Οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι που έχουν δηλώσει την απασχόλησή τους στον ΕΦΚΑ και καταβάλλουν κανονικά τις εισφορές τους, δικαιούνται προσαύξηση στο ανταποδοτικό μέρος της κύριας και της επικουρικής σύνταξής τους. Πρόκειται για αύξηση που αντικατοπτρίζει την επιπλέον εργασία μετά τη συνταξιοδότηση και αποδίδεται στους συνταξιούχους που επιλέγουν να συνεχίσουν να εργάζονται.

Ο ΕΦΚΑ, παρά τις καθυστερήσεις, ενεργοποίησε το απαραίτητο λογισμικό, επιτρέποντας στους συνταξιούχους να υποβάλουν αίτηση για προσαύξηση της σύνταξής τους όταν αποφασίσουν να σταματήσουν την εργασία τους. Η αίτηση πρέπει να κατατίθεται στο τοπικό κατάστημα του ΕΦΚΑ, και η χορήγηση της προσαύξησης εξαρτάται από τον χρόνο της απασχόλησής τους ως συνταξιούχων.

Η προσαύξηση υπολογίζεται σύμφωνα με τα ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν στα έτη επιπλέον απασχόλησης. Για παράδειγμα, το ποσοστό προσαύξησης για το πρώτο έτος επιπλέον εργασίας ανέρχεται σε 0,77% των συντάξιμων αποδοχών και αυξάνεται ανάλογα με τα συνολικά έτη που εργάστηκε ο συνταξιούχος. Με αυτό τον τρόπο, η προσαύξηση για κάθε έτος απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση προστίθεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης.

Περίπου 230.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι έχουν δηλώσει στον ΕΦΚΑ την απασχόλησή τους και δικαιούνται την προσαύξηση όταν διακόψουν την εργασία τους. Το ποσό της προσαύξησης υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές μόνο για το διάστημα της απασχόλησής τους ως συνταξιούχοι, και η καταβολή της προσαύξησης ξεκινά από τον πρώτο μήνα μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης.

Για τους συνταξιούχους που εργάζονται από πριν τις 12 Μαΐου 2016 και συνεχίζουν χωρίς διακοπή, ο υπολογισμός της προσαύξησης γίνεται σύμφωνα με παλαιότερες διατάξεις, καθώς η περίοδος εργασίας ή αυτοαπασχόλησης τους εμπίπτει σε προγενέστερους ασφαλιστικούς νόμους. Αυτό σημαίνει ότι η προσαύξηση δεν υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές των νεότερων νόμων, όπως ο νόμος Βρούτση ή ο νόμος Κατρούγκαλου, αλλά με τα ποσοστά των προηγούμενων νόμων που ίσχυαν πριν την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων. Οι συντελεστές των νεότερων νόμων εφαρμόζονται μόνο για την απασχόληση μετά την έναρξη ισχύος του νόμου Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016).

Για παράδειγμα, ένας συνταξιούχος που εργάστηκε επτά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του δικαιούται προσαύξηση 5,39% στη σύνταξή του, η οποία υπολογίζεται ως 0,77% ανά έτος (0,77 Χ 7 = 5,39%).

Επιπλέον, για συνταξιούχους που διέκοψαν την εργασία τους στις 13 Μαΐου 2016 και αργότερα επανήλθαν στην απασχόληση, εφαρμόζεται μεικτός τρόπος υπολογισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπολογίζονται ξεχωριστά οι διατάξεις που ισχύουν για κάθε περίοδο απασχόλησης, ώστε να αποδοθεί η ανάλογη προσαύξηση για τα έτη πριν και μετά την ημερομηνία αυτή.

Το συμπληρωματικό ποσό της σύνταξης για την εργασία μετά τη συνταξιοδότηση, δηλαδή η προσαύξηση, υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν στα χρόνια απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται ότι οι συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται λαμβάνουν επιπλέον οικονομική ενίσχυση στη σύνταξή τους για τα έτη εργασίας που πρόσφεραν μετά τη συνταξιοδότηση, αναγνωρίζοντας τη συμβολή τους και το πρόσθετο εισόδημα που απέδωσαν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.