Όταν έκανε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, την επιτυχία της ζωής του, υποδυόμενος τον Ιντιάνα Τζόουνς -και ήταν φανερό ότι θα υπάρξουν και συνέχειες, θα έμοιαζε το λιγότερο παράδοξο ο Χάρισον Φορντ στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα να έπιανε και πάλι το μαστίγιο και να φορούσε το περίφημο καπέλο του, για ακόμη μία περιπέτεια με τον θρυλικό κινηματογραφικό αρχαιολόγο.
Και όμως, στο πείσμα του οφείλεται η πολυαναμενόμενη πέμπτη ταινία τού Indiana Jones, καθώς ο δημιουργός του, Στίβεν Σπίλμπεργκ, δείχνει διστακτικός και ως εκ τούτου δεν θα αναλάβει τη σκηνοθεσία, περιοριζόμενος στο ρόλο του παραγωγού. Όπως όλα δείχνουν, σύμφωνα και με ανακοινώσεις της Lucasfilm, η πρεμιέρα θα γίνει το 2023, αφού ξεπεράστηκαν τα τεράστια προβλήματα, οι δυσκολίες στα γυρίσματα, οι πανδημίες, ακόμη και οι αμφιβολίες για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος.
Ο Χάρισον Φορντ, αν και σε λίγες ημέρες γιορτάζει τα 80 του χρόνια (13 Ιουλίου 1942), είναι πανευτυχής, που το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα, να παίξει για τελευταία φορά τον Ιντιάνα Τζόουνς, εξασφαλίζοντας μια εξαιρετική παραγωγή, τη συμμετοχή του Μαντς Μίκελσεν, τη μουσική του ιερού τέρατος Τζον Γουίλιαμς και την κάμερα του δικού μας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ. Τα ερωτηματικά υπάρχουν για τον σκηνοθέτη Τζέιμς Μάνγκολντ, αλλά, είπαμε, στα παρασκήνια θα βρίσκεται ο Σπίλμπεργκ.
Όμως όλα αυτά θα τα δούμε του χρόνου. Τώρα και με αφορμή τα γενέθλια του Χάρισον Φορντ, το ΑΠΕ – ΜΠΕ παρουσιάζει το παρελθόν του, τα πρώτα του βήματα, τις καλύτερες στιγμές του στη μεγάλη οθόνη, πώς έφτιαξε το αστέρι του και το βασικότερο, πώς έγινε ένας από τους πιο αγαπητούς κινηματογραφικούς ήρωες.
Παλαιομοδίτικο Χόλιγουντ
Ο Χάρισον Φορντ, αν και άρχισε να γίνεται γνωστός στον κινηματογράφο, ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, παρότι είχε βγει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, παίζοντας σχεδόν ασήμαντα ρολάκια, ανήκει στην κατηγορία των ηθοποιών που ακολούθησαν με προσήλωση τη σχολή του κλασικού Χόλιγουντ. Κάτι μεταξύ Γκάρι Κούπερ, Γουίλιαμ Χόλντεν και Τζίμι Στιούαρτ, που χωρίς να ακολουθεί καμία μέθοδο, μπορούσε να κάνει γοητευτικότατο το παλαιομοδίτικο παίξιμό του. Ήταν όμως και τυχερός, καθώς βρέθηκε έστω ως κομπάρσος σε διάσημες ταινίες της δεκαετίας του ’70, αρπάζοντας συνεχώς ευκαιρίες, ενώ σημαδιακή είναι η γνωριμία του με έναν περίεργο τύπο, λίγο πολύ αλλοπαρμένο, τον Τζορτζ Λούκας.
Ο επίμονος… μαραγκός
Γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 1942 στο Σικάγο από την Ντόροθι και τον Κρίστοφερ Φορντ, δυο ηθοποιούς, χωρίς ιδιαίτερη καριέρα, ενώ είχε και έναν μικρότερο αδελφό. Η καταγωγή του ήταν ιρλανδική και γερμανική, από την πλευρά τού πατέρα. Μεγάλωσε ως καθολικός και με ιρλανδικές επιρροές, αλλά ο ίδιος όταν απαντούσε που πιστεύει, έλεγε στους Δημοκρατικούς. Σε ηλικία 22 ετών κι ενώ είχε ολοκληρώσει κάποιες σπουδές, που του έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσει και τη δραματική τέχνη, θα ταξιδέψει στο Λος Άντζελες για μια θέση στο ραδιόφωνο, που τελικά δεν πήρε, αλλά η επιμονή του τον έβαλε στα νέα ταλέντα της Columbia, παίζοντας ως κομπάρσος. Αργότερα, θα βρεθεί στην Universal, παίζοντας δευτερεύοντες ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και σε κάποιες ταινίες. Δυσαρεστημένος από τους ρόλους που του έδιναν, θα καταπιαστεί με την αγαπημένη του ξυλουργία, για να συντηρήσει τους δυο γιούς του και τη σύζυγό του, Μαίρη Μαγκουάιρ. Παρεμπιπτόντως, θα κάνει ακόμη δυο γάμους, με την Μελίσα Μάθισον (1983-2004) και την τωρινή του σύζυγο, τη γνωστή ηθοποιό και κατά 22 χρόνια μικρότερή του, Καλίστα Φλόκχαρντ, την οποία παντρεύτηκε το 2010.
Κυνηγός ευκαιριών
Επιστρέφοντας στην πορεία προς την καταξίωση, ο Φορντ θα γνωριστεί με τον Τζορτζ Λούκας στις αρχές της δεκαετίας του ’70 για να του φτιάξει κάποια ξύλινα έπιπλα, για το σπίτι και θα βρεθεί με ένα μικρό ρόλο στη διάσημη ταινία “Νεανικά Συνθήματα”. Η γνωριμία του με τον Λούκας, θα τον φέρει κοντά και στο πιο καυτό όνομα της εποχής, τον Κόπολα, που θα του εμπιστευθεί δυο μικρούς ρόλους στις κλασικές ταινίες “Η Συνομιλία” και “Αποκάλυψη Τώρα”.
Έτσι, έπρεπε να φτάσει στα 35 του χρόνια, για να πάρει τον πρώτο σοβαρό ρόλο του, αλλά έμελλε να είναι αυτός του Χαν Σόλο, στο φημισμένο φιλμ επιστημονικής φαντασίας “Ο Πόλεμος των Άστρων”. Μια ταινία που σχεδόν άλλαξε τον κινηματογράφο στο Χόλιγουντ, αλλά έγινε και μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών. Ο Φορντ πλέον δεν είναι για δεύτερους ρόλους, βρίσκεται στον προθάλαμο των σταρ. Είναι φανερό ότι δεν θα έχανε ποτέ αυτή την ευκαιρία.
Ιντιάνα Τζόουνς για πάντα
Το 1981 είναι χρονιά ορόσημο. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ θα παρουσιάσει την απόλυτη περιπέτεια, “Ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού” και κεντρικός ήρωας θα είναι ο Χάρισον Φορντ. Αυτό ήταν. Ο καλογυμνασμένος, με παλικαρίσιο βηματισμό και χαλαρό χαμόγελο, ηθοποιός θα καταστεί ο απόλυτος σταρ. Ήταν ο ιδανικός ήρωας του κινηματογράφου, αλλά κακά τα ψέματα, όποιος και να έπαιρνε τοΝ ρόλο, την ίδια επιτυχία θα είχε. Ο Σπίλμπεργκ έκανε θαύματα, έδωσε καταιγιστικό ρυθμό, η φαντασία του οργίασε και όλα αυτά συντονισμένα απόλυτα, με μία απαράμιλλης γοητείας αφήγηση. Η συνέχεια των περιπετειών του Ίντι λίγο πολύ γνωστή. Θα ακολουθήσει ακόμη μία συνέχεια, το 1984, με τον “Ιντιάνα Τζόουνς και ο Ναός του Χαμένου Θησαυρού”, ένα φιλμ με ένα απίθανο ξεκίνημα, φόρο τιμής στο μιούζικαλ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, αλλά κατώτερο από την πρώτη ταινία στη συνέχεια. Θα ακολουθήσει η τρίτη ταινία πέντε χρόνια μετά, κατά πολλούς ίσως και η καλύτερη, “Ο Ιντιάνα Τζόουνς και Η Τελευταία Σταυροφορία”, καθώς θα ανανεωθούν το πνεύμα, οι χαρακτήρες και τα περιπετειώδη στοιχεία, αλλά το κυριότερο θα μπει στο παιχνίδι ένας απίστευτα κεφάτος Σον Κόνερι, στο ρόλο του πατέρα του “Τζούνιορ”. Η τέταρτη συνέχεια “Ο Ιντιάνα Τζόουνς και Το Βασίλειο του Κρυστάλλινου Κρανίου”, έπειτα από 20 χρόνια, θα εμφανίσει σημάδια κόπωσης, αλλά και της ηλικίας τόσο του Φορντ όσο και του Σπίλμπεργκ, που δείχνει εξαντλημένος.
Μπλέιντ Ράνερ, ο κλασικός
Ωστόσο, ανάμεσα στους Ιντιάνα Τζόουνς και στη συνέχεια, υπάρχει και ο Χάρισον Φορντ που εκτιμήσαμε και για τις υποκριτικές του ικανότητες. Είναι ο Ρικ Ντεκάρντ, ο απαισιόδοξος ντετέκτιβ στο φουτουριστικό αριστούργημα “Μπλέιντ Ράνερ”, στην καλύτερη στιγμή του Ρίντλεϊ Σκοτ, ο ανυποψίαστος ντετέκτιβ Τζον Μπουκ στο εξαιρετικό αστυνομικό θρίλερ “Μάρτυρας Εγκλήματος”, του ακμαίου Πίτερ Γουίαρ, ένας ρόλος που θα του δώσει και τη μοναδική υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Επίσης, θα πρωταγωνιστήσει σε ακόμη αρκετές αξιόλογες ταινίες, όπως ήταν το θρίλερ “Φράντικ” του Πολάνσκι, η κομεντί “Εργαζόμενο Κορίτσι” του Μάικ Νίκολς, η περιπέτεια “Ο Φυγάς” του Άντριου Ντέιβις. Η συνέχεια, από τα μέσα τής δεκαετίας του ’90, δεν θα είναι ανάλογη, καθώς θα τυποποιηθεί σε ρόλους τού μονοδιάστατου Αμερικάνου ήρωα, εύπεπτες περιπέτειες ή θρίλερ, αλλά χωρίς να ξεπέσει όπως κάποιοι συνάδελφοί του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Λίαμ Νίσον.
Σε λίγες ημέρες, θα κόψει τη γενέθλια τούρτα, ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους, πιθανώς έχοντας δίπλα του και τους Σπίλμπεργκ και Λούκας, αλλά και κάποιους που βρίσκονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και το σταρ σύστεμ. Άλλωστε, ποτέ δεν αξιοποίησε τη φήμη του για περισσότερη δημοσιότητα. Κράτησε για τον ίδιο την προσωπική του ζωή και τα πολιτικά του πιστεύω, χωρίς να πέσει στην εκτίμησή μας με μοδάτες και πριμοδοτούμενες δηλώσεις ή παρεμβάσεις. Και παρότι το χολιγουντιανό σινεμά χάνει και τα τελευταία ψήγματα της ψυχής του, συνεχίζει να βάζει αν μη τι άλλο, μια στάλα ανθρωπιάς και γοητείας, με την παρουσία του στη μεγάλη οθόνη.