23,4%, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο για πολλές οικογένειες. Το 2023, το 28,5% του πληθυσμού βρέθηκε να ζει σε νοικοκυριά όπου το κόστος στέγασης ξεπερνούσε το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό το ποσοστό υπογραμμίζει τη σοβαρότητα του στεγαστικού ζητήματος, που εξελίσσεται σε μία από τις πιο πιεστικές κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, οι αυξημένες δαπάνες στέγασης δεν περιορίζουν μόνο την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αλλά προκαλούν εκτεταμένες ανακατατάξεις στη διάρθρωση των εξόδων τους. Οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται μόνο στην ποιότητα ζωής, αλλά επηρεάζουν μακροοικονομικούς δείκτες και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η άνοδος του ενεργειακού κόστους κατά 40,9% είναι ο βασικός παράγοντας που πυροδότησε την αύξηση του κόστους στέγασης, ενώ σημαντική επίδραση είχαν οι αυξήσεις στα ενοίκια (13,2%) και στις δαπάνες για επισκευές και συντηρήσεις κτιρίων (11,8%).

Η κατανομή του κόστους στέγασης αποκαλύπτει έντονες κοινωνικές ανισότητες. Τα φτωχότερα νοικοκυριά στην Ελλάδα επιβαρύνθηκαν κατά 85,3% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στεγαστικές ανάγκες το 2023, έναντι μόλις 29,9% κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Στον αντίποδα, οι πιο εύποροι δαπάνησαν μόλις το 1,2% του εισοδήματός τους, με το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ να είναι 0,7%. Αυτή η ανισοκατανομή αποδεικνύει ότι οι οικονομικές πιέσεις που προκαλεί η στεγαστική κρίση πλήττουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, οδηγώντας σε σοβαρή επιδείνωση της ποιότητας ζωής τους.

Ακίνητα

Οι γεωγραφικές διαφορές στην επιβάρυνση από το κόστος στέγασης είναι επίσης αξιοσημείωτες. Το 2023, οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (32,7%) και Πελοποννήσου (31,8%) κατέγραψαν τα υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης. Στον αντίποδα, οι περιφέρειες Κρήτης (20,2%) και Ιονίων Νήσων (23,1%) είχαν τις χαμηλότερες επιβαρύνσεις, ενώ οι περιφέρειες Αττικής, Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου κυμάνθηκαν κοντά στον εθνικό μέσο όρο (28,5%). Ωστόσο, οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες παρουσίασαν αύξηση των ποσοστών υπερβολικής επιβάρυνσης από το 2021, γεγονός που αναδεικνύει τη ραγδαία επιδείνωση της στεγαστικής κρίσης σε πολλές περιοχές της χώρας.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς οικονομικό, αλλά εξελίσσεται σε κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί άμεση δράση. Η έλλειψη προσιτής στέγης έχει ευρύτερες συνέπειες, καθώς επηρεάζει την κοινωνική συνοχή και τη δυνατότητα των νοικοκυριών να επενδύσουν σε άλλους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η αναψυχή. Παράλληλα, η στεγαστική κρίση επιβαρύνει τη γενικότερη οικονομία, καθώς περιορίζει τη ρευστότητα και τις καταναλωτικές δαπάνες, ενώ δημιουργεί πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα και στις υποδομές στήριξης των ευάλωτων πολιτών.

Όπως αναφέρουν αναλυτές και παράγοντες της αγοράς, η ανάγκη για πολιτικές που θα ανακουφίσουν τα νοικοκυριά και θα ενισχύσουν την προσβασιμότητα στη στέγαση είναι πλέον επιτακτική. Επίσης, αναφέρουν ότι η υιοθέτηση μέτρων όπως η επιδότηση ενοικίου, η επένδυση σε κοινωνική στέγη και η αντιμετώπιση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης. Και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η στεγαστική κρίση δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα των φτωχότερων στρωμάτων· είναι μια πρόκληση που αφορά τη συνολική ευημερία της κοινωνίας και την οικονομική σταθερότητα της χώρας.