Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο αύξησαν σημαντικά τα επιτόκια την περασμένη διετία για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, αλλά η ύφεση που θεωρούσαν πολλοί ότι θα συνέβαινε, για τον λόγο αυτό, δεν υπήρξε.
Με εξαίρεση την Κίνα και την Ιαπωνία, οι οποίες δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα πληθωρισμού, οι μεγάλες οικονομίες είδαν το κόστος του χρήματος να κινείται σε ιστορικά ή κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με έναν ρυθμό λίγο πάνω από το 3%, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κυρίως χάρη στην ισχυρή δραστηριότητα στις ΗΠΑ, και σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες.
Οικονομική επιβράδυνση σημειώθηκε σε ορισμένες μόνο χώρες ή περιοχές, μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διέφυγε οριακά την ύφεση, αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Οι οικονομίες επηρεάζονται από περισσότερους παράγοντες και τα επιτόκια είναι μόνο ένας από αυτούς. Για παράδειγμα, ένας παράγοντας που ήταν κοινός στις περισσότερες οικονομίες δημιούργησε «αντισώματα» ήταν ότι οι αγορές εργασίας παρέμειναν σφιχτές, με την απασχόληση να αυξάνεται και την ανεργία να κινείται κοντά στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονταν μετά την πανδημία να βρουν εργαζόμενους, εν μέσω της κλαδικής κινητικότητας που αναπτύχθηκε, απέφυγαν γενικά να προχωρήσουν σε απολύσεις.
Τα τεράστια δημοσιονομικά πακέτα στήριξης στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα οποία επέτρεψαν να συνεχιστεί η κατανάλωση και μετά τη λήξη τους, αλλά και η αύξηση της παραγωγικότητας χάρη, μεταξύ άλλων, στην ευρύτερη εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης από τις επιχειρήσεις, ήταν δύο ακόμη παράγοντες που συνεχίζουν να στηρίζουν την ανάπτυξη της χώρας.
Με το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό πάνω από 2%, η αμερικανική οικονομία έχει διαψεύσει όλα τα σενάρια για ανώμαλη προσγείωση και μάλλον θα αναγκάσει τη Fed να μεταθέσει τον χρόνο μείωσης των επιτοκίων, καθώς η ισχυρή δραστηριότητα ωθεί τον πληθωρισμό ανοδικά το τελευταίο τρίμηνο, σκαρφαλώνοντας στο 3,5% τον Μάρτιο.
Και στην Ευρωζώνη, όμως, υπάρχουν ειδικοί παράγοντες που διατηρούν μία δυναμική σε οικονομίες του Νότου -της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας – όπως είναι η άνθιση του τουρισμού μετά την πανδημία και η αύξηση των επενδύσεων με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Από την άλλη πλευρά, η γερμανική και η γαλλική οικονομία δοκιμάζονται από ύφεση ή στασιμότητα, ενώ συνολικά η ευρωπαϊκή οικονομία επιβαρύνθηκε ιδιαίτερα από την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Σε μία ανάλυση, η οποία περιλαμβάνεται στη νέα έκθεση του ΔΝΤ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το Ταμείο αναφέρει τις διαφορές στα χαρακτηριστικά των στεγαστικών δανείων και της αγοράς κατοικίας ως έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος εν μέρει εξηγεί τον διαφορετικό αντίκτυπο στις οικονομίες από τα υψηλά επιτόκια.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ΔΝΤ, τα χαρακτηριστικά των στεγαστικών δανείων και της αγοράς κατοικίας διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών και για τον λόγο αυτό υπάρχουν διαφορετικές συνέπειες στις οικονομίες τους. Για παράδειγμα, το ποσοστό των στεγαστικών δανείων με σταθερό επιτόκιο κυμαίνεται από μηδέν στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής έως πάνω από το 95% στο Μεξικό και τις ΗΠΑ.
Η αύξηση των επιτοκίων έχει σαφώς μεγαλύτερο αντίκτυπο στη δραστηριότητα των χωρών με υψηλό ποσοστό δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου. Αυτό είναι προφανές, γιατί τα νοικοκυριά με τέτοια δάνεια θα δουν σημαντική αύξηση στη μηνιαία δόση τους, όταν αυξάνεται το επιτόκιο αναφοράς των κεντρικών τραπεζών, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά που έχουν δάνεια με σταθερό επιτόκιο.
Η επίπτωση των υψηλών επιτοκίων είναι επίσης ισχυρότερη, σύμφωνα με το ΔΝΤ, όταν το ύψος των στεγαστικών δανείων είναι υψηλό σε σχέση με την αξία των ακινήτων και στις περιπτώσεις που το χρέος των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλό.
Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της στεγαστικής αγοράς, ο αντίκτυπος από τα υψηλά επιτόκια στην οικονομία είναι μεγαλύτερος όταν η προσφορά ακινήτων είναι πιο περιορισμένη. Η αύξηση του κόστους του χρήματος μειώνει τη ζήτηση για νέα δάνεια, αλλά αν η προσφορά είναι περιορισμένη, η επίπτωση στις τιμές των ακινήτων θα είναι επίσης περιορισμένη.