«Επιτρέπω τινί» σημαίνει εμπιστεύομαι υπόθεσή μου σε κάποιον.

Στο Άλσος της Νέας Σμύρνης, σε μια γλυκιά βραδιά οι θεατές ψυχαγωγήθηκαν με τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου, γέλασαν και επικοινώνησαν με το έργο, που αποτελεί το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης της κλασσικής μας κωμωδίας.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Ο σπουδαίος μας αρχαίος ποιητής, λίγο μετά τις κοινωνικοπολιτικές αναταραχές που ακολούθησαν την επεκτατική διαδρομή του Μ. Αλεξάνδρου, στοχεύει με τη συγγραφή του στην ανακούφιση του κόσμου. Προτείνει ένα νέο θέατρο διαφυγής, εστιάζοντας σε θέματα που άπτονται στην απλή και καθημερινή ζωή. Οι ήρωές του ασχολούνται με «τα του οίκου» τους κι ό,τι αυτό συμπεριλαμβάνει. Προβλήματα, παρεξηγήσεις, μπερδέματα, ερωτικά πάθη και επιθυμίες, αδυναμίες προσωπικές, οικονομικές διεκδικήσεις, βρίσκονται απέναντι σε αξίες και αρετές.

Ο Χαρίσιος, μόλις 5 μήνες παντρεμένος με την όμορφη Παμφίλη, όταν επιστρέφει στο σπίτι του μετά από μακρά απουσία, πληροφορείται πράγματα ανέλπιστα. Πως η γυναίκα του γέννησε ένα παιδί και το παράτησε στο δάσος. Καθώς τον ζώσανε τα φίδια εγκαταλείπει τη νυφική του παστάδα και εγκαθίσταται στο σπίτι του φίλου του Χαιρέστρατου.

Όλη η πόλη βουίζει από τα καμώματά του και τις ασωτίες του. Ο πεθερός του ο Σκληρίνης -αγανακτισμένος με την συμπεριφορά του και φοβούμενος μην κάνει φτερά η προίκα της κόρης του- αποφασίζει να ασκήσει τα νόμιμο δικαίωμά του και να διαλύσει το γάμο. Εν τω μεταξύ καθώς περιφέρεται σκεπτικός, πέφτει πάνω σε δυο δούλους που του ζητούν να λύσει τις διαφορές τους. Ο λόγος είναι η διαμάχη τους για τα χρυσαφικά που είχε πάνω του ένα έκθετο βρέφος, που το πήρανε υπό την προστασία τους. Το παιδί φυσικά δεν είναι άλλο, παρά ο γιος της Παμφίλης. Οι επιτρέποντες δούλοι, με την παρέμβαση βέβαια του Ονήσιμου, θα βοηθήσουν ώστε να λυθεί κάθε παρεξήγηση και να αποκατασταθούν τα πράγματα.

Η σκηνοθετική ανάγνωση της Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη τοποθετεί την παράσταση «στις αρχές του 20ου αιώνα, λίγο μετά τη βιομηχανική επανάσταση, τη belle epoque, τις διεκδικήσεις των δικαιωμάτων των γυναικών, την αρχή της αστικής ευημερίας και ευρωπαϊκής ανάπτυξης». Μ’ έναν αναχρονισμό, φέρνει το Μένανδρο στο δικό μας κόσμο, σε μια χρονική στιγμή που όλα αλλάζουν και όλοι διψούν για κάτι κωμικά ευφυές, ιλαρό και ανάλαφρο. Έτσι οι ηθοποιοί συναντούν τους ήρωες του Μενάνδρου με διάθεση και ενδιαφέρον χαρούμενο, ερωτικό κι αξιοπρεπές. Διαθέτουν φιλότιμο, υπολογίζουν πολύ την έξωθεν καλή μαρτυρία, παραβαίνουν ηθικούς κανόνες, δείχνουν μεταμέλεια και πιστεύουν στην αγάπη.

Συμπαθέστατος δούλος ο Άρης Τσαμπαλίκας – Ονήσιμος που διεκδίκησε υποκριτικά τις εντυπώσεις, αν και μας ξάφνιασε στο τέλος με την ελληνοαμερικανική προφορά του, που το εκλάβαμε ως ευτράπελο αποτέλεσμα της ξενομανίας, αλλά και της μεταναστευτικής πολιτικής.

Γνήσια μορφή ως Σμικρίνης ο Γιάννης Κοτσαρίνης, αντιπροσωπευτικοί κατεργάρηδες οι επιτρέποντες. Ικανοποιητικές ήταν επίσης και οι ερμηνείες των άλλων ερμηνευτών καθώς και το χορικό με τις μάσκες όπως ξετυλιγόταν το κουβάρι του μύθου. Το σκηνικό λιτό, τα κοστούμια ποικίλα κοντά στο σκηνοθετικό πνεύμα και η μουσική με στοιχεία έθνικ, έκλεισε την παράσταση μ’ ένα τσάμικο «ευχολογώντας σε μια αλλαγή που πρόκειται να έρθει».

Πληροφορίες παράστασης

Συντελεστές
Μετάφραση: Τάσος Ρούσσος
Σκηνοθεσία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Μουσική (πρωτότυπη): Στάθης Δρογώσης
Σκηνικά – κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Επιμέλεια κίνησης: Χρυσάνθη Παπαγεωργίου
Φωτισμοί:  Παναγιώτης Λαμπής
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Μαχαίρα

Τους ρόλους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Ζωή Ιωαννίδη, Μαρία Κατσουλίδη, Γιάννης Κοτσαρίνης, Γιώργος Κρήτος, Κατερίνα Μπιλάλη, Άρης Τσαμπαλίκας.