Κατάλληλη στιγμή για ριζοσπαστικές περιβαλλοντικές πολιτικές και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης βλέπει η υπουργός Περιβάλλοντος Τίνα Μπιρμπίλη, πολιτικές που θα οδηγούσε σε στροφή προς την «πράσινη ανάπτυξη» διασφαλίζοντας τόσο το περιβαλλοντικό όσο και το οικονομικό μας μέλλον, όπως επεσήμανε η υπουργός Περιβάλλοντος μιλώντας σήμερα στο Συνέδριο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών που πραγματοποιείται στην Αθήνα.
Στην ομιλία της η κα Μπιρμπίλη αναφέρθηκε στην περιβαλλοντική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ιαπωνία, λέγοντας ότι πολίτες και πολιτικοί, πρέπει σοβαρά να επανεξετάσουμε το ρυπογόνο και δυνάμει καταστροφικό ενεργειακό μοντέλο που ακολουθούμε, είτε αυτό λέγεται πυρηνική ενέργεια, είτε ορυκτά καύσιμα.
Τόνισε ακόμη ότι παρόλο που βραχυπρόθεσμα λόγω της οικονομικής κρίσης αναμενόταν σημαντική μείωση του παγκόσμιου περιβαλλοντικού φόρτου, τα δεδομένα δείχνουν μια πολύ μικρή μόνο μείωση το 2009, ενώ για το 2010 προβλέπεται οριακή αύξηση. Αυτό συνέβη γιατί η σημαντική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία, αντισταθμίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τις αυξήσεις στην Κίνα, Ινδία και τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες οικονομίες.
«Κάθε μεγάλη αλλαγή, κάθε αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου σε επίπεδο ομάδας χωρών, δημιουργεί νέες ανισότητες καθώς καθοδηγεί τα πράγματα σε μία κατεύθυνση, ανοίγει νέα πεδία ανταγωνισμού και αφήνει πίσω εκείνες τις χώρες που ακολουθούν το “Business as Usual” σενάριο», ανέφερε η υπουργός.
Η κα Μπιρμπίλη παρουσίασε τις προτεραιότητες της περιβαλλοντικής και ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης που περιλαμβάνει όπως είπε τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού πακέτου πράσινων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων μέχρι το 2015, ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές, εξοικονόμηση ενέργειας, διαχείριση απορριμμάτων, αναπλάσεις με ενεργειακά χαρακτηριστικά και ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων.
«Η ελληνική κυβέρνηση», κατέληξε η υπουργός, «αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση ως μια ευκαιρία να αντιμετωπίσει και να εξαλείψει τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, εκσυγχρονίζοντας την οικονομία και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Όχι με επιφανειακά, διορθωτικά μέτρα αλλά με βαθιές τομές και παρεμβάσεις που θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα και θα οδηγήσουν στην αναδιάρθρωση και εξυγίανση του κράτους και των αγορών».