Αν κάνουμε μία μικρή αναδρομή στο παρελθόν, θα δούμε ότι στις αρχές του πρώτης δεκαετίας του 2000, ένας αγρότης με 50-70 στρέμματα βαμβάκι ζούσε την οικογένεια του. Σήμερα, με την ισχύουσα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) χρειάζεται τουλάχιστον 100 στρέμματα, ενώ με τη νέα θα χρειάζεται 150-200 στρέμματα από το 2014.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τα παραπάνω τονίζει, σε σχετική του μελέτη ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Θεοφάνης Γέμτος, σημειώνοντας πως ένα μέρος των εκμεταλλεύσεων μεγεθύνθηκε και θα ανταποκριθεί, ένα μεγάλο μέρος όμως θα αντιμετωπίσει πρόβλημα επιβίωσης.
Ο ίδιος μιλάει για παθογένειες που αναπτύχθηκαν όλα τα χρόνια των υψηλών επιδοτήσεων, για μονοκαλλιέργειες υψηλά επιδοτούμενων καλλιεργειών, όπως το βαμβάκι και το σκληρό σιτάρι. Επίσης, για καλλιέργειες πλήρως εκμηχανισμένες, με ελάχιστες απαιτήσεις σε εργασία, όπως και για μικρή ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, έλλειψη έργων υποδομής κυρίως και για την άρδευση, ανυπαρξία συστήματος γεωργικών εφαρμογών και γεωργικής έρευνας (που υποχρηματοδοτείται) και τέλος για αγρότες μεγάλης ηλικίας, με χαμηλή εκπαίδευση και εξειδίκευση.
Ταυτόχρονα, προσθέτει ο κ. Γέμτος, πρέπει οι αγρότες να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις και τους κανόνες της ΚΑΠ ώστε να μπορούν να επωφελούνται από τις επιδοτήσεις. Η νέα ΚΑΠ θα απαιτεί, σύμφωνα με τον ίδιο, την εισαγωγή αμειψισπορών και την τήρηση των αγρο-περιβαλλοντικών όρων (μη καύση καλαμιάς, ψεκαστικά και λιπασματοδιανομείς σύμφωνα με προδιαγραφές, ορθή συντήρηση και χρήση τους κλπ). Είναι προφανές, συμπεραίνει, ότι θα χρειαστούν αρκετές αλλαγές για να προσαρμοστούμε.
Τι πρέπει να κάνουμε; Στο ερώτημα αυτό ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σημειώνει ότι πρέπει να βρούμε τρόπους να αυξήσουμε τα εισοδήματα των αγροτών.
Για όσους έχουν μεγάλες εκτάσεις θα πρέπει να βρούμε μεθόδους μείωσης του κόστους παραγωγής για να αυξηθεί το εισόδημα τους. Για όσους έχουν μικρές μονάδες θα πρέπει να βρούμε νέες δραστηριότητες που να εξασφαλίσουν εισόδημα.
Το Εργαστήριο Γεωργικής Μηχανολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σημειώνει ο καθηγητής, εργάστηκε και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Πιο συγκεκριμένα, απαντώντας στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε, ο κ. Γέμτος, κάνει λόγο για μείωση του κόστους παραγωγής. Το κόστος παραγωγής, επισημαίνει χαρακτηριστικά, αποτελείται από μία σειρά στοιχείων, όπως το κόστος χρήσης των μηχανημάτων, το κόστος του πετρελαίου και των εφοδίων κτλ.
«Η διατήρηση και χρήση μηχανημάτων έχει υψηλό κόστος. Αν αγοράσετε ένα τρακτέρ που κάνει 60.000 ευρώ και υπολογίσετε ένα ετήσιο επιτόκιο 5-8% και 15 χρόνια ζωής, τότε κάθε χρόνο χρειάζεστε 7000 ευρώ για αποσβέσεις. Αν έχετε 200 στρέμματα αυτό επιβαρύνει με 30ευρώ/στρ ενώ αν έχετε 1000 στρέμματα με 7ευρώ/στρ.» αναφέρει ως παράδειγμα ο κ. Γέμτος.
Είναι προφανές, διευκρινίζει ο ίδιος, ότι θα πρέπει να βρουν τρόπους οι αγρότες να λειτουργεί το τρακτέρ σε περισσότερα στρέμματα για να έχουν χαμηλότερο κόστος. Πώς θα γίνει όμως αυτό; «Είτε θα έχουν οι μεμονωμένοι αγρότες τα στρέμματα είτε θα κάνουν ομάδες που θα αξιοποιούν από κοινού τα χωράφια για να έχουν χαμηλό κόστος. Παράλληλα, θα πρέπει να οργανώσουν σωστά τη χρήση τους για να έχουν χαμηλό κόστος» απαντά ο καθηγητής.
Αναφέρεται ακόμη και σε τεχνικές της καλλιέργειας που μειώνουν το κόστος. «Η εισαγωγή αμειψισπορών- λέει- εκτός από τα περιβαλλοντικά οφέλη θα έχει σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους.
Θα βελτιώσει μακροχρόνια τις αποδόσεις, ενώ θα περιορίσει τις εισροές σε χημικά. Λιγότερα παράσιτα άρα και ψεκασμοί. Εάν έχετε ψυχανθή στην αμειψισπορά θα χρειαστείτε λιγότερο άζωτο. Η μείωση της κατεργασίας του εδάφους θα περιορίσει το αντίστοιχο κόστος.
Η ορθή εφαρμογή των εισροών όταν και όπου χρειάζονται μπορεί επίσης να βελτιώσει την παραγωγή, την ποιότητα των προϊόντων, να μειώσει το κόστος παραγωγής και να περιορίσει τις επιπτώσεις στο περιβάλλον».
Μικρά αγροκτήματα
Είναι προφανές, τονίζει συμπερασματικά ο κ. Γέμτος, ότι όλα όσα αναφέρθηκαν μπορούν να βοηθήσουν όσους έχουν μεγάλες εκτάσεις. Όσοι, όμως, έχουν μικρά αγροκτήματα τότε θα πρέπει να βρουν τρόπους να δημιουργήσουν απασχόληση (πολλά μεροκάματα το χρόνο) και εισόδημα. Δύο είναι οι κατευθύνσεις: στροφή προς την κτηνοτροφία, στροφή προς τα οπωροκηπευτικά.
Για τα οπωροκηπευτικά σημειώνει ότι είναι καλλιέργειες που απαιτούν πολλή ανθρώπινη εργασία- άρα πολλά μεροκάματα- αλλά δίνουν υψηλό εισόδημα. «Φυσικά δεν συζητώ» εξηγεί ο ίδιος «για λαχανόκηπους των 2,3 ή 5 στρεμμάτων αλλά για μεγάλη καλλιέργεια, εκμηχανισμένη, με μεγάλη παραγωγή που θα μπορεί να ανταγωνιστεί την όποια αντίστοιχη παραγωγή σε κάθε αγορά της Ευρώπης ή του κόσμου».
«Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν αναφέρονται σε μεμονωμένες μικρο-εκμεταλλεύσεις αλλά σε ομάδες παραγωγών με χιλιάδες στρέμματα που θα έχουν δυνατότητα διαπραγμάτευσης του κόστους των εφοδίων, προώθηση των προϊόντων στις αγορές και διαπραγμάτευση των τιμών. Οφείλω να τονίσω ότι εάν συνεχίσει ο κάθε ένας μεμονωμένα θα είναι συνεχώς ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας της παραγωγής και θα καρπούται ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας του προϊόντος» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γέμτος.
Σημειώνεται ότι το Εργαστήριο Γεωργικής Μηχανολογίας έχει κάνει σημαντική προσπάθεια να αναπτύξει έρευνα και εφαρμογές σε διάφορους τομείς. Έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην έρευνα σε πολλά θέματα εκμηχάνισης της γεωργίας, εκμηχάνισης καλλιεργειών, όπως ενεργειακών φυτών, οργάνωσης των εκμεταλλεύσεων κτλ.