Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, το «Επιχείρηση: Argo» αποτελεί το χρονολόγιο μιας επικίνδυνης αποστολής διάσωσης έξι Αμερικανών, που διαδραματίζεται στα παρασκήνια της κρίσης του Ιράν – μια αλήθεια που επί σειρά δεκαετιών δεν έφτανε στην κοινή γνώμη.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ Μπεν Άφλεκ (“The Town”, “Good Will Hunting”) σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην ταινία, ενώ στην παραγωγή συνεργάζεται με τον επίσης βραβευμένο με Όσκαρ Τζορτζ Κλούνεϊ (“Syriana”), και τον υποψήφιο για Όσκαρ, Γκραντ Χέσλοφ (“Good Night, and Good Luck”).
Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, καθώς η επανάσταση στο Ιράν φτάνει στην κορύφωσή της, μια ομάδα Ιρανών στρατιωτών εισβάλει στην Αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και κρατά όμηρους 52 Αμερικανούς. Μέσα στον πανικό, έξι Αμερικανοί καταφέρνουν να διαφύγουν και να βρουν καταφύγιο στην κατοικία του Καναδού πρέσβη. Γνωρίζοντας ότι είναι θέμα χρόνου να εντοπιστούν και να θανατωθούν, ο ειδικός «απομακρύνσεων» της CIA Τόνι Μέντεζ (Άφλεκ) καταστρώνει ένα επικίνδυνο σχέδιο προκειμένου να τους φυγαδεύσει με ασφάλεια από την χώρα. Το σχέδιο είναι τόσο παράτολμο που μόνο σε ταινία θα μπορούσε κανείς να το δει.
Μαζί με τον Άφλεκ, στο «Επιχείρηση: Argo» συμπρωταγωνιστούν ο βραβευμένος με Όσκαρ, Άλαν Άρκιν (“Little Miss Sunshine”), ο Μπράιαν Κράνστον (τηλεοπτικό “Breaking Bad”) και ο Τζον Γκούντμαν (“You Don’t Know Jack”). Το καστ συμπληρώνουν οι Κέρι Μπισέ, Κάιλ Τσάντλερ, Ρόρι Κόκρεϊν, Κρίστοφερ Ντέναμ, Τέιτ Ντόνοβαν, Κλέα Ντιβάλ, Βίκτορ Γκάρμπερ, Ζέλικο Ιβάνεκ, Ρίτσαρντ Κάιντ, Σκοτ ΜακΝέρι, Κρις Μεσίνα, Μάικλ Παρκς και Τέιλορ Σίλινγκ.
Πληροφορίες για την παραγωγή και trivia
Στη σημερινή εποχή, όπου η πληροφόρηση για τα πάντα είναι άμεση, φαίνεται αδιανόητο ότι η επιχείρηση παρέμεινε άκρως απόρρητη μέχρι να δει το φως της δημοσιότητας από τον Πρόεδρο Κλίντον το 1997. Παραδόξως, ακόμα και μετά την έκδοση του βιβλίου του Τόνι Μέντεζ Master of Disguise το 2000 και τη δημοσίευση άρθρου The Great Escape του Τζόσουα Μπίρμαν στο περιοδικό Wired, ο κόσμος δεν είχε ακουστά την ιστορία.
Όταν ο σεναριογράφος Κρις Τέριο ανέλαβε να γράψει το σενάριο, αποφάσισε να κατευθυνθεί απευθείας στην πηγή. Όπως λέει και ο ίδιος, «Όταν διάβασα το άρθρο στο Wired, μου δημιουργήθηκε πολύ έντονη περιέργεια για το τι είδους άνθρωπος μπορούσε να είναι ο Τόνι Μέντεζ. Ποιος ήταν αυτός που μπόρεσε να σκεφτεί τόσο εκτός πλαισίου, για να καταλήξει να συλλάβει αυτό το σχέδιο και να το φέρει εις πέρας; Ακουγόταν εντελώς παράλογο και αδύνατο. Εκείνος όμως κατάφερε να πείσει την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, επιχειρώντας κάτι που θα φάνταζε τρελό ακόμα και για κινηματογραφικό σενάριο του Χόλιγουντ.»
Ο Τόνι Μέντεζ συνταξιοδοτήθηκε από τη CIA το 1990.
Ο Άφλεκ εργάστηκε σκληρά με τους ηθοποιούς και το συνεργείο της ταινίας προκειμένου να επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο αληθοφάνειας, σε σχέση με το χρόνο και τον τόπο. Αυτός και ο διευθυντής φωτογραφίας, Ροντρίγκο Πριέτο υιοθέτησαν διαφορετικά στιλ κινηματογράφησης ώστε να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη την αίσθηση της εποχής, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αρχές `80, και να δημιουργήσουν ένα οπτικό χάσμα μεταξύ της Ουάσιγκτον, του Χόλιγουντ και του Ιράν. Η υπεύθυνη σχεδιασμού παραγωγής Σάρον Σείμους και η ενδυματολόγος Ζακλίν Γουέστ έκαναν εκτεταμένη έρευνα φωτογραφιών και κινηματογραφικών αρχείων για να αναβιώσουν την περίοδο εκείνη.
Ο Μέντεζ μπορεί να μην είχε καταλήξει σε αυτό το σχέδιο – ταινία, αν δεν γνώριζε τον Τζον Τσέιμπερς, το διάσημο μακιγιέρ, ο οποίος είχε βραβευτεί με Oscar για τις μάσκες του στην ταινία ” Planet of the Apes». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τσέιμπερς εκτός της κινηματογραφικής βιομηχανίας προσέφερε τις υπηρεσίες του και σε επιχειρήσεις της CIA, κάτι που δεν ήταν ευρέως γνωστό.
O Τζον Γκούντμαν, του οποίου η διπλή ζωή του Τσέιμπερς του κίνησε το ενδιαφέρον, λέει για τον πρωτοπόρο μακιγιέρ «αγαπά την τέχνη του και θέλησε να τη χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τη CIA. Του αρέσει να υπηρετεί τη χώρα του με αυτό που ξέρει να κάνει καλά. Έτσι, όταν τον προσεγγίζει ο Τόνι και του λέει ότι χρειάζεται τη βοήθεια για να κάνουν μια ταινία μαζί, αυτό του κινεί την περιέργεια και δέχεται.»
Αν και η ταινία που «στήνει» ο Μέντεζ είναι απλά μία παρωδία, θα πρέπει παρόλα αυτά να είναι πιστευτή. Έτσι ο Τόνι αποφασίζει ότι χρειάζεται να προσλάβει και έναν παραγωγό για να είναι πιστευτό το σενάριό του. Για το ρόλο αυτό ο Άφλεκ θέλησε να βρει κάποια εμβληματική φυσιογνωμία του παλιού Χόλιγουντ. Κάποιον που να τους ξέρει όλους και να τον ξέρουν όλοι. Και εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι ο Λίστερ Σίγκελ, στον οποίο ανατίθεται να κάνει μία ψεύτικη ταινία, που μπορεί να είναι και η τελευταία της καριέρας του, η οποία ωστόσο μπορεί να σώσει έξι ανθρώπους. Για να ερμηνεύσει το κινηματογραφικό αυτό σύμβολο, επιλέχτηκε ο Άλαν Άρκιν.
Ο Τέριο αναφέρει, «Η επιχείρηση αυτή έμεινε γνωστή ως «Καναδική τρέλα» (Canadian Caper), ονομασία που ταιριάζει πολύ με την περίσταση, καθώς ενώ όλες οι άλλες χώρες αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους έξι δραπέτες, ο Καναδάς, το έκανε χωρίς δισταγμό.
Προκειμένου να διαλέξει τους έξι ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους Αμερικανούς δραπέτες, ο Άφλεκ είχε για μεγάλο διάστημα τις φωτογραφίες των πραγματικών πρωταγωνιστών της ιστορίας στο γραφείο μου.
Παρόλο που οι «φιλοξενούμενοι» της Πρεσβείας απολαμβάνουν για τρεις περίπου μήνες όλες τις σχετικές ανέσεις, ζουν σε μια διαρκή κατάσταση φόβου. Βιώνουν μία σουρεαλιστική κατάσταση, όπου από τη μία πρέπει να συμμετέχουν στα πάρτι και στις εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στην πρεσβεία, ενώ την ίδια στιγμή διακυβεύεται η ζωή τους.
Ο Άφλεκ ήθελε οι έξι ηθοποιοί, όχι μόνο να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους, αλλά να ζήσουν την εμπειρία, σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Έτσι, πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, τους «απομόνωσε» για μια εβδομάδα στο σπίτι που αργότερα θα χρησιμοποιούσαν για τα γυρίσματα ως την κατοικία του πρέσβη. Το σπίτι ήταν διακοσμημένο στο στιλ της περιόδου και οι ηθοποιοί, φορούσαν τα κοστούμια που θα είχαν και στην ταινία. Για να τους γυρίσει πίσω στο χρόνο, ο σκηνοθέτης τους απέκοψε από τον υπόλοιπο κόσμο: δεν τους επέτρεψε να έχουν υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, ή οτιδήποτε από “i”. Τα πάντα γύρω τους θύμιζαν εκείνη την περίοδο: μουσική, παιχνίδια, βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες. Δεν είχαν internet και δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τηλεόραση. Οπότε, χωρίς όλα αυτά, έπρεπε πραγματικά να μιλήσουν ο ένας στον άλλο προκειμένου να αισθανθούν οικειότητα.
Ο Άφλεκ και ο διευθυντής φωτογραφίας Ροντρίγκο Πριέτο προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα «οπτικό μωσαϊκό», αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε οι θεατές κάθε φορά που θα βλέπουν μία σκηνή να μπορούν να αναγνωρίζουν αμέσως το αν έχει γυριστεί στην Αμερική ή το Ιράν. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς υπήρχαν περιπτώσεις που κάποια κομμάτια σκηνών γυρίζονταν στο Λος Άντζελες και κάποια άλλα στην Κωνσταντινούπολη (η Τουρκία «χρησίμεψε» ως το Ιράν, καθώς ήταν ανέφικτο να γίνουν γυρίσματα στην Τεχεράνη), τα οποία στη συνέχεια ενώθηκαν για να μπουν στην ίδια σκηνή. Μία τέτοια περίπτωση είναι η σκηνή που σηματοδοτεί την αρχή της επιχείρησης και διαδραματίζεται στην Καναδική πρεσβεία. Στην προκειμένη περίπτωση οι εσωτερικοί χώροι γυρίστηκαν στο Διοικητήριο των Βετεράνων Πολέμου, στο Λος Άντζελες, ενώ τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν εβδομάδες αργότερα στην Κωνσταντινούπολη.
H υπεύθυνη σχεδιασμού παραγωγής Σάρον Σέιμουρ σημειώνει μεταξύ των δυσκολιών στα γυρίσματα της ταινίας, το πόσο κάποια από αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, τότε αποτελούσαν επιστημονική φαντασία Αναφέρει σχετικά: «η τεχνολογία ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν υπήρχαν υπολογιστές σε κάθε γραφείο. Για όλες τις σκηνές γραφείου, έπρεπε να βρούμε παλιές γραφομηχανές, τέλεξ, και άλλου είδους εξοπλισμό που τώρα πια δεν υπάρχει. Το κτίριο των Los Angeles Times χρησιμοποιήθηκε για αρκετές σκηνές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που διαδραματίζονταν στα γραφεία και τις αίθουσες συνεδριάσεων της CIA. Η ομάδα της Σέιμουρ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο «ντύσιμο» των σκηνών αυτών, ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια, όπως τα σταχτοδοχεία – τα οποία σε αντίθεση με σήμερα, τότε ήταν σχεδόν παντού- ή τους χάρτες, οι οποίοι έχουν αλλάξει κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών.
Για το χαρακτήρα του Τόνι Μέντεζ, η ενδυματολόγος είχε το πλεονέκτημα να είναι σε άμεση επαφή μαζί του. Συνεπώς, του έστειλε e-mail ζητώντας του να της περιγράψει το πως ντυνόταν εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τις περιγραφές του, όταν ήταν σε αποστολή, «μεταμφιεζόταν» σε ένα μικροσκοπικό γκρι άνθρωπο, προκειμένου να περνά απαρατήρητος μέσα στο πλήθος. Αλλά για τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στα γραφεία της CIA η ενδυματολόγος Ζακλιν Γουέστ προτίμησε να ντύσει τον Άφλεκ (που υποδύεται τον Μέντεζ) με ψαροκόκκαλα τουίντ σακάκια, ώστε να ταιριάζουν πιο πολύ με την ιδιότητά του ως συμβούλου.
Η Γουέστ θεώρησε λογικό οι έξι «φιλοξενούμενοι» να έχουν περιορισμένες ενδυματολογικές επιλογές, καθώς υποτίθεται ότι έφτασαν στο σπίτι των Τέιλορς μόνο με μία τσάντα. «Υποθέσαμε ότι θα μπορούσαν να ανταλλάσσουν κάποια ρούχα μεταξύ τους, ή ότι η Πατ Τέιλορ θα μπορούσε να τους δώσει κάποια επιπλέον, αλλά σε γενικές γραμμές η ενδυματολογική τους εικόνα δεν αλλάζει πολύ κατά τη διάρκεια της ταινίας.»
Υποδηλώνοντας την οικονομική του κατάσταση, ο Λέστερ (Άλαν Άρκιν) οδηγεί μία χρυσή Rolls Royce του 1975, και ο Τζον Τσέιμπερς (Τζον Γκούντμαν) μία σπορ Cadillac Eldorado του `77.
Το Διεθνές αεροδρόμιο του Οντάριο, περίπου 150 χλμ ανατολικά του Λος Άντζελες, χρησίμεψε ως το φυσικό σκηνικό για το αεροδρόμιο της Τεχεράνης. Η ομάδα της Σέιμουρ «έντυσε» τους τερματικούς σταθμούς με επιγραφές στα φαρσί, καθώς και γιγαντοαφίσες του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ο Μπεν Άφλεκ σημειώνει ότι ήταν τυχεροί, καθώς κάποιοι από τους κομπάρσους ήταν Πέρσες και είχαν ζήσει στο Ιράν, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Συνεπώς, η ταινία τους ξύπνησε πολλές θύμισες, αλλά και τους έκανε να θέλουν να βοηθήσουν στο στήσιμό της, επισημαίνοντάς λεπτομέρειες που είχαν ξεφύγει από την ομάδα παραγωγής.
Το να ντύσεις τους κομπάρσους ήταν ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο, διότι η Ζακλίν Γουέστ όχι μόνο έπρεπε να αντικατοπτρίζει στα κοστούμια τους τη χρονική περίοδο, αλλά και τα ήθη της κοινωνίας. Χρειάστηκε να φτιαχτούν εκατοντάδες τσαντόρ, τα μαύρα μακριά υφάσματα που φορούν οι γυναίκες, αλλά και ρούχα για τους μουλάδες. Επίσης, δεκάδες στρατιωτικά σακάκια, στο στυλ αυτών που φορούσε ο Κάστρο ή ο Τσε Γκεβάρα, που ήταν το σήμα κατατεθέν των επαναστατών.
Για να μπορέσει να μεταδώσει στους θεατές την αίσθηση του χάους, ο Άφλεκ έντυσε κάποιους κάμεραμεν κομπάρσους και τους έδωσε κάμερες χειρός για να τραβήξουν τυχαία πλάνα, μέσα το πλήθος. Επιπλέον, ο ίδιος, μαζί με αρκετούς άλλους, μπήκε μέσα στο πλήθος για να κινηματογραφήσει τις ταραχές με μηχανές Super 8. Το αρνητικό των Super 8 όταν προβάλλεται στην κινηματογραφική αίθουσα, έχει πολύ κόκκο, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι πρόκειται για αρχειακό υλικό.
Εκτός από την επιτυχημένη του καριέρα στον κινηματογράφο, ο Άφλεκ είναι ταυτόχρονα και ένθερμος υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φιλάνθρωπος. Τον Μάρτιο του 2010, ίδρυσε το Eastern Congo Initiative (ECI), για την υπεράσπιση και παροχή βοήθειας στο λαό του Κονγκό.
Ο Άρκιν εκτός από ηθοποιός είναι και συγγραφέας ποδικών βιβλίων. Το τελευταίο του πόνημα έχει τίτλο Tony’s Hard Work Day.