Οι τελευταίες εκθέσεις της Eurostat αποκαλύπτουν τις ανησυχητικές διαστάσεις του στεγαστικού κόστους στην Ελλάδα, η οποία καταγράφει πρωτοφανή αρνητική πρωτοκαθεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023, οι Έλληνες καταναλώνουν το 35,2% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματός τους για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες, με ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο της Ε.Ε., ο οποίος διαμορφώνεται στο 19,7%.

Αυτή η υπερβολική επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού για στέγαση καταδεικνύει την ένταση του προβλήματος στην Ελλάδα και αναδεικνύει τη χώρα μας στην πρώτη θέση της Ε.Ε. ως προς το ποσοστό του εισοδήματος που διατίθεται για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών.

Η Ελλάδα πληρώνει ακριβότερα από όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες για στέγαση, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία της.

Η υπερβολική αυτή επιβάρυνση των νοικοκυριών στερεί στους πολίτες τη δυνατότητα να επενδύσουν σε άλλους τομείς της ζωής τους, όπως στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη και στην αποταμίευση, περιορίζοντας τις ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο και ευημερία. Η νέα γενιά, ιδιαίτερα, πλήττεται σφοδρά, αφού οι νέοι Έλληνες αντιμετωπίζουν αξεπέραστες δυσκολίες στην αναζήτηση προσιτών λύσεων στέγασης.

Για πολλούς, αυτό σημαίνει παραμονή στο οικογενειακό σπίτι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή, σε ακραίες περιπτώσεις, μετανάστευση σε άλλες χώρες της Ε.Ε., αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ακολουθούν οι Δανοί και οι Γερμανοί, με 25,9% και 25,2% αντίστοιχα, ενώ η διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. είναι εξίσου σημαντική. Χώρες όπως η Σουηδία (23,9%), η Ολλανδία (22,9%), η Τσεχία (22,1%) και η Βουλγαρία (21,2%) καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά στέγασης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά παραμένουν πάντα σε σαφώς πιο χαμηλά επίπεδα από την Ελλάδα.

Παράλληλα, χώρες με πιο προσιτό στεγαστικό κόστος, όπως η Κύπρος, η Μάλτα και η Σλοβενία, κατατάσσονται στην κατηγορία των χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά, με την Κύπρο να κατέχει την πρωτοκαθεδρία με μόλις 11,6%, ακολουθούμενη από τη Μάλτα (12%) και τη Σλοβενία (13,8%).

Αυτές οι χώρες αποδεικνύουν ότι είναι εφικτό να διασφαλιστεί προσιτό στεγαστικό κόστος για τους πολίτες, κάτι που στην Ελλάδα παραμένει άπιαστο όνειρο για πολλούς. Η κατάσταση αυτή έχει ευρείες επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδας. Η υπερβολική επιβάρυνση των νοικοκυριών για στεγαστικά έξοδα εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες και καθιστά δυσχερή την οικονομική ευημερία των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων.

Η επιβάρυνση αυτή περιορίζει την ικανότητα των πολιτών να καλύψουν άλλες βασικές ανάγκες, όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, ενώ ταυτόχρονα τους αναγκάζει να στραφούν σε ενοικιαζόμενα ακίνητα ή άλλες οικονομικές λύσεις, με συνέπεια την αδυναμία αποταμίευσης και την αναστολή άλλων τομέων της οικονομικής τους ζωής.

Επιπλέον, η υπερβολική πίεση στο στεγαστικό κόστος, ειδικά για τους νέους, επηρεάζει αρνητικά την κοινωνική τους ένταξη και την επαγγελματική τους ανέλιξη. Η αδυναμία απόκτησης ανεξάρτητης κατοικίας καθυστερεί την οικογενειακή τους δημιουργία, ενισχύει την αβεβαιότητα και απομακρύνει πολλούς από την αγορά εργασίας και τη δυνατότητα δημιουργίας νέων επιχειρήσεων. Η επαγγελματική κινητικότητα περιορίζεται, ενώ η χώρα αντιμετωπίζει το φαινόμενο της «εκροής εγκεφάλων», με πολλούς νέους Έλληνες να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες εργασίας και διαβίωσης στο εξωτερικό. Η ανάγκη για άμεση δράση είναι πλέον επιτακτική.

Η Ελλάδα απαιτεί την εφαρμογή πολιτικών που θα μειώσουν την πίεση στο στεγαστικό κόστος και θα διευκολύνουν την πρόσβαση των πολιτών σε οικονομική και ποιοτική στέγαση.

Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με αρμόδιες αρχές και φορείς, πρέπει να αναλάβει δράση για την εξεύρεση λύσεων που θα εξασφαλίσουν στους πολίτες τη δυνατότητα να ζουν με οικονομική άνεση και ασφάλεια.

Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αύξηση της προσφοράς κατοικιών σε προσιτές τιμές, στην ενίσχυση των προγραμμάτων στέγασης για νέους και εργαζόμενους, καθώς και στη στήριξη θεσμών που προωθούν την ανάπτυξη κοινωνικών και οικονομικών υποδομών.

Η δημιουργία ενός βιώσιμου μοντέλου στέγασης αποτελεί θεμέλιο λίθο για την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα περνάει μια από τις πιο δύσκολες οικονομικές φάσεις της σύγχρονης ιστορίας της, η λύση του στεγαστικού προβλήματος μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για τη συνεχιζόμενη πρόοδο και ευημερία της χώρας.