«Το φορολογικό νομοσχέδιο υπηρετεί εισπρακτικούς και όχι αναπτυξιακούς στόχους παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει μια σειρά από θετικές ρυθμίσεις», σημειώνεται στις θέσεις του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας αναφορικά με το σχέδιο νόμου «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αναδιάρθρωση των φορολογικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας υπουργείου Οικονομικών».
Ιδιαίτερης προσοχής, εκτιμά ότι θα πρέπει να τύχει η γενική αρχή που εισάγεται με το νομοσχέδιο , σύμφωνα με την οποία τα φορολογικά ελεγκτικά όργανα δεν δεσμεύονται από τους δηλούμενους νομικούς χαρακτηρισμούς ή πράξεις που αποσκοπούν σε γραμματική ερμηνεία των διατάξεων που μέχρι σήμερα αποτελεί βασική διάταξη. ”Επειδή ούτε λίγο ούτε πολύ το άρθρο αυτό εισάγει στην ουσία την υποκειμενική κρίση του ελεγκτή δημιουργώντας εκ νέου κινδύνους για συναλλαγές, το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει άμεσα να επανεξετάσει το συγκεκριμένο άρθρο» τονίει το επιμελητηριο στις θέσεις του.
Ειδικότερα, οι παρατηρήσεις του ΕΒΕΑ επί του νομοσχεδίου είναι οι ακόλουθες:
– Η επιβολή ποινών φυλάκισης για ληξιπρόθεσμα χρέη και μη καταβολή ΦΠΑ, είναι ένα μέτρο υπερβολικά σκληρό και ανεφάρμοστο, σε μια περίοδο κρίσης και βαθιάς οικονομικής ύφεσης. Αυτό ισχύει ειδικά στην περίπτωση των προβλεπόμενων ποινών για ποσά της τάξης των 5.000 και 10.000 ευρώ.
– Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου, όσον αφορά τη φορολογία νομικών προσώπων και μερισμάτων, σε καμία περίπτωση δεν ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας. Ειδικά μάλιστα, σε μια περίοδο όπου η χώρα μας έχει άμεση ανάγκη από επενδύσεις και επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
– Κάθετα αντίθετο είναι το επιμελητήριο στην αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης από 25% σε 50%, σε περίπτωση προσφυγής στα δικαστήρια για φορολογικές διαφορές. Θεωρεί ότι πρόκειται για λύση εκβιασμού, που υπονομεύει τη σχέση ισότητας μεταξύ κράτους και φορολογουμένων.
Πέρα όμως από τα αρνητικά σημεία, το νομοσχέδιο περιλαμβάνει μια σειρά από θετικές ρυθμίσεις κατά το επιμελητήριο, και συγκεκριμένα:
– το μέτρο της θέσπισης Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, εφόσον αυτό θα συμβάλει στον καλύτερο συντονισμό των συναρμόδιων αρχών και στην ταχύτερη διερεύνηση των οικονομικών εγκλημάτων.
– Η πρόβλεψη για έλεγχο κατά προτεραιότητα για δηλούμενα χαμηλά εισοδήματα. Θα πρέπει όμως να εφαρμοστεί για όλα τα επαγγέλματα και όχι για συγκεκριμένους κλάδους, οι οποίοι θα στοχοποιηθούν.
– Η πρόβλεψη για διεξαγωγή των ελέγχων από το γραφείο, ώστε οι έλεγχοι στην έδρα της επιχείρησης να γίνονται μόνο σε περιπτώσεις που αυτό κρίνεται άκρως απαραίτητο.
– Η αναδιάρθρωση των φορολογικών και ελεγκτικών υπηρεσιών, την Κεντρική Διοίκηση του Συστήματος Ελέγχων, καθώς και τη Σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στο υπουργείο Οικονομικών.
– Η μη δέσμευση καταθέσεων και μη εφαρμογή ποινικών κυρώσεων, στις περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος έχει οφειλές και ταυτόχρονα βέβαιες και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις κατά του δημοσίου.
– Η ένταξη των ληξιπρόθεσμων χρεών στην κατηγορία των μη εισπράξιμων και η επαναφορά της δυνατότητας καταβολής του ΦΠΑ σε δόσεις.
Όσον αφορά τη σύσταση Σώματος Φορολογικών Διαιτητών, εκτιμάται ότι είναι ένα μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση, «αρκεί να μην εμπλακεί στα γρανάζια της γραφειοκρατίας παραμένοντας στην πράξη ανενεργό» και επιπλέον το επιμελητηριο συμφωνεί και με την προαιρετική χρήση της ηλεκτρονικής κάρτας αποδείξεων.
Το ΕΒΕΑ υπενθυμίζει τις δικές του προτάσεις σχετικά με την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος που είναι:
• Περαιτέρω και ουσιαστική μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις. Γιατί όσο η Ελλάδα φορολογεί 4 φορές υψηλότερα την επιχείρηση σε σύγκριση με τις γειτονικές της χώρες, δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων.
• Κατάργηση του Κ.Β.Σ. γιατί με τις πολύπλοκες και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες που προβλέπει, ενισχύει τα φαινόμενα διαφθοράς στις συναλλαγές με τις φορολογικές αρχές και αυξάνει το γραφειοκρατικό κόστος και το καθεστώς αβεβαιότητας για τις επιχειρήσεις.
• Πλήρης αποσαφήνιση, σχετικά με το ποιες δαπάνες εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα των επιχειρήσεων.
• Απαλλαγή του συνόλου της αξίας των κτισμάτων ή των ακινήτων που ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
• Μείωση και απλούστευση της φορολογίας ακινήτων.
• Κατάργηση του φόρου ιδιοκατοίκησης.
• Κατάργηση του Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίου, διότι επιβαρύνει υπέρμετρα τις επιχειρήσεις χωρίς να αποδίδει το ανάλογο όφελος για τα δημόσια έσοδα.
• Κατάργηση του χαρτοσήμου 3,6% των ταμειακών διευκολύνσεων και γενικότερα των δανείων που παρέχουν οι μέτοχοι στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν.
• Αναγνώριση της ζημιάς μιας εταιρείας που συγχωνεύεται με μια άλλη.
• Εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για τις συγχωνεύσεις.
• Διεξαγωγή των φορολογικών ελέγχων στις ανώνυμες εταιρείες από ορκωτούς ελεγκτές, οι οποίοι θα είναι στη συνέχεια υπεύθυνοι απέναντι στις φορολογικές αρχές. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ήδη σε πολλές χώρες του εξωτερικού.
• Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία το δημόσιο οφείλει να εξοφλεί τις επιχειρήσεις σε ένα διάστημα 30 ημερών, με εξαίρεση τους φορείς της υγείας (έως και 60 ημέρες).
• Κατάργηση της εισφοράς 0,6% επί των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων και 0,12% επί των στεγαστικών δανείων (ν.128/75).
• Κατάργηση της εισφοράς 0,6% επί των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων και 0,12% επί των στεγαστικών δανείων (ν.128/75).
• Άμεση επιστροφή ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις.