Μία πρώτη ανάγνωση των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να είναι ότι για την ώρα τουλάχιστον τα χειρότερα αποφεύχθηκαν, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Οι τιμές του πετρελαίου, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι αποτελεί και τον «δείκτη φόβου» μάλλον δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα, ούτε και το επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, αλλά ούτε και από την απάντηση του Ισραήλ.
Οι αγορές υποβάθμισαν το γεγονός δείχνοντας ότι δεν τις φοβίζει η κατάσταση όπως τουλάχιστον διαμορφώνεται αυτή την στιγμή.
Σε δεύτερη όμως ανάγνωση, φαίνεται να έχει ανοίξει μία τεράστια εστία αβεβαιότητας, η οποία έρχεται να προστεθεί στα αμιγώς οικονομικά ζητήματα που υπάρχουν, όπως είναι η επιμονή του πληθωρισμού που φρενάρει για την ώρα την έναρξη αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και η ασθενική ανάπτυξη για την παγκόσμια οικονομία.
Όπως είναι φυσικό χώρες, όπως η Ελλάδα πλήττονται ιδιαίτερα, από ένα τέτοιο περιβάλλον μεταβλητότητας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι στο χθεσινό της report η S&P, με αφορμή την αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία, αναφέρει ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και η αστάθεια για την παγκόσμια οικονομία μπορεί να επηρεάσουν πολλαπλασιαστικά την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «όπως και άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη σε μεταβαλλόμενους «ανέμους» στην παγκόσμια οικονομία και σε συνεχιζόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους. Τα παραπάνω περιλαμβάνουν μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση που μπορεί να επηρεάσει τους σημαντικούς τομείς που συνδέονται με το εξωτερικό όπως του τουρισμού ή της ναυτιλίας ή μια νέα ξαφνική άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών στοιχείων της Ελλάδας».
Λεπτές οι ισορροπίες στις διεθνείς αγορές
Φαινομενικά ολοκληρώθηκε ο κύκλος αντιποίνων ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν, ωστόσο αυτό σε καμία περίπτωση δεν σήμανε την λήξη του συναγερμού για την παγκόσμια οικονομία. Οι αγορές έχουν στραμμένο το βλέμμα σταθερά στις γεωπολιτικές εξελίξεις πρωτίστως στη Μέση Ανατολή και δευτερευόντως στην Ουκρανία, που μπορεί πολλοί να το έχουν ξεχάσει, αλλά παραμένει ένα ενεργό πολεμικό μέτωπο και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του.
Για την ώρα οι επιπτώσεις – αντιδράσεις στις επιμέρους αγορές, πετρέλαιο, μετοχές, ομόλογα, νομίσματα και κρυπτονομίσματα δείχνουν να είναι ελεγχόμενες και σχετικά ήπιες. Το θέμα είναι τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση που Ισραήλ και Ιράν συνεχίσουν την αντιπαράθεση και αυτή εξελιχθεί σε γενικευμένο πόλεμο στην περιοχή, ωθώντας τις τιμές πετρελαίου κατά πολύ πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η χθεσινή άμεση αντίδραση των τιμών του πετρελαίου, στην είδηση της επίθεσης του Ισραήλ σε ιρανικούς στόχους. Αμέσως οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο από τρία δολάρια για να χάσουν εν συνεχεία έδαφος και να περάσουν ξανά σε αρνητικό έδαφος κινούμενες σε ένα εύρος διακύμανσης ανάμεσα στα 86 έως 90 δολαρίων το βαρέλι.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές η επαρκής προσφορά στην αγορά περιορίζει τον αντίκτυπο στις τιμές πετρελαίου. «Εν απουσία περιστατικών που θα περιορίσουν την προσφορά ή θα διακόψουν τη διέλευση στα Στενά του Ορμούζ, ο αντίκτυπος των συγκρούσεων παραμένει ελεγχόμενος», σημειώνει ο Τάμας Βάργκα της PVM.
Στο υψηλότερο επίπεδο σε διάρκεια περίπου πέντε μηνών εκτινάχθηκαν οι ομολογιακές αποδόσεις του ευρώ, καθώς ξεθώριασε η ζήτηση για ασφαλές καταφύγιο, την ώρα που οι επενδυτές χαμήλωσαν τις προσδοκίες τους για μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ μετά την δημοσιοποίηση των στοιχείων από τις ΗΠΑ.
Οικονομολόγοι και αναλυτές εκτιμούν ότι η Fed θα περιμένει τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο για να μειώσει τα επιτόκια ενώ δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να μην υπάρξουν καθόλου μειώσεις φέτος.