Η νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, «Μικρά Αγγλία», σημείωσε μεγάλη επιτυχία κατά το πρώτο τετραήμερο κυκλοφορίας της στους κινηματογράφους.

Πανελλαδικά συγκεντρώθηκαν πάνω από 60.000 εισιτήρια με πολλούς κινηματογράφους να σχηματίζουν ουρές όχι μόνο το Σάββατο αλλά και την Κυριακή, σε απογευματινές και βραδινές παραστάσεις.

Συγκεκριμένα, 60.312 θεατές παρακολούθησαν την ταινία τις πρώτες τέσσερις ημέρες προβολής.

Σημειώνεται ότι το ομώνυμο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη έχει πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα. Το γύρισμα διήρκεσε 50 ημέρες, η προετοιμασία 240 ημέρες, ενώ τα γυρίσματα έγιναν σε περισσότερα από 20 Ανδριώτικα σπίτια. Δεκαεπτά χωριά της Άνδρου αποτελούν το φόντο της 12ης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη.

Ο Γιάννης Ζουμπλάκης έγραψε για την ταινία στο Βήμα: «Από την πρώτη κιόλας σκηνή αυτής της ταινίας, όπου ακούμε έναν θρήνο («αγάπη μύρια κύματα και όλ’ απ’ την αρχή») και βλέπουμε τα φουσκωμένα κύματα της Ανδρου να σηκώνονται απειλητικά, γίνεται αντιληπτό ότι η εμπειρία που πρόκειται να ακολουθήσει θα είναι πολύ ιδιαίτερη. Και πράγματι είναι. Μεταφέροντας το ομότιτλο μπεστ σέλερ της συζύγου του Ιωάννας Καρυστιάνη στη μεγάλη οθόνη (σε δικό της σενάριο), ο Παντελής Βούλγαρης, στη 12η μεγάλου μήκους ταινία του, νιώθεις ότι ξεπέρασε τον εαυτό του. Τόσο απλά.

Με φόντο την Άνδρο της περιόδου των δεκαετιών 1930 και 1940, ο Βούλγαρης επί της ουσίας κάνει αυτό που έκανε πάντα καλά. Ασχολείται με συνηθισμένους ανθρώπους σε ασυνήθιστες καταστάσεις, όπως εν προκειμένω μια νεαρή γυναίκα, η Ορσα (Πηνελόπη Τσιλίκα), στην οποία επιβάλλεται να απαρνηθεί έναν άνδρα, τον Σπύρο (Ανδρέας Κωνσταντίνου) για τον οποίο πεθαίνει από έρωτα.

Αυτό το «περίμενέ με!» που της φωνάζει όταν φεύγει, μου θύμισε το «Μείνε ζωντανή, θα σε βρω!» του Χοκάι (Ντάνιελ Ντέι Λούις) προς την Κόρα (Μάντλιν Στόου) στον «Τελευταίο των Μοϊκανών» του Μάικλ Μαν. Τέτοιος έρωτας! Κι εκείνη θέλει να τον περιμένει αλλά δεν της επιτρέπεται, έρμαιο στα χέρια μιας μάνας καταπιεστικής και συμφεροντολόγας (η Αννέζα Παπαδοπούλου σε μια ερμηνεία που αν ήταν σε αμερικανική παραγωγή θα διεκδικούσε Οσκαρ Β’ ρόλου). Ομως το διεστραμμένα ευφυές κομβικό σημείο του έργου (βιβλίου και ταινίας) είναι το γεγονός ότι με τα σατανικά προξενιά της μάνας, η Μόσχα (Σοφία Κόκκαλη), η αδελφή της Ορσας, θα παντρευτεί τον ίδιο άνδρα που η δεύτερη αγαπά και ότι όλοι μαζί θα μείνουν στο ίδιο σπίτι.

Ετσι θα αρχίσουν τα εφιαλτικά βήματα στο πάνω δωμάτιο. Τα παθιασμένα αναφιλητά και οι ανάσες ηδονής στο σεξ. Το κρεβάτι που τρίζει. Πώς ζεις μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη ερωτευμένη με τον άνθρωπο που σε εκδικείται μ’ αυτόν τον τρόπο; Πώς το αντέχεις; Και μέχρι πότε;

Δύο ώρες και σαράντα λεπτά θα περάσουν μέσα σε αυτό το ασφυκτικά ερωτικό κλίμα που ζητεί χαραμάδες για να ανασάνει, να ξεσπάσει. Και όταν η ταινία τελειώνει, νιώθεις ότι δεν έχει περάσει ούτε μια ώρα μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα συναισθημάτων που στηρίζεται στυβαρά από τις αψεγάδιαστες ερμηνείες (κάστινγκ έξυπνο από την Κωνσταντίνα Βούλγαρη, κόρη του σκηνοθέτη), το φυσικό τοπίο της Ανδρου όπου γυρίστηκε εξ ολοκλήρου η ταινία επιμελημένο στην τρίχα από τον σκηνογράφο Αντώνη Δαγκλίδη, την μουσική της Κατερίνας Πολέμη που σε στοιχειώνει, την στιλπνή φωτογραφία του Σίμου Σακερτζή που αποφεύγει τις α λα «Μαμα Μια» τουριστικές γραφικότητες και το αλφαδιασμένο μοντάζ του έμπειρου Τάκη Γιαννόπουλου.

Όμως πάνω απ’ όλα η «Μικρά Αγγλία» είναι η προσωπική επιτυχία του κινηματογραφικού ενορχηστρωτή της, του Παντελή Βούλγαρη που συναισθηματικά σε μεταφέρει πίσω σε εποχές σπουδαίες όπως του «Προξενιού της Άννας» αλλά συνάμα κοιτάζει μπροστά με ένα σινεμά το οποίο παρότι «εποχής», νιώθεις ότι ανήκει πέρα για πέρα στο παρόν.

Βαθμολογία: 4».

Στη συνοπτική κριτική του στο athinorama.gr διαβάζουμε: «Η Ιωάννα Καρυστιάνη διασκευάζει συνετά το ευπώλητο μυθιστόρημά της, φέρνοντας μπροστά την ερωτική ιστορία και περιορίζοντας τα ηθογραφικά, πικάντικα στοιχεία του. Ο Βούλγαρης, από την άλλη, κρατά ένα συγκρατημένα μελαγχολικό σκηνοθετικό τόνο (Η Άνδρος ως ένα μάλλον Αγγελοπουλικό κι ελάχιστα καρτποσταλικό ντεκόρ) και περιγράφει αδρά το νησιώτικο προπολεμικό μικρόκοσμο, συνδέοντας άμεσα την τύχη των ηρώων όχι με μελοδραματικές συμπτώσεις, αλλά με συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές και ιστορικές συνθήκες. Πρόκειται για μια προσεγμένη σε κάθε επίπεδο παραγωγή και ένα θέαμα που – αν και υπερβολικά μεγάλης διάρκειας- τελικά σέβεται και αποζημιώνει το ευρύ κοινό».