Ανεκπλήρωτοι έρωτες, μυθιστορηματικοί αποχωρισμοί ή άλλες συγκινητικές ιστορίες, παρέχουν συνηθέστερα την απαραίτητη έμπνευση ώστε να μετατρέπονται σε τραγούδια ή ταινίες.
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Υπάρχουν φορές όμως που «τη μούσα» για καλλιτεχνικά δημιουργήματα αποτελούν αιματηρές ιστορίες, ειδεχθή εγκλήματα ή και παραβατικές συμπεριφορές που μένουν για χρόνια χαραγμένες στη μνήμη της κοινής γνώμης. Τόσο στην παγκόσμια όσο και στην εγχώρια μουσική σκηνή συχνά πρωταγωνιστές του αστυνομικού δελτίου μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές ενός τραγουδιού και μελοποιείται η ιστορία τους.
Ποιες είναι όμως οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων και κακουργημάτων της ελληνικής κοινωνίας που αποτέλεσαν την αφορμή ή καλύτερα παρείχαν την έμπνευση και έγιναν «στίχοι και νότες»
«Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο»
Αν και το τραγούδι που φέρνει στο μυαλό την πολυσυζητημένη ματωμένη παραγγελιά είναι οι «Βεργούλες», το μοιραίο βράδυ του φονικού καθώς και η ζωή του πρωταγωνιστή του έγινε η αφορμή για ένα ακόμα τραγούδι γραμμένο από τον Διονύση Σαββόπουλο, «Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο».
Είναι ένα βράδυ του 1973 όπου το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», βάφεται κόκκινο. Ο Νίκος Κοεμτζής σκοτώνει με μαχαίρι τρία άτομα και τραυματίζει άλλα οκτώ για μια παραγγελιά που δεν σεβάστηκαν. Η αφορμή δόθηκε όταν εκτός από τον αδερφό του Δημοσθένη, σηκώθηκαν κι άλλοι θαμώνες του κέντρου στην πίστα για να χορέψουν τη δική του παραγγελιά. Ο Κοεμτζής βγάζει ένα μαχαίρι και σκοτώνει όποιον βρεθεί μπροστά του διεκδικώντας το σεβασμό. Το δικαστήριο τον καταδικάζει 3 φορές σε θάνατο και 8 φορές ισόβια. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια για να αφεθεί εντέλει ελεύθερος με περιοριστικούς όρους μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης.
Ο Κοεμτζής, μετανοημένος, για το υπόλοιπο της ζωής του γράφει ποιήματα καθώς και την αυτοβιογραφία του, την οποία και πουλάει έξω από την Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι. Στο «Νίκος Κοεμτζής: Το μακρύ ζεϊμπέκικο», όπως ήταν ο τίτλος του βιβλίου, εξιστορεί τη ζωή του αλλά και τους κώδικες της φυλακής όπως τους είχε ζήσει τα 23 χρόνια της κράτησής του. Αυτό το βιβλίο εμπνέει τον Διονύση Σαββόπουλο να περιγράψει τη ζωή του από τα πρώτα του βήματα στην Κατερίνη, μέχρι τη στιγμή της έκρηξης στη «Νεράιδα» και τις δολοφονίες που διέπραξε. Εκτός από τον Διονύση Σαββόπουλο και ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος, εμπνέεται τη ζωή του Κοεμτζή και κάνει την ταινία «Παραγγελιά». Το Σεπτέμβριο του 2011 πεθαίνει στο Μοναστηράκι από ασιτία και κακουχίες.
«Σπυριδούλα»
Μια άλλη φρικιαστική ιστορία η οποία φαίνεται να χαρίζει το όνομά της στο θρυλικό συγκρότημα του Παύλου Σιδηρόπουλου που δημιουργήθηκε το 1976 είναι το φερόμενο «σιδέρωμα της Σπυριδούλας».
Η Σπυριδούλα ήταν ένα από τα πολλά μικρά κορίτσια της εποχής εκείνης που ερχόντουσαν από την επαρχία στην πρωτεύουσα για να γίνουν υπηρέτριες. Τη δεκαετία του ’50 βρέθηκε, σε ένα σπίτι στον Πειραιά με αφεντικά τον Γιώργο και την Αντιγόνη Βεϊζαδέ. Κάποια στιγμή, τα αφεντικά της, εντόπισαν ότι λείπουν 50 δολάρια από το σπίτι και κατηγόρησαν την μικρή για κλοπή. Αν και η μικρή κοπέλα αρνήθηκε την κατηγορία, εκείνοι δεν την πίστεψαν και με σκοπό να τους αποκαλύψει που είχε κρύψει τα κλοπιμαία αποφάσισαν να την βασανίσουν. Την έδεσαν χειροπόδαρα σε ένα τραπέζι και τη βασάνιζαν ακουμπώντας το καυτό σίδερο σε όλο της το σώμα.
Δύο μέρες μετά από τον απάνθρωπο βασανισμό η Αντιγόνη Βεϊζαδέ μεταφέρει το κορίτσι στο νοσοκομείο από φόβο μην πεθάνει στο σπίτι μιας και τα εγκαύματα είχαν μολυνθεί. Αν και στην αρχή δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά αίτια των εγκαυμάτων, μερικές μέρες μετά, όταν κανείς από την οικογένεια Βειζαδέ δεν βρίσκεται στο νοσοκομείο , ομολογεί το βασανιστήριο που πέρασε στο νοσηλευτικό προσωπικό. Το μαρτύριό της γίνεται γνωστό και η κοινή γνώμη μένει άφωνη στη μπροστά στη βιαιότητα των βασανιστών. Στη δίκη, η Σπυριδούλα μίλησε για όλα όσα πέρασε, συγκινώντας τους πάντες, εκτός από τους ίδιους τους βασανιστές της.
Εκτός από τον Παύλο Σιδηρόπουλο η περιπέτεια της Σπυριδούλας ενέπνευσε και τον Αντώνη Παπαδημητρίου να γράψει και να δημοσιεύσει το παρακάτω ποίημα, που θυμίζει έντονα το περίφημο τραγούδι «Η Κακούργα Πεθερά» εμπνευσμένο από μια άλλη δολοφονία που συγκλόνισε τη κοινωνία της δεκαετίας του ’30, αυτή του Αθανασόπουλου…
«Ακούσατε τι έγινε κοντά στην Παναγίτσα;
Η Αντιγόνη έβαλε το σίδερο στην πρίζα
αφού το ζέστανε καλά, πιάνει την Σπυριδούλα
όπου την πήρε από μικρή για να την έχει δούλα
αφού τη ζέστανε καλά, τη δένει στο κρεβάτι
την σιδερώνει άσπλαχνα στα μούτρα και την πλάτη.
Ολόγυμνη τη γδύσανε επάνω στο κρεβάτι
Και ρίχτηκαν επάνω της σα μανιασμένοι δράκοι.
«Η Κακούργα Πεθερά»
«Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη εσκότωσε τον άντρα της βρε, η δαιμονισμένη. Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα, εβάλανε τον ανιψιό και του ρίξε τη σφαίρα».
Το ρεμπέτικο τραγούδι, σε στίχους Ιάκωβου Μοντανάρη και μουσική Μάρκου Βαμβακάρη, αφορά ένα φονικό που κατέλαβε εξαιτίας της φρικαλεότητάς του, τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων της δεκαετίας του ’30.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1931 εντοπίζονται από περαστικό σακούλες που περιλαμβάνουν ένα διαμελισμένο πτώμα. Όπως αποκαλύπτεται το πτώμα ανήκει στο μεγαλοεργολάβο, Δημήτρη Αθανασόπουλο, ο οποίος δολοφονήθηκε στον ύπνο του, από την πεθερά του Άρτεμις Κάστρου και τον ανιψιό της Δημήτρη Μοσκιό, με τη βοήθεια της γυναίκας του Φούλας Αθανασοπούλου και της υπηρέτριας του σπιτιού.
Σύμφωνα με τη δικογραφία της εποχής η αφορμή είχε δοθεί όταν ο εργολάβος γυρνώντας σπίτι του μεθυσμένος, αγανάκτησε με την όμορφη Φούλα που αρνιόταν να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα και τη βίασε παρά φύσει. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες βέβαια αιτία μπορεί να αποτελούσε και η ερωτική σχέση που όπως φημολογείτο διατηρούσε ο Αθανασόπουλος, με την πεθερά του. Την ώρα που Αθανασόπουλος κοιμάται, η Κάστρου βάζει τον ανιψιό της να τον πυροβολήσει.
Μετά το φονικό, στην προσπάθεια τους να εξαφανίσουν το πτώμα, του βάζουν φωτιά την οποία όμως σβήνουν λίγο αργότερα λόγω της έντονης μυρωδιάς και καπνού που προκαλεί. Εντέλει αποφασίζουν να τεμαχίσουν το πτώμα, το τοποθετούν σε σακούλες τις οποίες δίνουν σε δύο αγωγιάτες για να τις πετάξουν στο Ρέμα του Ιλισού.
«Το βαπόρι από την Περσία»
«Το βαπόρι απ’ την Περσία, πιάστηκε στην Κορινθία. Τόνοι 11 γεμάτο, με χασίσι μυρωδάτο…»
Η μεγαλύτερη ποσότητα ναρκωτικών που είχε μέχρι το 1977 εντοπιστεί και κατασχεθεί στην Ευρώπη αποτελεί στην επόμενη περίπτωση την έμπνευση για τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη, στιχουργό και τραγουδιστή, Βασίλη Τσιτσάνη.
Στις 8 Ιανουαρίου του 1977, οι λιμενικές αρχές εντοπίζουν στο, υπό κυπριακή σημαία, μότορσιπ «Γκλόρια», το οποίο είχε αποπλεύσει από τη Βηρυτό του Λιβάνου, με προορισμό την Αμβέρσα , 11 τόνους κατεργασμένου χασίς. Τα ναρκωτικά βρίσκονται στα αμπάρια του πλοίου σε δεκάδες τσουβάλια με πολύχρωμα υφάσματα και οι λιμενικές αρχές μετά τον εντοπισμό τους αναγκάζονται να κάνουν χρήση δακρυγόνων προκειμένου να συλλάβουν τους κρυμμένους ναυτικούς μαζί με τον πλοίαρχο Νίκο Ξανθόπουλο.
Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φως αργότερα, ο πλοίαρχος του «Γκλόρια», Νίκος Ξανθόπουλος ή «Κάπταιν Νικ», φέρεται να ήταν συνεργάτης των αμερικανικών υπηρεσιών δίωξης ναρκωτικών DEA, και η σύλληψη του «Γκλόρια» να ήταν «στημένη» υπόθεση -όπως επισημαίνει και ο Τσιτσάνης στο τραγούδι του – η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου. Το υπουργείο Οικονομικών ορίζει ως αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία 7.800.000 δρχ., από τα οποία ο «Κάπταιν Νικ» παίρνει 1.500.000 δρχ. ενώ τα υπόλοιπα μοιράζονται μεταξύ αξιωματικών.
Το συμβάν μελοποιήθηκε από τον συνθέτη και έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία, , πριν ακόμα κυκλοφορήσει σε δίσκο, από το πάλκο του «Σκοπευτηρίου» που εμφανιζόταν τότε ο Τσιτσάνης με την Λιζέτα Νικολάου.
«Ο Πίκινος»
Ακόμα μια φορά στην ελληνική ιστορία μια παραγγελιά, γίνεται αφορμή για ένα φονικό και στη συνέχεια μελοποιείται.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα «ζυθοπωλεία», λαϊκότερα «μπιραρίες» συναγωνίζονταν τις ταβέρνες. Από τις πλέον ξακουστές ήταν η «Μπίρα του Πίκινου» που λειτουργούσε στο ισόγειο ενός παραδοσιακού κτιρίου στο Θησείο. Έμεινε στην ιστορία αφού έγινε ρεμπέτικο τραγούδι λόγω της δολοφονίας του Πίκινου, γνωστού μάγκα και ρεμπέτη της εποχής.
Το σπάνιο ρεμπέτικο τραγούδι «Ξύπνα, καημένε Πίκινε» γράφτηκε το 1934 από ένα άλλο ρεμπέτη της εποχής και αυτόπτη μάρτυρα του φονικού , τον Κώστα Ρούκουνα, ο οποίος εργαζόταν στη μαγαζί του πρώτου.
Τον Ιούνιο του 1931, στο μαγαζί του «Πίκινου», μια παρέα σοβατζήδων, που βρίσκεται στην ταβέρνα από νωρίς, πίνει αρκετά και δίνει παραγγελιές. Όταν αργότερα το μαγαζί γεμίζει, οι παραγγελιές καταφτάνουν από όλες τις παρέες με αποτέλεσμα οι δικές τους να μένουν πίσω, με αποτέλεσμα τα μέλη της παρέας να επιτεθούν φραστικά στο γκαρσόνι. Ο Πίκινος παρεμβαίνει με τις κατάλληλες εξηγήσεις αλλά εκείνοι εκτρέπονται όλο και περισσότερο. Όταν τους λέει να πληρώσουν το λογαριασμό και να φύγουν, ένας εξ αυτών μαχαιρώνει τον ιδιοκτήτη ο οποίος πέφτει αιμόφυρτος στο πάτωμα και καταλήγει δώδεκα μέρες μετά στο δημοτικό νοσοκομείο.
Η κηδεία του μετατρέπεται σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του, τον Δημήτρη Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς».
«Παπαλάμπραινα»
Ένα ακόμη παλαιότερο τραγούδι το οποίο παρουσιάζεται σήμερα παραποιημένο συνοδεύοντας κυρίως γαμήλια γλέντια είναι το δημοτικό τραγούδι «Παπαλάμπραινα».
Η αφορμή αυτή τη φορά είναι μια ληστεία στο σπίτι του παπά που αναστατώνει την περιοχή και καταλήγει στο θάνατο ενός από τους κλέφτες.
Ο παπά-Λάμπρος Ζέρβας, ήταν ο εφημέριος του χωριού Ρωμύλι της Πυλίας, και ζούσε με την παπαδιά και την οικογένειά τους. Το 1860 έπεσε θύμα ληστείας, όταν κάποιοι ανταγωνιστές του έστειλαν στο σπίτι του δυο κλέφτες με την πρόφαση ότι ήθελαν να αγοράσουν ένα από τα βόδια του. Οι δύο ξένοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του ιερέα, αλλά μόλις η οικογένεια έπεσε το βράδυ για ύπνο, οι δύο κλέφτες ειδοποίησαν τους υπόλοιπους της συμμορίας που είχαν κρυφτεί έξω από το χωριό και μπήκαν όλοι μαζί στο σπίτι για να αρπάξουν ό,τι βρουν. Επειδή όμως δεν βρήκαν χρήματα άρχισαν να βασανίζουν τον παπά, προκειμένου να τους αποκαλύψει την κρυψώνα.
Η περιπέτεια έληξε όταν η Παναγιώτα, μια από τις κόρες του παπα-Λάμπρου, κατάφερε να διαφύγει, έφτασε στο φεγγίτη και άρχισε να φωνάζει καλώντας τους συγχωριανούς σε βοήθεια. Όταν οι ένοπλοι γείτονες έφτασαν στο σπίτι του παπά, η συμμορία τράπηκε σε φυγή. Από τους πυροβολισμούς των οπλισμένων συγχωριανών τραυματίστηκαν δύο ληστές, ένας εκ των οποίων ξεψύχησε μετά από λίγο.
«Ο Μενούσης»
Οι εγκληματικές συμπεριφορές όμως και τα φονικά που μελοποιούνται ή εμπνέουν τον καλλιτεχνικό κόσμο δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Απόδειξη το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι «Μενούσης» όπου περιγράφει μια δωρική δυνατή και τραγική ιστορία ζήλιας.
Το θύμα του φονικού είναι μια γυναίκα η οποία δολοφονείται από τον άντρα της λόγω ζήλιας. Μια αντροπαρέα καθώς συζητά στο κρασοπουλιό φέρνει την κουβέντα στις όμορφες γυναίκες. Τότε ο Μεχμέτ Αγάς, ομοτράπεζος του Μενούση, αναφέρει πως είδε τη γυναίκα του δεύτερου στο πηγάδι και του μίλησε. Μετά την περιγραφή της ενδυμασίας της κοπέλας από τον Μεχμέτ Αγά, ο Μενούσης βεβαιώνεται πως το περιστατικό είναι αληθές και τυφλός από ζήλια επιστρέφει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του.
«Yell o Yell Drifters»
Τέλος, ο θάνατος ενός μαθητής, Μιχάλης Καλτεζάς, που δολοφονείται κατά την διάρκεια διαδηλώσεων στην επέτειο εξέγερσης του πολυτεχνείου, το 1985, γράφει ένα ακόμα τραγούδι σε ρυθμούς ανάλογους της εποχής.
Η καθιερωμένη για την επέτειο πορεία ξεκίνησε και τελείωσε ομαλά. Μετά το λήξη της πορείας όμως με την ανάλογη αφορμή ξεκίνησε συμπλοκή μεταξύ των αντρών των ΜΑΤ και αναρχικών. Τα επεισόδια από τα Εξάρχεια εξαπλώνονται στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή, ομάδα διαδηλωτών συμπεριλαμβανομένου και του Καλτεζά, βάζουν φωτιά με βόμβες μολότοφ σε κλούβα των ΜΑΤ. Ενώ αποχωρούν τρέχοντας προς την Πλατεία Εξαρχείων, στη διασταύρωση των οδών Στουρνάρη και Μπόταση, ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβολεί από πίσω τον Καλτεζά. Ο μαθητής μεταφέρεται στον Ευαγγελισμό όπου διαπιστώνεται και ο θάνατός του.
Αμέσως μετά τον θάνατο του Καλτεζά το παλιό Χημείο στη Σόλωνος και το Πολυτεχνείο καταλαμβάνεται από αναρχικούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου δίνεται η άδεια από την Επιτροπή Πανεπιστημιακού Ασύλου, με πρόεδρο τον πρύτανη Μιχάλη Σταθόπουλο, να μπει η Αστυνομία στο Χημείο. Η εισβολή, για πρώτη φορά μετά το 1976, γίνεται με χρήση δακρυγόνων και οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν 37 άτομα αλλά τα επεισόδια συνεχίζονται για μερικές ακόμα ημέρες. Αυτή ήταν και η πρώτη άρση ασύλου από την επίσημη θεσμοποίησή του το 1982.