«Οι ζωές μας είναι παράξενες και εύθραυστες και μόνο μια ικανότητα μπορεί να μας κρατήσει λογικούς: η συμπόνια. Ο άνθρωπος που δεν συμπονά τρελαίνεται».

Το έργο «Δεν έχω τίποτα» είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας «Big Brum» που γράφτηκε από τον Μποντ για το Big Brum Theatrein-Education.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Βρισκόμαστε στο ζοφερό μέλλον, σε μια κοινωνία που θ’ αποτελέσει την νοητή συνέχεια του σήμερα, απ’ όπου η έννοια του παρελθόντος έχει καταργηθεί και μαζί της κάθε τι που απειλεί να ξεθάψει και ν’ αναστήσει μνήμες. Οι άνθρωποι υποχρεώνονται να μπουν δια βίου σε νάρκη αμνησίας, καθότι η μνήμη και κατ’ επέκταση ο λόγος, είναι δυνάμεις ζωοποιές του ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι μπουχτισμένοι κι ανικανοποίητοι από την έως τότε μαζική κατανάλωση και έλλειψη κάθε ενθουσιασμού, υποταγμένοι σε κανονισμούς εξουσίας αντικαθιστούν την υπερβολή με λιτό βίο. Τα νέα μέτρα καταστολής κάθε αντιληπτικότητας και νοητικής λειτουργίας προκαλούν μαζικές αυτοκτονίες, επιθετικές και βάρβαρες τακτικές με τους ανθρώπους να βγάζουν για ψύλλου πήδημα, μαχαίρια. Πέφτουν από γέφυρες περιστοιχισμένοι από κύματα προσφύγων σε ερείπια πόλεων, όπου στρατιωτικές περίπολοι ελέγχουν τα πάντα. Από τη διάταξη των επίπλων, τη σωματική επαφή και την καταγραφή κάθε ένδειξης μνήμης.

Σ’ ένα τέτοιο απάνθρωπο περιβάλλον σε μια απροσδιόριστη χώρα, στο διαμέρισμα ενός ζευγαριού εισβάλλει απρόσκλητος ένας επισκέπτης. Ισχυρίζεται δείχνοντας μια φωτογραφία, πως είναι αδελφός της Σάρας. Εκείνη φοβούμενη τον αποδιώχνει. «Ένας λόγος πάρα πάνω, αν είναι αδελφός μου να τον ξεφορτωθείς», λέει στο σύζυγό της, αστυνομικό περιπολίας, με τον οποίο δεν την δένει τίποτα και δεν έχουν τίποτα κοινό, παρά δυο καρέκλες που τώρα πρέπει να μοιραστούν με τον επισκέπτη. Η «στείρα» ζωή τους αναστατώνεται και απειλείται από την παρουσία του, καθώς η νοσταλγία, η τρυφερότητα και η αγάπη θα απασφαλίσουν τη «συναισθηματική βόμβα» για να ελευθερωθεί η ανθρώπινη συνείδηση, που καθιστά επικίνδυνο όποιον τη διαθέτει γιατί δεν χειραγωγείται.

Το έργο κινείται ανάμεσα στην «πραγματικότητα και στη φαντασία μ’ ένα κενό ανάμεσά τους» που θα γεμίσει με νόημα το τράνταγμα της προσωπικής συνείδησης καθενός. Το πανανθρώπινο νόημα της ύπαρξης, το δικαίωμα της μνήμης στο ιστορικό παρελθόν καθενός και η επιδίωξη συναισθηματικής έκφρασης, δημιουργούν ανώτερα ερεθίσματα, για να χτίσουμε με φαντασία τον ανθρωπισμό. Αυτό είναι και το πολιτικό μήνυμα του έργου, γιατί μετά από μια καταστροφική επιχείρηση «αναμόρφωσης, όταν οι άνθρωποι έχουν τα πάντα, έρχεται μια μέρα που παρακαλούν να τα πάρεις».

Η παράσταση συναντιέται επιτυχώς με τον προβληματισμό του συγγραφέα και δεν είναι άπορος συναισθημάτων. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά, βγάζει το λυγμό των εξαπατηθέντων πρώτα από τον εαυτό τους θυμάτων και μετά από το πολιτικό σύστημα. Βγάζει πολεμικές ιαχές, ανάπηρες κι απονεκρωμένες λέξεις που έσβησαν την μνήμη για να πονάει περισσότερο. Φωνάζει την ανησυχία, το φόβο που θεμελιώνει τα ερείπια του αστυνομευμένου και του αστυνομεύοντος.

Είναι πολύ δυνατή η πρώτη σκηνή με την εκκωφαντική μουσική που επιτείνει τον χαοτικό κι ακατάληπτο λόγο. Σε ατμόσφαιρα «υπαρξιακής αμηχανίας», ο έξοχος φωτισμός διαμορφώνει χώρους και πρόσωπα. Στο σκηνικό δύο καρέκλες και κάποια ξύλινα πλαίσια τα οποία μετακινούνται διαρκώς, δίνουν μια εικόνα της συνεχούς παράλογης και παράδοξης διαμόρφωσης του κόσμου και την επιθυμία της διαφυγής. Θυμός, επιθετικότητα, κυνισμός, νωθρότητα, βία, μίσος, σκιαγραφούν τις φυσιογνωμίες των ηρώων με τα εσωτερικά και εξωτερικά τραύματα.

Η Άννα Ελεφάντη και ο Βασίλης Κουκαλάνι φορούν τις ίδιες αυστηρές σε στυλ στολές. Είναι το ζευγάρι που προσδιορίζει την τραγικότητα του οικογενειακού κυττάρου. Με δυνατές ερμηνείες που χαρακτηρίζονται από κοφτό κι αιχμηρό λόγο, σκληρό πρόσωπο, εξαντλητικά γρήγορες κινήσεις αποδίδουν την εμπόλεμη διαπροσωπική τους σχέση. Έως την στιγμή που η ηθοποιός θα φέρει την ρήξη και την ανατροπή με το ξύπνημα της μνήμης.

Την ελπίδα γι’ αυτό την κουβαλά στην πλάτη του μέσα στο σακίδιό του ο αδελφός της, που τον υποδύεται ο Πάρης Θωμόπουλος με την διαφορετική εμφάνιση. Αρχικά πιο άτολμος, με φωνή μαλακωμένη δεν προσδίδει βία στη βία. Βαθμιαία όμως θα υψώσει το ανάστημα και θα διεκδικήσει μια θέση καταλυτική για το συναίσθημα.

Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε «αυτός που έχει μνήμες, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί». Ούτε να κολλήσει το μεταδοτικό ιό κανενός ιδρυματισμού και καμιάς ομαδοποίησης.

Συντελεστές

Μετάφραση: Δημήτρης Μυλωνάς, Άννα Ελεφάντη
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Επιμέλεια κίνησης -Χορογραφίες: Νατάσα Σαραντοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μελίνα Σκούφου
Φωτογραφίες: Άγγελος Καλοδούκας
Αφίσα: Παναγιώτης Βωβός
Μακιγιάζ-Κομμώσεις: Λένια Saw
Διανομή: Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι

Τοποθεσία: Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Ν. Κόσμος

Ημερομηνία: Πρεμιέρα: 15 Απριλίου 2015
Τετάρτη έως Σάββατο: 21.15, Κυριακή: 19.00

Τιμές εισιτηρίων: 12, 10, 8 ευρώ

Πληροφορίες – κρατήσεις: Τηλ.: 210 9212900