Η φορολογική επιβάρυνση στον ξενοδοχειακό τομέα στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια σε σχέση με άλλους κλάδους της οικονομίας, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ). Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της έρευνας, οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος ανέρχονται στο 19,1% του συνολικού κόστους, σχεδόν διπλάσιο από το 10,2% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Η μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικής συνεργασίας του ΙΤΕΠ με το Παντείου Πανεπιστημίου και επικεντρώνεται στην εκτίμηση των φόρων που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής στον ξενοδοχειακό τομέα. Σκοπός ήταν η αποσύνθεση του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος και η σύγκριση των αποτελεσμάτων με τα αντίστοιχα μεγέθη από άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η φορολογική επιβάρυνση στον ξενοδοχειακό κλάδο έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία.

Η αύξηση αυτή υπογραμμίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, καθώς οι φόροι αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του κόστους παραγωγής. Οι επιχειρήσεις καλούνται να διαχειριστούν όχι μόνο τις φορολογικές επιβαρύνσεις αλλά και τις αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις, που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά.

Η μελέτη επισημαίνει ότι η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη από την αντίστοιχη στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, αυτή η διαφορά έχει αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπερβαίνει το 22,4%, ενώ για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά μόλις 13,3%.

Η μελέτη αναφέρει επίσης ότι οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις στον ξενοδοχειακό τομέα έχουν αυξηθεί και πλέον συνιστούν το 23,5% του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος. Αυτό το ποσοστό είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 15,6%, το οποίο καταγράφεται στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, η αύξηση αυτών των επιβαρύνσεων στον ξενοδοχειακό τομέα είναι πιο έντονη τα τελευταία δέκα χρόνια, καθώς το ποσοστό είχε φτάσει το 19,9% πριν από μια δεκαετία.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι περίπου το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Αυτό το ποσοστό είναι σχεδόν διπλάσιο από το 28%, που είναι ο μέσος όρος για τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Η διάχυση αυτών των εισοδημάτων σε άλλους τομείς της οικονομίας τονίζει την οικονομική σημασία του κλάδου, ο οποίος συμβάλλει με σημαντικό ποσοστό στην ανάπτυξη άλλων επιχειρηματικών τομέων, όπως το λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές και η κατασκευή.

Ωστόσο, το 72,6% των καθαρών φόρων που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος επιβαρύνουν τους ίδιους τους συντελεστές παραγωγής του ξενοδοχειακού τομέα. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου αναγκάζονται να επωμιστούν το μεγαλύτερο βάρος των φόρων, κάτι που δημιουργεί ανισότητες και περιορίζει την ανταγωνιστικότητά τους. Η ανισοκατανομή της φορολογικής επιβάρυνσης στον ξενοδοχειακό τομέα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς πριν από μια δεκαετία το ποσοστό των φόρων που βάραιναν τον κλάδο ήταν 61,7%.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, η πρόεδρος του ΙΤΕΠ, Κωνσταντίνα Σβύνου, υπογραμμίζει ότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου και η άνιση μεταχείριση του σε σχέση με τους άλλους κλάδους δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού. Ειδικότερα, η υψηλή φορολόγηση αναγκάζει τους ξενοδόχους είτε να αυξήσουν τις τιμές τους, επιβαρύνοντας τους επισκέπτες, είτε να απορροφήσουν τα αυξημένα κόστη, γεγονός που δυσχεραίνει τη βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.

Επιπλέον, οι ξενοδόχοι αντιμετωπίζουν και άλλες πρόσθετες επιβαρύνσεις, όπως το υπερβολικό τέλος ανθεκτικότητας, την αύξηση του φόρου παρεπιδημούντων και τα αυξημένα δημοτικά τέλη. Παράλληλα, το φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα ασαφές νομοθετικό και ελεγκτικό πλαίσιο, καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την κατάσταση για τους επαγγελματίες του τουριστικού κλάδου.

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση και η ανισοκατανομή των φόρων στον ξενοδοχειακό τομέα αποτελούν σοβαρά εμπόδια για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού. Για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του κλάδου, είναι απαραίτητη η αναθεώρηση των φορολογικών πολιτικών, με στόχο τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και την εξισορρόπηση των όρων ανταγωνισμού με άλλους κλάδους της οικονομίας. Παράλληλα, πρέπει να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και για τη δημιουργία ενός πιο δίκαιου και αποδοτικού ρυθμιστικού πλαισίου που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη.