Σκηνοθεσία: Άλαν Τέιλορ

Σενάριο: Ντέιβιντ Τσέις, Λόρενς Κόνερ

Πρωταγωνιστούν : Αλεσάντρο Νιβόλα, Λέσλι Όντομ Τζούνιορ, Τζον Μπέρνταλ, Κόρεϊ Στολ, Μάικλ Γκαντολφίνι, Μπίλι Μάγκνουσεν,  Μικέλα Ντε Ρόσι, Τζον Μαγκάρο, Ρέι Λιότα, Βέρα Φαρμίγκα

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κράμερ Μοργκεντάου

Κάστινγκ: Ντάγκλας Άιμπελ

Σχεδιασμός Παραγωγής: Μπομπ Σο

Κοστούμια: Έιμι Γουέστκοτ

Μοντάζ: Κρίστοφερ Τέλεφσεν

Ημερομηνία Εξόδου: 28 Οκτωβρίου 2021

Διάρκεια: 2 ώρες

Κατά κοινή ομολογία, οι πολυβραβευμένοι Sopranos του HBO ανέβασαν τον πήχη της τηλεόρασης εκεί που κινούνται οι μεγαλειώδεις κινηματογραφικές αφηγήσεις. Ο ευφυής δημιουργός Ντέιβιντ Τσέις στόλισε έναν καμβά με αξέχαστους χαρακτήρες σε κρίση και εξασφάλισε κορυφαίες ερμηνείες από τους ηθοποιούς της σειράς.

Χρόνια μετά το πολυσυζητημένο τέλος των Sopranos, ο Τσέις επιστρέφει στην αρχή της επικής αυτής ιστορίας με ένα πολυαναμενόμενο πρίκουελ, μία αιρετική «αγιογραφία» των πρωταγωνιστών της παραδειγματικής αυτής αφήγησης.  

Με φόντο «το καυτό καλοκαίρι» της μαύρης εξέγερσης της Αμερικής, οι Άγιοι της Μαφίας πιάνουν την αρχή του νήματος στο Νιούαρκ του 1967, που καίγεται από διαφυλετικές εντάσεις. Με αυτή την αφετηρία, παρακολουθούμε τον Τόνι Σοπράνο να ωριμάζει, μέσα στα χρόνια, κοντά στον θείο και μέντορα του Ντίκι και πολλούς ακόμα αγαπημένους χαρακτήρες της σειράς.

Για την υλοποίηση της ιδέας και την εκπλήρωση της διακαούς δίψας των φαν της σειράς για μια νέα δόση Sopranos, ο Τσέις απευθύνθηκε στους πιστούς συνεργάτες της σειράς, τον βραβευμένο σκηνοθέτη Άλαν Τέιλορ και τον σεναριογράφο Λόρενς Κόνερ. 

Η ταινία σταχυολογεί το καστ και -ομολογουμένως δαιμόνια- δίνει την ευκαιρία στον Μάικλ Γκαντολφίνι, γιο του κορυφαίου Τζέιμς Γκαντολφίνι, να υποδυθεί τη νεαρή εκδοχή του Τόνι Σοπράνο. Ο νεαρός ηθοποιός παραδίδει μία ανατριχιαστικά άρτια ερμηνεία στα χνάρια του πατέρα του δίπλα στους Αλεσάντρο Νιβόλα (Disobedience), Λέσλι Όντομ Τζούνιορ (Murder on the Orient Express), Τζον Μπέρνταλ (The Wolf of Wall Street), Κόρεϊ Στολ (First Man), Μπίλι Μάγκνουσεν (Game Night),  Μικέλα Ντε Ρόσι (Boys Cry), Τζον Μαγκάρο (The Finest Hours), Ρέι Λιότα (Goodfellas) και Βέρα Φαρμίγκα (The Conjuring).

Σύνοψη

Ο νεαρός Τόνι Σοπράνο (Μάικλ Γκαντολφίνι ) μεγαλώνει σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους στην ιστορία του Νιούαρκ και ανδρώνεται, καθώς αντίπαλες συμμορίες ανελίσσονται και διεκδικούν την εξουσία από την πανίσχυρη εγκληματική οργάνωση των ΝτιΜέο, που κυριαρχεί στη διχασμένη από τον ρατσισμό πόλη. Εγκλωβισμένος σε μία εποχή που αλλάζει ραγδαία είναι ο θείος που θαυμάζει, ο Ντίκι Μολτισάντι (Αλεσάντρο Νιβόλα), ο οποίος παλεύει να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές και προσωπικές του υποχρεώσεις. Η επιρροή που ασκεί στον ανιψιό είναι τέτοια που ο θείος θα πλάσει τον εύπιστο έφηβο και θα τον μεταμορφώσει στον πανίσχυρο αρχιμαφιόζο, τον Τόνι Σοπράνο.

Μία ιστορία των Sopranos

Η διαδικασία που θα έφερνε την πρώτη γενιά των Μολτισάντι και των Σοπράνος στη μεγάλη οθόνη ξεκίνησε πολύ πριν τελειώσει η σειρά ορόσημο, όταν ο Τόμπι Έμεριχ, επικεφαλής της New Line Cinema, πρότεινε μια ιδέα στον δημιουργό της σειράς Ντέιβιντ Τσέις. «Με κυνηγούσε πολύ πριν τελειώσει η σειρά και επέμενε. Του έλεγα πάντα ότι δεν θα το κάνω, αλλά, την ίδια στιγμή, έλεγα ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη ποτέ» θυμάται ο Τσέις. «Τελικά, είχα μία ιδέα γύρω από τις εξεγέρσεις του Νιούαρκ, τον Τζούνιορ και τον Τζόνι και όλα έβγαλαν νόημα».

Φτάνουμε στο 2019, δύο δεκαετίες μετά το ντεμπούτο της σειράς, όταν ξεκινάει η παραγωγή  της ταινίας, που θα οδηγήσει το κοινό πίσω στον χρόνο. «Υπάρχουν τρεις ή τέσσερις ιστορίες στην ταινία» επισημαίνει ο Τσέις. «Αλλά η πιο σημαντική είναι η ιστορία του νεαρού Τόνι και ενός τύπου, που θεωρεί ότι είναι ο μέντορας του, του Ντίκι Μολτισάντι, που τον επηρεάζει».  

Ιούνιος 1967. Σε έναν έρημο δρόμο της εργατικής γειτονιάς και των μαύρων του Νιούαρκ στο Νιού Τζέρσεϊ, ένας άψογα ντυμένος μαφιόζος, ο Ντίκι Μολτισάντι σταματάει την άσπρη κάμπριο Impala του για να κανονίσει κάτι δουλειές. Τα μέλη της συμμορίας των Black Saints κλέβουν για καιρό τους δικούς του και τώρα καταφθάνει για να επιβλέψει τον συνεργάτη και συμπαίχτη του από τη σχολική ποδοσφαιρική ομάδα, τον Χάρολντ ΜακΜπάιερ. Εντωμεταξύ, ο Χάρολντ σπάζει στο ξύλο, παραδειγματικά, έναν ατίθασο νεαρό παραβάτη.

Στον ιταλικό τομέα του Νιούαρκ, ο μανιώδης καπνιστής Τζόνι Σοπράνο, ρίχνει μία μπάλα στον 11χρονο γιο του Άντονι, ενώ η αγχωμένη γυναίκα του Λίβια  προσέχει το μωρό τους, την Μπάρμπαρα, και η κόρη τους Τζάνις διαβάζει ένα νεανικό περιοδικό στα σκαλιά του καθαρού και σεμνού σπιτιού τους. Υποδέχονται θερμά τον οικογενειακό φίλο και συνεργάτη Ντίκι Μολτισάντι, που έρχεται για να πάρει τον νεαρό Τόνι μέχρι τις αποβάθρες. Εκεί θα καταφθάσει ένα ιταλικό ατμόπλοιο που φέρνει τον πατέρα του Ντίκι, τον Χόλιγουντ Ντίκι Μολτισάντι, και τη νέα και όμορφη σύζυγο του Τζουζεπίνα από την Ευρώπη.

Κουλ και γοητευτικός, αγαπητός και σεβαστός από την ευρύτερη οικογένεια των Ιταλοαμερικανών, και αντικείμενο ιδιαίτερου θαυμασμού από τον ανιψιό του Άντονι Σοπράνο, ο Ντίκι Μολτισάντι μοιάζει να τα έχει όλα. Όταν όμως ο αυταρχικός πατέρας του και η νέα του Ναπολιτάνα σύζυγος μετακομίζουν στο σπίτι του στο Νιούαρκ, εγείρονται μεταξύ τους όλα τα άλυτα ζητήματα. Εντωμεταξύ, ο Ντίκι αρχίζει να νιώθει την όλο και μεγαλύτερη απέχθεια του Χάρολντ για τον ίδιο και την ιταλοαμερικάνικη κουστωδία του, που κατέχει από παλιά τον έλεγχο του οργανωμένου εγκλήματος στο Νιούαρκ.

Η αστυνομική βία στη διχασμένη από το ρατσισμό πόλη πυροδοτεί τις εξεγέρσεις του Νιούαρκ, αντανακλώντας τις υπόγειες εντάσεις στην οικογένεια που σύντομα θα ξεσπάσουν βίαια. Τον Ιούλιο του 1967 το Νιούαρκ καιγόταν και ο άβγαλτος Τόνι γίνεται μάρτυρας όλου αυτού.

Ο Τσέις σκεφτόταν να επιστρέψει στους Sopranos από την οπτική του παρελθόντος για να γράψει για τις πρώτες γενιές της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων του θείου και του πατέρα του Τόνι, που έχουμε δει σε σύντομα φλάσμπακ. Πολλοί από τους χαρακτήρες, μερικοί εκλιπόντες από καιρό, συνεχίζουν να ρίχνουν τη σκιά τους στη ζωή του Τόνι, όπως φαίνεται στη σειρά του ΗΒΟ.

Ο Τσέις απευθύνθηκε στον φίλο του και συνεργάτη Λόρενς Κόνερ, που είχε γράψει τρία επεισόδια της σειράς, για να συνεργαστούν για το σενάριο της ταινίας. «Είχε περάσει καιρός από τότε που έγραψα μαζί με κάποιον άλλον. Ξέρω τον Λάρι πολύ καιρό. Ήξερα ότι είναι κάποιος που θα με βοηθούσε να συνεχίσω, όταν θα άρχιζα να παραπονιέμαι» λέει αστειευόμενος.

Η μεταφορά της ιστορίας των Sopranos σε ταινία, δεν συνάδει με την κλασική κινηματογραφική μορφή, σύμφωνα με τον Τσέις: «Ο Λάρι Κόνερ κι εγώ κάναμε πολλές συζητήσεις για τη διαφορά ανάμεσα σε μία ταινία με υλικό που σχετίζεται με τους Sopranos και μία τηλεοπτική σειρά. Μία ταινία, συνήθως, πραγματεύεται την αναζήτηση ενός ήρωα, όταν ακολουθείς έναν χαρακτήρα και την κρίση που περνάει. Η ταινία δεν είναι αυτού του είδους. Λειτουργεί περισσότερο σαν ένα σύνολο, δεν έχει μόνο μία πλοκή».

Ο Κόνερ περιγράφει τη σειρά ως μία δοκιμασμένη δομή, που επιφυλάσσει μία κρίσιμη ανατροπή: «Είναι σαν κλασική κωμωδία, παρακολουθεί έναν τύπο που έχει μία οικογένεια στη δουλειά και μία οικογένεια στο σπίτι, και μέρος του μυστικού της ιστορίας είναι ότι διχάζεται ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια. Η σειρά έχει σαν αφετηρία τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες, οπότε αμέσως ανακοινώνει ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο μαφιόζο, αλλά για τον πιο συναρπαστικό μαφιόζο που έχουμε γνωρίσει. Έχει αυτογνωσία, αν και είναι ένας δολοφόνος» συνεχίζει ο Κόνερ. «Είναι επίσης συμπαθής. Η ερώτηση που κάνουμε στον εαυτό μας συχνά είναι αν αγαπάμε τον Τόνι Σοπράνο σε βαθμό που να του συγχωρούμε τα απαίσια πράγματα που κάνει».

Η απάντηση εναπόκειται στο μοναδικό ταλέντο του Ντέιβιντ Τσέις, σύμφωνα με τον Κόνερ. «Ο Ντέιβιντ είναι ένας καλλιτέχνης με έναν τρόπο που δεν συναντάμε συχνά στους σεναριογράφους» λέει ο Κόνερ. «Είμαι ένας δεξιοτέχνης, είμαι καλός στο σενάριο. Το κάνω 45 χρόνια, αλλά δεν είμαι ιδιοφυία. Ο Ντέιβιντ είναι ιδιοφυία».

Για τη σκηνοθεσία της ταινίας, ο Ντέιβιντ Τσέις στράφηκε στον Τέιλορ, έναν βετεράνο των Sopranos, που σκηνοθέτησε επεισόδια και στους έξι κύκλους της σειράς. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι που νιώθω ότι ανδρώθηκα μέσα από τη σειρά, γιατί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη σχολή κινηματογράφου. Έμαθα από τον Ντέιβιντ, από τη σειρά και από τους ηθοποιούς. Ήταν συναρπαστικό, γιατί το υλικό και οι ηθοποιοί ήταν πολύ σπουδαίοι» λέει ο Τέιλορ.

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ο Τσέις τον είχε προσεγγίσει όταν είδε την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του, το Palookaville. «Η πρώτη μου ταινία ήταν μία περιπέτεια καταδίωξης που διαδραματιζόταν στο Νιού Τζέρσεϊ. Νομίζω ότι άρεσε στον Ντέιβιντ μόνο και μόνο επειδή λάμβανε χώρα εκεί. Μάλλον θεώρησε ότι κατάγομαι από το Νιού Τζέρσεϊ ή κάτι τέτοιο».

Όταν ο Τέιλορ διάβασε το σενάριο της ταινίας, ενθουσιάστηκε από τις ομοιότητες με τη σειρά, παρόλη την αλλαγή στον κεντρικό χαρακτήρα, το σκηνικό και τη χρονική περίοδο. «Το ύφος της σειράς ήταν άψογο» θυμάται. «Είναι το ίδιο σκοτεινό, αμερικάνικο, αστείο, οξυμμένο, αλλά και απόλυτα αυθεντικό ύφος που ο Ντέιβιντ δημιούργησε μαγικά για τη σειρά. Ο λόγος που υπάρχει η ταινία είναι γιατί υπάρχει μεγάλη αγάπη για το πρωτότυπο υλικό. Έχουμε επίγνωση ότι κάνουμε μία ταινία για ανθρώπους που ξέρουν και αγαπούν αυτούς τους χαρακτήρες και θα καταλάβουν όλες τις αναφορές. Κάνουμε, όμως, την ταινία και για ανθρώπους που θα γνωρίσουν τους χαρακτήρες για πρώτη φορά».

«Είναι κυρίως μια ταινία που στέκει μόνη της» τονίζει ο Ντέιβιντ Τσέις. «Έχει πολύ υλικό και δεν χρειάζεται να έχεις δει τη σειρά για να την απολαύσεις».

Για τον Τέιλορ, το επαναλαμβανόμενο ζήτημα που υπογραμμίζει την ιστορία των Sopranos -που διατρέχει τη σειρά και την ταινία- είναι η εμπειρία ενός μετανάστη στην Αμερική. «Το χαρακτηριστικό θέμα που έλκει τα πάντα μαζί είναι ένα πολύ αμερικάνικο θέμα… η ιδέα ότι μπορείς να δημιουργήσεις τον εαυτό σου, το πεπρωμένο σου. Μπορείς να αλλάξει το ποιος είσαι και ποιος θέλεις να γίνεις, είναι το αμερικάνικο ιδανικό. Γι΄αυτό έρχονται μετανάστες εδώ, σκεπτόμενοι ότι μπορούν να δημιουργήσουν ξανά τον εαυτό τους. Αλλά ο Ντέιβιντ έχει ένα πολύ σκοτεινό όραμα των πραγμάτων και αυτό δεν είναι πάντα πιθανό. Αυτό το όνειρο μας ωθεί να συνεχίσουμε, αλλά συχνά καταλήγει άσχημα» συνεχίζει ο Τέιλορ. «Μέσα στην ιστορία μας, ο Ντίκι προσπαθεί να αλλάξει το ποιος είναι… να ανελιχθεί και να γίνει ένας άλλος».

Η κληρονομιά: Μία ρηξικέλευθη σειρά της μικρής οθόνης στη μεγάλη οθόνη

Μέσα σε έξι κύκλους, οι Sopranos ανέτρεψαν τα στερεότυπα και απέσπασαν αναρίθμητα βραβεία χάρη στο συναρπαστικό πορτρέτο της ιταλοαμερικανικής οικογένειας, τόσο με την έννοια των δεσμών αίματος, αλλά και των δεσμών ανάμεσα στα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης. Στο επίκεντρο είναι η περίφημη ερμηνεία του Τζέιμς Γκαντολφίνι ως Τόνι, ενός ευφυούς, βίαιου, καταθλιπτικού και ευαίσθητου αρχιμαφιόζου, ενός από τους πιο επιβλητικούς και πληθωρικούς αντιήρωες της τηλεόρασης. Ποτισμένη με μαύρο χιούμορ, η σειρά απεικόνιζε έναν βίαιο κόσμο οργανωμένου εγκλήματος, ξεδιάντροπης προδοσίας και δόλου, αλλά και τα καθημερινά βάσανα μιας «ενδιάμεσης» γενιάς που προστατεύει τους ηλικιωμένους και μεγαλώνει τα δικά της παιδιά.

Η σειρά ήταν ομόφωνα συναρπαστική, κυρίως, για έναν απλό λόγο, σύμφωνα με τον Τσέις: «Εντελώς παράδοξα, ο κόσμος ένιωσε οικεία με τη σειρά, ταυτίστηκε μαζί της».

Ενώ οι οικογενειακοί καυγάδες ήταν οικείοι στους θεατές, τα σκοτεινά κίνητρα του φονικού πρωταγωνιστή εκφράζονταν εύγλωττα στις ιδιωτικές συνεδρίες του Τόνι με την Δρ. Μέλφι. «Νομίζω ότι ο Άντονι Σοπράνο έδειξε περισσότερο τον εσωτερικό του κόσμο απ’ ό,τι σε άλλες ιστορίες με μαφιόζους» λέει ο Τσέις. «Ο τύπος πήγαινε στην ψυχοθεραπεία, οπότε μαθαίναμε τι σκέφτεται και τι νιώθει».

Όταν η σειρά έληξε με ένα απότομο μαύρο καρέ και η μοίρα του Τόνι παρέμεινε αδιευκρίνιστη, οι φαν δίψαγαν να μάθουν κι άλλα, παρά την επιμονή του Ντέιβιντ Τσέις ότι η σειρά είχε ολοκληρωθεί. Ο αιφνίδιος θάνατος του Τζέιμς Γκαντολφίνι το 2013 έβαλε τέλος στις εικασίες που ήθελαν τη σειρά να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε. 

Με ένα λαμπρό καστ που περιλαμβάνει τους Αλεσάντρο Νιβόλα, Λέσλι Όντομ Τζούνιορ, Τζον Μπέρνταλ, Κόρεϊ Στολ, Μάικλ Γκαντολφίνι, Μπίλι Μάγκνουσεν,  Μικέλα Ντε Ρόσι, Τζον Μαγκάρο, Ρέι Λιότα και Βέρα Φαρμίγκα, η ταινία παρουσιάζει μία μεγάλη κοινότητα Ιταλοαμερικανών, που εξαπλώνεται από τους Σοπράνος στους Μολτισάντις, συμπεριλαμβανομένου και του νεαρού Άντονι Σοπράνο και αρκετών ονομάτων που θα ηχήσουν οικεία στα αυτιά των φαν: της μητέρας του Τόνι, της Λίβια, και του θείου του, του Τζούνιορ. Αλλά είναι μία η σχέση που πυροδοτεί την αφήγηση: αυτή που έχει ο Τόνι με τον θείο του, τον Ντίκι Μολτισάντι.

Οι Άγιοι της Μαφίας

Γνωστός ως Τζέντλεμαν Ντίκι, ο Ντίκι Μολτισάντι είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης του Νιου Τζέρσεϊ, της ΝτιΜέο. Δεν έχει δικό του γιο και απολαμβάνει τη σχέση με τον νεαρό Τόνι Σοπράνο, τον γιο του πιο κοντινού του συνεργάτη, Τζόνι Σοπράνο. Στη σειρά, ο Ντίκι δεν φαίνεται ποτέ, επειδή έχει πεθάνει χρόνια πριν, αλλά ο Τόνι τον περιγράφει συχνά με μεγάλη εκτίμηση ως τον μέντορα που του λείπει πολύ. 

Ο Ντέιβιντ Τσέις τον περιγράφει ως έναν εκλεπτυσμένο και σύνθετο χαρακτήρα. Ως μέσος γκάνγκστερ της συμμορίας, ο Ντίκι είναι μπλεγμένος σε διάφορες παράνομες δραστηριότητες, αλλά τρέφει φιλοδοξίες για κάτι παραπάνω. «Είναι έξυπνος και ψάχνεται για να βρει το νόημα και την ταυτότητα του» περιγράφει ο Τσέις.

Η εύρεση του κατάλληλου ηθοποιού ήταν μια πρόκληση. Όμως, όταν ο Τσέις και ο Τέιλορ συναντήθηκαν με τον Αλεσάντρο Νιβόλα, ήξεραν ότι είχαν τον Ντίκι που έψαχναν. Ο ταλαντούχος εγγονός Ιταλών μεταναστών, ήταν τέλειος για τον ρόλο. «Όπως είπε ο  Μαρκ Τουέιν για τη γυναίκα του και τις βρισιές “ξέρει τις λέξεις, αλλά δεν έχει το κατάλληλο ύφος”, ο Αλεσάντρο, σε σχέση με την προφορά των Ιταλοαμερικανών, κατέχει τις λέξεις και το ύφος. Αυτό κάνει τεράστια διαφορά. Τα χρησιμοποιεί και ξέρει πώς να το κάνει. Και είναι ένας εξαιρετικά προικισμένος ηθοποιός».

«Φάγαμε μαζί του και μας είπε ότι πάει κάθε καλοκαίρι στην Ιταλία» προσθέτει ο Τέιλορ. «Μίλησε ιταλικά και ήταν σχεδόν με τον τρόπο που θα μιλούσε ο Ντίκι».

Όταν ο ηθοποιός διάβασε το σενάριο εντυπωσιάστηκε από το πώς ο Τσέις δημιούργησε το πρίκουελ των Sopranos με έναν τελείως νέο χαρακτήρα στο επίκεντρο. «Είναι ένας πανέξυπνος τρόπος να πεις την ιστορία του Τόνι Σοπράνο, μέσα από έναν χαρακτήρα που τον έχουμε μόνο ακουστά στη σειρά» λέει με θαυμασμό ο Νιβόλα. «Επιτρέπει στην ταινία να αποκτήσει τον δικό της χαρακτήρα και να σταθεί μόνη της, δίνοντας ταυτόχρονα την ικανοποίηση στο κοινό ότι παρακολουθεί τον σπόρο που έθρεψε τον Τόνι και τον περίγυρω του».

Σύμφωνα με τον Νιβόλα, το έργο του Ντέιβιντ Τσέις στη σειρά άλλαξε την τηλεόραση για όλους τους επαγγελματίες. «Ήταν η πρώτη σειρά που άλλαξε τους κανόνες, της τηλεοπτικής αφήγησης και των ερμηνειών των ηθοποιών. Η σειρά ήρθε και ξαφνικά η τηλεόραση μεταμορφώθηκε. Γέννησε τη Χρυσή Εποχή της τηλεόρασης για την οποία όλοι μιλάμε τώρα, όπου δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στις ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές, και αυτό το κατάφερε ο Ντέιβιντ Τσέις και οι συνεργάτες του. Υπάρχει κάτι στον τρόπο που ο Ντέιβιντ γράφει, κάτι ποιητικό και αναπάντεχο» λέει ο Νιβόλα. «Σε κάθε σκηνή συμβαίνουν πολλά και ο διάλογος είναι ευφυέστατος».

Σύμφωνα με τον Νιβόλα, ο Ντίκι δεν είναι αυτό που δείχνει. «Στα μάτια του Τόνι και των υπολοίπων είναι τέλειος. Βρίσκεται σε μία φάση της ζωής του που όλα πάνε καλά. Έχει ακριβό αυτοκίνητο. Φοράει κουστούμι και ρεπούμπλικα. Το παρατσούκλι του είναι Τζέντλεμαν Ντίκι, που αντανακλά αυτό που νομίζει ο κόσμος για εκείνον: έναν τύπο με άψογους τρόπους, το οποίο όλοι λατρεύουν. Αλλά κάτω από το εξωτερικό περίβλημα αυτής της κομψής εμφάνισης, καταρρέει. Κρύβει ένα καμίνι που καίει και ετοιμάζεται να εκραγεί».

«Ο Αλεσάντρο έδωσε επίπεδα στον χαρακτήρα» λέει ο Άλαν Τέιλορ. «Είναι καλός στο χιούμορ των Sopranos κι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταινία».

Ο Νιβόλα έκανε έρευνα για τον χαρακτήρα, το Νιούαρκ και τους μαφιόζους της περιόδου. Μέσα από οικογενειακούς φίλους, ο Νιβόλα γνωρίστηκε με έναν Ιταλοαμερικανό ιερέα από το Νιούαρκ, που του έδειξε τις γειτονιές της ταινίας. «Μου είπε για τις δικές του εμπειρίες και τις εμπειρίες των γονιών του και μου έδειξε σημαντικά μέρη» λέει ο ηθοποιός.

Ο Νιβόλα διάβασε απομνημονεύματα μελών εγκληματικών οργανώσεων. «Επικεντρώθηκα σε δύο βιβλία, γιατί περιείχαν τη σχέση πατέρα γιου, και για μένα αυτή είναι η καρδιά της ιστορίας. Ο Ντίκι έστεκε σαν πατρική φιγούρα για τον Τόνι, γιατί ο Ντίκι δεν είχε ακόμα δικό του γιο. Με έναν τρόπο έχει υιοθετήσει τον Τόνι, τον αγαπά σαν θετό του παιδί, γιατί ο πατέρας του Τόνι, ο Τζόνι, μπαινοβγαίνει στη φυλακή και δεν προσέχει ιδιαίτερα τον γιο του» εξηγεί ο Νιβόλα.

Μια παλιά παροιμία λέει ότι η πίσω πλευρά της αγάπης είναι ο πόλεμος και ο πόλεμος ορθώνει το ανάστημα του απέναντι στη συμμορία των Μολισάντι/Σοπράνο,  όχι μόνο από τα οικογενειακά χαρακώματα, αλλά και έξω στους δρόμους του Νιούαρκ. Αυτό που κλιμακώνεται σαν πόλεμος ξεκινάει σαν κάτι οικείο στο πρόσωπο του Χάρολντ ΜακΜπράιερ.

Ο ΜακΜπράιερ είναι γέννημα θρέμμα του Νιούαρκ και δουλεύει για τον Ντίκι, αν και δεν ανήκει στην ιταλοαμερικανική κοινότητα. Είναι παιδικός φίλος του Ντίκι και είναι μαύρος. Η οικογένεια του, όπως πολλές άλλες στην κοινότητα του, μετακόμισαν στο Νιούαρκ από τον Νότο ως μέρος της Μεγάλης Μετανάστευσης των αρχών του 20ου αιώνα. Έξυπνος και φιλόδοξος, ο Χάρολντ βοηθάει τον Ντίκι να επιβλέπει τον παράνομο τζόγο στη μαύρη γειτονιά του Νιούαρκ.

«Ήταν δύσκολο να βρούμε τον ηθοποιό που θα παίξει τον Χάρολντ» λέει ο Τέιλορ. «Περάσαμε πολύ χρόνο να ψάχνουμε. Ήταν ξεκάθαρο ότι θέλαμε κάποιον συμπαθή, παρόλο που θα διέπραττε βιαιότητες».

Τελικά, οι δημιουργοί βρήκαν τον Χάρολντ τους στον Λέσλι Όντομ Τζούνιορ. «Η λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι εξυπνάδα» συνεχίζει ο Τέιλορ, περιγράφοντας τον ηθοποιό. «Είναι σπουδαίος και είμαστε απίστευτα τυχεροί που τον έχουμε».

Για τον Όντομ, ο ΜακΜπράιερ είναι ένας άντρας του οποίου τα σχέδια έχουν ανατραπεί: «Είναι ένας νεαρός απατεώνας, ένας νέος επιχειρηματίας. Εξαιτίας των συνθηκών και εξαιτίας της κοινωνίας, δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του. Ο Χάρολντ θέλει το μερίδιο του, το αποκλειστικά δικό του πεδίο, που θα ελέγχει».

Σύμφωνα με τον Τσέις, ο Όντομ χαρίζει μία απρόσμενη ποιότητα στον Χάρολντ. «Ο Λέσλι προσθέτει κάτι που δεν είχα φανταστεί, κάτι εκλεπτυσμένο στον Χάρολντ. Δημιούργησε έναν Χάρολντ που είναι κάπως μειλίχιος και τζέντλεμαν. Είναι πολύ κουλ».

Στην αρχή της ιστορίας, ο Χάρολντ έχει μία βατή σχέση με τον Ντίκι, αλλά δεν είναι καλοδεχούμενος στον κύκλο των Ιταλοαμερικανών γκάνγκστερ. «Ο Χάρολντ νιώθει ότι δεν τον σέβονται οι άνθρωποι του Ντίκι» εξηγεί ο Όντομ.

Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, η σχέση των δύο φίλων από τα παλιά χαλάει, όσο ο Χάρολντ ενισχύεται από το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων -που πήρε φωτιά το 1967- και αρχίζει να αποκτά φιλοδοξίες. Ο Όντομ λέει: «Βλέπουμε πώς η πολιτική εκείνης της εποχής επηρεάζει αυτούς τους δύο, πώς ο ευρύτερος κόσμος επηρεάζει τη φιλία τους. Ο Χάρολντ είναι κάποιος που, όπως πολλοί έγχρωμοι εκείνη την εποχή, έχει την οδυνηρή επίγνωση της θέσης του στην κοινωνία, των ορίων του και του βαθμού που μπορεί να φτάσει στα όνειρα του. Λέμε την ιστορία όλων των ανεπαίσθητων εκφράσεων επιθετικότητας, των μικρών προσβολών που πρέπει να ανεχτεί, που μια ολόκληρη κοινότητα πρέπει να υποστεί… και πώς τελικά η κατάσταση εκρήγνυται. Το Νιούαρκ καίγεται, το ίδιο και ο Χάρολντ».

«Ο Λέσλι είναι μία ευγενική ψυχή» λέει ο Νιβόλα. «Είναι απίστευτα τρυφερός και πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του. Μετά, όταν μεταμορφώνεται σε κάποιον γεμάτο οργή και έτοιμο για αληθινή βία, γίνεται καταπληκτικός».

Για τον ρόλο του θετού γιου του Ντίκι, του εφήβου Τόνι Σοπράνο -για τις σκηνές που λαμβάνουν χώρα το 1971, μετά τις εξεγέρσεις στο Νιούαρκ, όταν οι Σοπράνος έχουν μετακομίσει από το Νιούαρκ- οι δημιουργοί έπεσαν πάνω σε ένα μοναδικά εξοπλισμένο και ταλαντούχο νεαρό ηθοποιό: τον Μάικλ Γκαντολφίνι, γιο του Τζέιμς Γκαντολφίνι, του κλασικού Τόνι δηλαδή. «Είδαμε πολλούς ηθοποιούς και πρότεινα να δοκιμάσουμε τον Μάικλ» θυμάται ο Ντέιβιντ Τσέις. «Δεν υπήρχε αμφιβολία ό,τι άξιζε τον κόπο».

Ο τότε μόλις 18 χρονών Μάικλ Γκαντολφίνι είχε μόλις βγει σαν επαγγελματίας ηθοποιός, με ρόλους στα Ocean’s 8 και The Deuce, πριν κάνει οντισιόν για τον ρόλο του νεαρού Τόνι. «Ήταν μία από τις πιο εύκολες αποφάσεις που πήραμε. Ξέραμε ότι θα ήταν δύσκολο να βρούμε κάποιον που να μπορεί να παίξει και να είναι πιστευτό ότι όταν μεγαλώσει θα μοιάζει στον Τζέιμς Γκαντολφίνι. Στην οντισιόν, ο Μάικλ μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τις δυνατότητες του. Κατέχει την αύρα του χαρακτήρα που είχε επινοήσει ο Ντέιβιντ, αλλά και του χαρακτήρα που είχε δημιουργήσει ο Γκαντολφίνι» λέει ο Άλαν Τέιλορ.

Αν και μεγάλωσε κυριολεκτικά ανάμεσα στα dvd της σειράς (που κυκλοφορούσαν ακόμα και ανάμεσα στα παιχνίδια του και, μάλιστα, μερικές φορές τα έπαιρνε για ύπνο μαζί του), ο Μάικλ Γκαντολφίνι ήταν πολύ μικρός για να δει τη σειρά την εποχή που έπαιζε στον αέρα. «Έχω περίπου την ίδια ηλικία με τη σειρά. Γεννήθηκα όταν γυρίζαν τον πρώτο κύκλο. Πήγαινα στο γύρισμα για να δω τις αστείες σκηνές του μπαμπά, δεν με άφηνε να δω τις βίαιες σκηνές. Ο Τόνι Σοπράνο ήταν για μένα ένας παχουλός τύπος που περπατούσε στο μονοπάτι και μάζευε την εφημερίδα του».

Αργότερα, όταν ο νεαρός κατάλαβε τη φήμη του πατέρα του ως πρωταγωνιστή σε μία θρυλική σειρά, άρχισε να τον πιάνει η περιέργεια. «Ο πατέρας μου κι εγώ ήμασταν στο αυτοκίνητο και τον ρώτησα με τι έχει να κάνει η σειρά. Μου είπε ότι είναι για έναν μαφιόζο που πάει σε ψυχολόγο. Αλλά ήμουν 11 και η σειρά είχε ήδη τελειώσει» θυμάται ο Μάικλ Γκαντολφίνι.

Όταν επιλέχθηκε στον ρόλο του εφήβου Τόνι, ο Γκαντολφίνι ήταν αποφασισμένος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, παρόλη την πίεση. «Ήταν η ώρα να δουλέψω σκληρά. Είναι απόλυτα τρομαχτικό σε πολλά επίπεδα. Ας αρχίσουμε με το γεγονός ότι είναι ένας σπουδαίος χαρακτήρας που τον αγαπούν πολλοί. Αυτό είναι υπέροχο και θέλεις να τον αποδώσεις καλά. Μετά είναι το γεγονός ότι πρόκειται για τον μπαμπά μου και ήθελα να το κάνω σωστά προς τιμήν του».

Όταν διάβασε το σενάριο, ανακάλυψε ότι ο νεαρός Τόνι δεν είχε ακόμα εξελιχθεί στον άντρα που ξέρουμε από τους Sopranos. «Ερωτεύτηκα το γεγονός ότι ήταν διαφορετικός τότε. Δεν είναι ο Τόνι που ξέρουμε. Είναι ευαίσθητος. Έχει περιέργεια. Είναι ανοιχτός σε πράγματα που οι άλλοι δεν είναι».

O 16χρονος αναλαμβάνει υποχρεώσεις πέρα από την ηλικία του, συμπεριλαμβανομένης της φροντίδας της μητέρας του, της Λίβια. Ο Γκαντολφίνι σχολιάζει: «Ο πατέρας του είναι ήδη πέντε χρόνια στη φυλακή και πρέπει να γίνει ο άντρας της οικογένειας από τόσο νωρίς. Φροντίζει τη μητέρα του, που είναι ασταθής πνευματικά και έχει εφιάλτες. Είναι συντετριμμένος. Δεν ξέρει τι να κάνει, αλλά προσπαθεί να βοηθήσει. Ο Τόνι δεν θέλει να είναι στη μαφία και δεν θέλει να ζει σαν εγκληματίας. Ξέρει ότι αν θέλει να κάνει τον μπαμπά του περήφανο, πρέπει να γίνει ο ίδιος ένας μαφιόζος. Το μόνο που θέλει είναι να κάνει την οικογένεια του περήφανη».

Το ταλέντο και το κίνητρο του πατέρα είναι εμφανή στον γιο. Ο Νιβόλα επιβεβαιώνει: «ο Μάικλ έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που θυμίζουν τον μπαμπά του που είναι συναρπαστικά και πολύ σπαραχτικά. Τον κοιτάς στα μάτια και βλέπεις τον μπαμπά του».

«Είναι λίγο απόκοσμο κάτι φορές» συμφωνεί ο Ντέιβιντ Τσέις. «Όταν κάναμε την ανάγνωση του σεναρίου και δεν είχε κάποια ατάκα, έβαζε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι και κοιτούσε γύρω του. Άρχιζε να κάνει κάτι με τον ώμο του και σκεφτόμουν  “αμάν, αυτός είναι ο Τόνι”. Ήταν απίθανο».

Ο Τσέις επικροτεί τη σπουδαία προσπάθεια του Μάικλ Γκαντολφίνι να υποδυθεί τον ρόλο του Τόνι Σοπράνο στην ταινία. «Πραγματικά, έψαξε τα πάντα για τους Sopranos. Τα πάντα για τον μπαμπά του, για τον Τόνι, έψαξε ξανά και ξανά».

Ο νεαρός Γκαντολφίνι δεσμεύτηκε να αποδώσει τους μανιερισμούς του κλασικού τηλεοπτικού Τόνι. «Ήθελα το καμπούριασμα του, ήθελα ο Τόνι να μοιάζει ότι έχει όλο το βάρος του κόσμου στην πλάτη του. Δούλεψα πάνω στην αναπνοή του πολύ, την εμβληματική αναπνοή που είχε ο μπαμπάς μου. Δούλεψα στο πώς έπιανε πάντα το πρόσωπο του».

Ο Γκαντολφίνι, που μεγάλωσε στο Μανχάταν, θέλησε να μάθει την προφορά του Νιου Τζέρσεϊ. «Αν θέλω να μοιάσω στον Τόνι, τότε πρέπει να έχω την προφορά» δηλώνει ο νεαρός ηθοποιός. «Οπότε, άρχισα να την ακούω συνεχώς. Μετά, συνάντησα έναν δάσκαλο φωνητικής, που με βοήθησε πολύ, και δουλέψαμε πάνω στη ρινικότητα, γιατί ήθελα να είναι ακόμα πιο ένρινη η ομιλία απ’ ό,τι στη σειρά, γιατί ο χαρακτήρας είναι πιο νέος. Και στο γύρισμα, συνάντησα έναν εκπληκτικό δάσκαλο για διαλέκτους και δουλεύαμε μαζί κάθε μέρα».

Ο πατέρας του Τόνι, που στη σειρά βλέπουμε μόνο μέσα από σύντομα φλάσμπακ, ο Τζόνι Σοπράνο, πάτερ φαμίλιας της οικογένειας, είναι ένας χαρακτήρας κλειδί στην ταινία. Τον υποδύεται ο Τζον Μπέρνταλ, και είναι ένας όμορφος γκάνγκστερ, ο σκληροτράχηλος αρχηγός της οικογένειας.

Ο σκηνοθέτης Άλαν Τέιλορ περιγράφει τον Τζόνι ως κάποιον με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη ζωή του ενήλικα Τόνι Σοπράνο, ακόμα και αφού έχει πεθάνει, όταν η σειρά ξεκινάει. «Επιδεικνύει μία εκρηκτική βιαιότητα και είναι σπουδαίος χαρακτήρας» λέει ο Τέιλορ.

«Ο Γκαντολφίνι έδωσε την απόλυτη ερμηνεία. Νομίζω ότι έγραψε ιστορία. Είναι μεγάλη τιμή να είμαι μέρος αυτού» λέει ο Μπέρνταλ.

Τον συλλαμβάνουν μπροστά στα παιδιά του και τον στέλνουν φυλακή, όταν ο Τόνι είναι 11. Ο Τζόνι επιστρέφει πέντε χρόνια μετά σε μία διαφορετική οικογένεια και σε ένα αλλαγμένο Νιούαρκ. «Ο Τζόνι προσπαθεί απεγνωσμένα να διορθώσει κάθε λάθος που έγινε και να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει πολιτισμικά και κοινωνικά» σχολιάζει ο ηθοποιός. 

Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο χαρακτήρας, ο Μπέρνταλ υποδύεται τον Τζόνι Σοπράνο, σαν έναν προσγειωμένο άνθρωπο. «Ο Τζον είναι γνωστός για τις ταινίες δράσης» λέει ο σκηνοθέτης. «Κι εδώ, έχει κοιλίτσα και καπνίζει πολύ και είναι μάλλον η παρακμιακή εκδοχή του εαυτού του. Είναι χαρισματικός και αστείος, αλλά και εκρηκτικός».

Αυτή η απειλή της έκρηξης από τον πατέρα έχει καθορίσει τον γιο του Τόνι. «Βλέπεις το πόσο κλειστός είναι ο γιος του, η σφαλιάρα τον περιμένει στη γωνία» λέει ο Τέιλορ.

«Ο Τζον Μπέρνταλ τον υποδύεται πιο άγριο από τον Τζόνι της σειράς» λέει ο Τσέις. «Την ίδια στιγμή, γίνεται τρυφερός κι αυτό δίνει διαφορετικές αποχρώσεις».

Ίσως μία από τις πιο αξιομνημόνευτες φιγούρες της σειράς είναι η δύσκολη μητέρα του Τόνι, η χήρα Λίβια, που εμφανίστηκε στους τρεις πρώτους κύκλους και ενσαρκώθηκε από την Νάνσι Μάρτσαντ. Στη σειρά, η Λίβια είναι η χειριστική μητριαρχική φιγούρα της οικογένειας, μία μόνιμη πηγή άγχους για τον Τόνι, που την προσέχει, παρόλη την έλλειψη τρυφερότητας εκ μέρους της.

Η Λίβια πάντα ήταν η αγαπημένη του κοινού, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Τσέις. «Είναι αλλόκοτο πώς οι άνθρωποι αγαπούσαν τη Λίβια και τον αδελφό του Τζόνι, τον Τζούνιορ, τους δύο πιο δυσάρεστους τύπους. Έλεγαν ό,τι τους ερχόταν στο κεφάλι. Δεν έκαναν τον κόπο να είναι ευχάριστοι. Κι αυτοί οι δύο ήταν οι χαρακτήρες που μας άρεσε να γράφουμε πιο πολύ».

Στην ταινία, η Λίβια είναι μία νεαρή σύζυγος με λίγη χαρά στη ζωή της. «Η Λίβια είναι γεμάτη φόβους και οι ανησυχίες κυριεύουν το μυαλό της» εξηγεί ο Τσέις. «Υπονοείται ότι είχε κακή σχέση με τους γονείς της και ότι πέρασε δύσκολα. Επίσης, έχει παντρευτεί κάποιον που δεν τη σέβεται».

Η Βέρα Φαρμίγκα υποδύεται τη Λίβια. «Η ερμηνεία της Νάνσι Μάρτσαντ έπλασε τον χαρακτήρα ανεξίτηλα» λέει ο Τέιλορ. «Οπότε απευθυνθήκαμε συνειδητά τη Βέρα, λέγοντας της ότι είναι σαν να παίζει μία ιστορική προσωπικότητα. Όταν αρχίσαμε τις πρόβες, βρήκε τη φωνή και τους μανιερισμούς. Συχνά, ήταν ξεκαρδιστικό και άλλες φορές ολέθριο».

Για τη Φαρμίγκα, ήταν μία μεγάλη πρόκληση. «Δεν θα πω ψέματα, ένιωσα μεγάλη πίεση. Η Λίβια της Νάνσι Μάρτσαντ ήταν λαχταριστή, μοχθηρή, ξεκαρδιστική, επική… δεν γινόταν καλύτερη. Είναι αδιαμφισβήτητα ο πιο δημοφιλής χαρακτήρας της πρώτης σεζόν. Η Νάνσι έκανε τη Λίβια το πιο αξιαγάπητο τέρας, ήταν προφανές ότι απολάμβανε απόλυτα να την υποδύεται. Με άφησε άφωνη το γεγονός ότι ο Ντέιβιντ Τσέις ήθελε εμένα να ερμηνεύσω μία πιο νεαρή Λίβια. Δεν μου ζήτησε οντισιόν. Δεν με ρώτησε πώς θα το κάνω. Μιλήσαμε για την ανατροφή μου στο Νιου Τζέρσεϊ και τις οικογένειες μας. Με έναν τρόπο, όλη η δουλειά είχε γίνει πριν από μένα, όλες οι επιλογές είχαν γίνει. Η Νάνσι καθιέρωσε τους κανόνες, εγώ έπρεπε να τους ακολουθήσω και να γυρίσω το ρολόι πίσω στον χρόνο. Παραμένει ναρκισσιστική και είναι πιο ενεργητική, πιο ζωντανή».

«Είναι ατρόμητη ηθοποιός, ενστικτώδης και αυθόρμητη, άγρια και ελεύθερη» λέει ο Νιβόλα. «Ενσάρκωσε τη Λίβια, αυτή τη θυματοποίηση, αυτή την αίσθηση ότι όλοι είναι εναντίον της. Την ίδια στιγμή, νιώθεις ότι η Λίβια της Βέρα θα τους κατακτήσει όλους. Έχει πιάσει την ουσία της Λίβια».

Ένας ακόμα ηθοποιός που αναλαμβάνει καταλυτικό ρόλο στην ταινία είναι ο Κόρεϊ Στολ, που υποδύεται τον θείο Τζούνιορ Κοράντο Σοπράνο, τον μεγαλύτερο αδελφό του Τζόνι. Στη σειρά τον υποδυόταν ο Ντόμινικ Τσιανέζε που τον απέδωσε απολαυστικά ως τον γκρινιάρη και απρόβλεπτο θείο του Τόνι. «Η ερμηνεία του Ντόμινικ ήταν εξαιρετική ήδη από τον πιλότο» λέει ο Στολ. «Ήταν μία απίστευτα αστεία και μερικές φορές τρομαχτική ερμηνεία. Ήταν ο εκπληκτικός και τρομαχτικός ανταγωνιστής του Τόνι».

Το σενάριο του Τσέις, εντωμεταξύ, δίνει στον Στολ πολλά από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του θείου Τζούνιορ. «Ο Τζούνιορ είχε έναν δικό του τρόπο να μιλάει, με πολλές αισχρές λέξεις. Έχει κάτι το εκρηκτικό και ρυθμικό που είναι η υπογραφή του» λέει ο Στολ. 

Στην ιστορία του Τσέις, όταν γνωρίζουμε τον αγαπημένο θείο Ντίκι και τον Τόνι, είναι η μέρα που ο πατέρας του Ντίκι, γνωστός ως Χόλιγουντ Ντίκι, καταφθάνει από ένα ταξίδι στην Ευρώπη, με τη νεαρή καινούρια σύζυγο του, την Τζουζεπίνα, στο πλευρό του. Για τον ρόλο του πατέρα του Ντίκι, οι δημιουργοί στράφηκαν στον βετεράνο σε γκανγκστερικές ταινίες, Ρέι Λιότα, διάσημο για τον ρόλο του Χένρι Μιλ στα Καλά Παιδιά του Σκορσέζε.

Σύμφωνα με τον Ρέι Λιότα, ο Χόλιγουντ Ντίκι, είναι ένας μαφιόζος που κάποτε συναγελαζόταν με διασημότητες και τώρα έχει έναν λιγότερο ενεργητικό ρόλο στην οικογενειακή επιχείρηση. «Θέλω να μπλέκομαι, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Πήγα στην Ιταλία και βρήκα μία νέα, όμορφη γυναίκα και θέλω να κάνω επίδειξη στον γιο μου και να του την γνωρίσω. Είμαι περήφανος και χαρούμενος» εξηγεί ο Λιότα για τον χαρακτήρα που υποδύεται.

Όμως, τα συναισθήματα του Ντίκι για τον πατέρα του είναι αντιφατικά. «Ο Ντίκι στέκεται απέναντι από τον πατέρα του, που όλοι ξέρουν ότι είναι ένας αγροίκος» εξηγεί ο Νιβόλα. «Πάντα ήταν βίαιος, έδερνε γυναίκα και γιο».

Όταν ο Χόλιγουντ Ντίκι και η Ναπολιτάνα γυναίκα του μετακομίζουν στο σπίτι του Ντίκι, οι εντάσεις κλιμακώνονται. «Ο Ντίκι ερωτεύεται την Τζουζεπίνα. Ο πατέρας του αρχίζει να τη δέρνει και ο γιος τρελαίνεται. Τελικά ο Ντίκι έρχεται αντιμέτωπος με τον πατέρα του για πρώτη φορά. Εξαπολύει μια οργή και μια απέχθεια, μαζί με τον φόβο και τον πόνο με τους οποίους έχει μεγαλώσει κάτω από τη σκιά του πατέρα του» λέει ο Νιβόλα.

Πριν το γύρισμα, ο Λιότα έμαθε να μιλάει ιταλικά με τη ναπολιτάνικη διάλεκτο για τους διαλόγους με τη γυναίκα του. «Ο Ρέι τα δίνει όλα, είναι συναρπαστικός, αστείος, τρομαχτικός, συμπαθητικός και πολύ ευφυής. Ήταν απόλαυση να τον βλέπεις να ερμηνεύει» λέει ο Τσέις.

Τον ρόλο της Τζουζεπίνα ανέλαβε η Μικέλα Ντε Ρόσι, στην πρώτη της αμερικάνικη ταινία. «Η Τζουζεπίνα κατάγεται από φτωχή οικογένεια και θέλει να αλλάξει τη ζωή της. Έρχεται στην Αμερική για πρώτη φορά με έναν γοητευτικό και μυστηριώδη άντρα. Δεν της παίρνει καιρό να έρθει σε επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα και αρχίζει να σκέφτεται πώς θα ξεφύγει από το αμερικάνικο όνειρο» λέει η ηθοποιός.

Στην ταινία εμφανίζονται διάφοροι συνεργάτες του Τζόνι Σοπράνο που αργότερα θα παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην αυτοκρατορία του: ο Πόλι Γκουαλτιέρι, ο Σίλβιο Ντάντε και ο Σαλ Μπονπενσιέρο. «Η παρουσία τους στην ταινία είναι πολύ σημαντική, έχουν πραγματική λειτουργία σε σχέση με τον Τζόνι και τον Ντίκι, ειδικά» εξηγεί ο Τσέις. «Είναι μία συμμορία, είναι οι στρατιώτες. Και όλοι προσδίδουν μία κωμική εκτόνωση».

Τον ρόλο του καλοχτενισμένου Πόλι, που στη σειρά έπαιζε ο Τόνι Σιρίκο, ανέλαβε ο πολυτάλαντος Μπίλι Μάγκνουσεν. Για να προετοιμαστεί για τον ρόλο, ο νεαρός ηθοποιός μελέτησε τον Σιρίκο. «Είναι ένας εμβληματικός χαρακτήρας στη σειρά. Την ξαναείδα και ήταν τόσο απολαυστική. Με τη βοήθεια του Ντέιβιντ Τσέις και του Άλαν Τέιλορ, μπόρεσα να μορφοποιήσω τον χαρακτήρα που δημιούργησε ο Τόνι Σιρίκο».

Ο ηθοποιός, μάλιστα, γνώρισε τον «Πόλι». «Φέραμε τον Τόνι Σιρίκο να περάσει χρόνο με τον Μπίλι, οπότε γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Ο Μπίλι είναι ξεκαρδιστικός, γιατί μιμήθηκε όλα τα χαρακτηριστικά και την εξωφρενική γκαρνταρόμπα του Πόλι, που θα φόραγε εκείνη την εποχή» λέει ο Άλαν Τέιλορ.

Τον ρόλο του Κονσιλιέρι, Σίλβιο Ντάντε, ανέλαβε ο Τζον Μαγκάρο. Ο ηθοποιός εμπνεύστηκε από τον Στίβεν Βαν Ζαντ που έπαιζε τον ρόλο στη σειρά. «Είμαι τυχερός που γνώρισα τον Στίβεν και μπόρεσα να πιάσω τους μανιερισμούς του. Φυσικά, είμαι φαν της σειράς και ξέρω τον χαρακτήρα του Σίλβιο πολύ καλά».

«Ο Τζον είναι εκπληκτικός ηθοποιός και κατάφερε να μιμηθεί τον Στίβεν τέλεια» λέει ο Τσέις. «Κοιταζόμασταν με τον Άλαν και δεν το πιστεύαμε. Ήταν όντως ένας νεαρός Σίλβιο. Ο τύπος μπορεί να κάνει τα πάντα».

Ένας άλλος κόσμος, ένα άλλο μέρος: Νιούαρκ 1967

Όπως συνέβη και με τη σειρά, η ταινία αντλεί υλικό από τη ζωή του Ντέιβιντ Τσέις. Όμως, η ταινία διαδραματίζεται στο Νιούαρκ, την πόλη των παππούδων του, αντί για τα περίχωρα του Νιού Τζέρσεϊ. Στο Νιούαρκ υπήρχε, φυσικά, η γειτονιά των Ιταλών που, όπως και η οικογένεια του Τσέις που έφτασε  στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα από την επαρχία Αβελίνο, κοντά στη Νάπολη.

Σ’ αυτή τη γειτονιά του Νιούαρκ ζούσε τότε ο πέμπτος μεγαλύτερος πληθυσμός Ιταλών και προσέλκυε προσωπικότητες όπως ο Τζο ΝτιΜάτζιο και ο Φρανκ Σινάτρα, που πήγαιναν στα εστιατόρια και στους φούρνους της, ενώ οι Ιταλοί είχαν έντονη παρουσία στις επιχειρήσεις και την πολιτική.

Ο Ντέιβιντ Τσέις, που μεγάλωσε στο κοντινό Κλίφτον στο Νιού Τζέρσεϊ, έχει ζωντανή την ανάμνηση του Νιούαρκ, της μεγαλύτερης πόλης του Νιού Τζέρσεϊ. «Μετά τη Νέα Υόρκη, το Νιούαρκ ήταν το κέντρο του σύμπαντος για μένα. Όταν ήμουν έφηβος, οι φίλοι μου κι εγώ πηγαίναμε εκεί με το λεωφορείο. Είδα την πρώτη μου συναυλία των Rolling Stones εκεί. Τότε, το Νιούαρκ είχε ένα ραδιοφωνικό σταθμό με μαύρη μουσική και τον άκουγα συνέχεια».

Καθώς όλο και περισσότεροι μαύροι μετακόμιζαν στο Νιούαρκ από τον Νότο, οι διαφυλετικές εντάσεις κλιμακώνονταν και κορυφώθηκαν με τις εξεγέρσεις του 1967, ένα σημαντικό γεγονός για την ιστορία της πόλης και το σενάριο των Τσέις και Κόνερι.

Κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιρού που βιώθηκε δραματικά σε όλες τις ΗΠΑ, οι εξεγέρσεις του Νιούαρκ ξέσπασαν, όταν κυκλοφόρησε μία φήμη ανάμεσα στην κοινότητα των μαύρων ότι ένας μαύρος οδηγός ταξί, που είχε τραυματιστεί άσχημα από την αστυνομία του Νιούαρκ, πέθανε από τις κακώσεις. Μία μεγάλης κλίμακας διαδήλωση, που τροφοδοτήθηκε από την πολυετή οργή λόγω των φυλετικών διακρίσεων, κλιμακώθηκε σε τέσσερις μέρες καταστροφής, λεηλασίας και βίας. Η Εθνοφυλακή και η Αστυνομία κλήθηκαν να θέσουν υπό έλεγχο την εξέγερση, ενώ η πόλη καιγόταν. Από το ένα οικοδομικό τετράγωνο στο άλλο, το Νιούαρκ είχε αποδεκατιστεί.

Όταν, τελικά, η εξέγερση έληξε, 26 άνθρωποι σκοτώθηκαν, κυρίως μαύροι, και πάνω από 700 τραυματίστηκαν. Η διαφυλετική ένταση χειροτέρεψε και οι εξεγερμένοι μαύροι και οι λευκοί έφυγαν κατά συρροή από την όλη. Οι συνέπειες της εξέγερσης, οικονομικά και συναισθηματικά, είναι ακόμα ορατές στην πόλη του Νιούαρκ μέχρι σήμερα. 

Ο Τσέις, ένας νεαρός επαναστάτης εκείνης της εποχής, θυμάται: «Όταν ξέσπασαν οι εξεγέρσεις, ήμουν γύρω στα 20, και η τότε κοπέλα μου, που είναι τώρα η σύζυγος μου, εργαζόταν σε κάποια εταιρεία στην καρδιά των εξεγέρσεων. Έλεγα μακάρι να τα κάψουν όλα και μετά θυμήθηκα ότι δούλευε η κοπέλα μου εκεί!».

Ο Τσέις ενδιαφερόταν ήδη για ιστορίες με γκάνγκστερ από την παιδική του ηλικία. Οι ιστορίες σκληρών αντρών που παλεύουν να βρουν την άκρη του θύμιζαν τη δική του οικογένεια μεταναστών (αν και δεν ήταν σε καμία περίπτωση εγκληματίες). «Πάντα ένιωθα ότι υπήρχε μία σύνδεση με τη νεαρή ηλικία του πατέρα μου» λέει. «Έτσι ήταν όταν μεγάλωνε τότε, ως ο γιος μεταναστών πρώτης γενιάς».   

«Η μητέρα μου μισούσε τους γκάνγκστερ και ο πατέρας μου νομίζω» συνεχίζει ο Τσέις. «Για μένα, ως μικρό παιδί, ήταν κυρίως μερικοί Ιταλοί που έβρισκαν υποστήριξη ο ένας στον άλλον. Αυτό με τράβηξε σ΄αυτούς». 

Τη δεκαετία του ’60, ο παράνομος τζόγος, υπό τον έλεγχο της ιταλικής μαφίας, ήταν μέρος της καθημερινότητας στις μαύρες γειτονιές του Νιούαρκ. Με λιγότερο από ένα δολάριο, η ζωή κάποιου μπορούσε να αλλάξει. Ο παράνομος ο τζόγος εξασφάλιζε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο στους εμπλεκόμενους. Τα πολλά λεφτά στο Νιούαρκ, όμως, πηγαίναν στις τσέπες των Ιταλοαμερικανών, αντί για τα νοικοκυριά των μαύρων της περιοχής. 

Στην ταινία, ο Χάρολντ ΜακΜπράιερ γίνεται όλο και πιο δυσαρεστημένος από τη συνεργασία με τον Ντίκι και νιώθει μπουχτισμένος από τις ρατσιστικές συμπεριφορές των Ιταλών. «Η διαφυλετική ένταση είναι μεγάλο μέρος της ταινίας» λέει ο σκηνοθέτης Τέιλορ. «Η ιστορία αναγνωρίζει τον θυμό που προκύπτει από τον ρατσισμό, ο οποίος υπάρχει ακόμα σήμερα. Ο Ντέιβιντ Τσέις γράφει για αυτόν και δεν ψάχνει στο βαθύ παρελθόν της Αμερικής».

«Η ταινία εξερευνά τη σχέση ανάμεσα σε δύο κουλτούρες: την κουλτούρα των Ιταλοαμερικανών μεταναστών και την αφροαμερικανική κουλτούρα» επισημαίνει ο Αλεσάντρο Νιβόλα. «Δεν κλείνει τα μάτια και φωτίζει το ζήτημα με γενναιότητα».

Σύμφωνα με τον Λέσλι Όντομ Τζούνιορ, μία από τις πιο αξιοσημείωτες όψεις της σειράς και της ταινίας είναι ο τρόπος που ο Τσέις ρίχνει φως στην κοινωνία -πέρα από το Νιούαρκ, πέρα από το Νιού Τζέρσεϊ- και βυθίζεται στην ψυχολογία των χαρακτήρων του. «Ασχολείται με την πνευματική σύσταση των ανθρώπων και την ψυχολογία όλων μας» λέει ο Όντομ. «Μερικές φορές υπάρχουν μοτίβα. Βλέπεις τα απαίσια πράγματα που κάνεις και τα παράξενα πράγματα που κάνεις ξανά και ξανά. Οποιοσδήποτε από τους χαρακτήρες θα μπορούσε να καθίσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Ο Ντέιβιντ βάζει την ίδια την Αμερική στο ντιβάνι. Βλέπουμε τα μοτίβα της Αμερικής να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Ο Ντέιβιντ μας ζητάει να το δούμε αυτό, να δούμε αυτό που κάνουμε εδώ και γενιές. Αυτές είναι αμερικάνικες ιστορίες. Είναι στο χέρι μας τι θα κάνουμε, αφού κοιταχτούμε στον καθρέφτη».

Μία οικογένεια πίσω και μπροστά από την κάμερα

Όλο το καστ, όλοι οι συνεργάτες και το συνεργείο της ταινίας αποδίδουν τη συμμετοχή τους σε δύο πρόσωπα: τον Ντέιβιντ Τσέις και τον Τόνι Σοπράνο. Άμεσα ή έμμεσα, η σειρά ορόσημο όχι μόνο γέννησε την ανάγκη των φαν να μάθουν κι άλλα για την ιστορία, αλλά προσκάλεσα μία σωρεία καλλιτεχνών και ηθοποιών που βοήθησαν να ζωντανέψει αυτή η μυθολογία.

Ο Μάικλ Γκαντολφίνι όχι μόνο υποδέχτηκε θερμά την πρόκληση να ενσαρκώσει τον νεαρό Τόνι, αλλά εκτίμησε το σενάριο των Τσέις και Κόνερ, και το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουμε τον κόσμο του Νιούαρκ σχεδόν 60 χρόνια πριν. «Είναι ένα εκπληκτικό σενάριο, γιατί όχι μόνο έχεις καινούριους χαρακτήρες, αλλά και δύο διαφορετικές εμπειρίες, τους Ιταλοαμερικανούς και τους μαύρους. Είναι διαφωτιστικό να βλέπεις πόσο διαφορετικοί και ίδιοι ήταν αυτοί οι κόσμοι… και πόσο διαφορετικά τους αντιμετώπιζαν». 

«Η ταινία βρίθει από σύνθετους χαρακτήρες και σχέσεις» συμφωνεί ο Αλεσάντρο Νιβόλα. «Είναι συναρπαστική, επικίνδυνη, βίαιη, παθιασμένη, γεμάτη έρωτα και θάνατο. Έχει την αγωνία και το σασπένς ενός θρίλερ και το παράλογο χιούμορ μιας ευφυούς κωμωδίας».

Πάνω απ΄όλα, η ταινία δημιουργήθηκε για να διασκεδάσει το κοινό. Ο πατέρας όλων αυτών των χαρακτήρων, ο Ντέιβιντ Τσέις, συνοψίζει τον πυρήνα της ιστορίας σε μία λέξη. «Οικογένεια. Αγαπώ τη Λίβια και τον Τζόνι και τον Ντίκι και τον Τόνι… Αγαπώ τις οικογενειακές σκηνές. Οι πυροβολισμοί και όλα αυτά δεν με συγκινούν. Αλλά η οικογένεια, αυτό είναι το πιο συναρπαστικό κομμάτι της ταινίας». 

Παραλειπόμενα:

Οι μαφιόζοι μέσα στα χρόνια: O Μπομπ Σο, που ανέλαβε τον σχεδιασμό παραγωγής της ταινίας, μας ξεναγεί στον κόσμο των Sopranos σε μία εποχή πολύ πριν τους γνωρίσουμε στη σειρά. Tη δεκαετία του ’60 και του ’70 οι μαφιόζοι είχαν πιο διακριτικές ζωές, ενώ τη χρονική περίοδο της σειράς οι γκάνγκστερ διένυαν την εποχή μετά τον Τζον Γκότι (διαβόητος γκάνγκστερ και αφεντικό της ιταλοαμερικανικής Μαφίας με φανταχτερό τρόπο ζωής). Οπότε, στην ταινία οι μαφιόζοι διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ και δεν έχουν κραυγαλέα σπίτια. Προτιμούν τα μικρά σπίτια και μία μεγάλη Κάντιλακ παρκαρισμένη απέξω.

To Νιούαρκ του 1967: Η ταινία γυρίστηκε στο Νιούαρκ, στο Πάτερσον, το Μπλούμφιλντ και το Τζέρσεϊ Σίτι. Σκηνές γυρίστηκαν στο Μπρονξ, το Γιόνκερς, το Μπρούκλιν και το Κουίνς, σε περιοχές που θυμίζουν το Νιούαρκ του παρελθόντος.

Οι εξεγέρσεις: Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Μπομπ Σο και την ομάδα σχεδιασμού παραγωγής ήταν να αναπαραστήσουν τις εξεγέρσεις του Ιουλίου του 1967. Μετά από εκτενή έρευνα σε φωτογραφικά αρχεία της εποχής, η ομάδα μεταμόρφωσε δύο ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα στο κέντρο του Νιούαρκ. Τα κτίρια αυτά, που δεν είχαν καταστραφεί εντελώς από τις εξεγέρσεις του ’67, βρίσκονται στην καρδιά μίας πολύβουης εμπορικής συνοικίας, αλλά διατηρούν τον χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα. Τα μαγαζιά αυτά λειτουργούσαν κανονικά και η παραγωγή άλλαξε όλες τις προσόψεις, μετά από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες. Στην πορεία, βέβαια, οι προσόψεις αυτές έπρεπε να καταστραφούν για τις ανάγκες της ταινίας.

Κομπάρσοι από τον τόπο τους: Εκατοντάδες ντόπιοι συμμετείχαν ως κομπάρσοι στις σκηνές των εξεγέρσεων και υποδύονταν διαδηλωτές, πλιατσικολόγους, μέλη της Εθνοφυλακής και της αστυνομίας. Η παραγωγή απευθύνθηκε σε ειδικούς συμβούλους του στρατού και της αστυνομίας για να εξασφαλίσει την αυθεντικότητα των σκηνών.

Η μύτη της Λίβια: Για να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο την εμβληματική φυσιογνωμία της Λίβια, όπως την ενσάρκωσε η Νάνσι Μάρτσαντ, η Βέρα Φαρμίγκα χρειάστηκε μία προσθετική μύτη, που τη βοήθησε να μπει στο πετσί του ρόλου.

Τα μαλλιά του Σίλβιο: Το χαρακτηριστικό χτένισμα του Σίλβιο Ντάντε έβαλε σε  μπελάδες στο κεφάλι της ομάδας που ήταν υπεύθυνη για το μακιγιάζ και τα μαλλιά των ηθοποιών. Ο Τζον Μαγκάρο, που υποδύεται τον χαρακτήρα, διαθέτει ιδιαιτέρα πλούσια κόμη και χρειάστηκε να του ξυρίζουν την κορυφή του κεφαλιού για να αποδώσουν πειστικά τη νεαρή εκδοχή των μαλλιών του Σίλβιο.

Η μεταμόρφωση του Μάγκνουσεν: Ο γαλανομάτης με τη λεπτή μύτη Μπιλ Μπάγκνουσεν χρειάστηκε να μεταμορφωθεί στον εντελώς διαφορετικό Πόλι, που έχει καστανά μάτια και πλατιά μύτη. Ο ηθοποιός φορούσε καφέ φακούς επαφής και προσθετικό κομμάτι, αλλάζοντας το σχήμα της μύτης του στο επιθυμητό που ταίριαζε με τη φυσιογνωμία του Πόλι. Χρειάστηκε, επίσης, να βάψουν τις βλεφαρίδες και τα φρύδια του σε πιο σκούρα απόχρωση.

Το μοναδικό χαμόγελο του Τόνι: Ο νεαρός Μάικλ Γκαντολφίνι επιθυμούσε όσο τίποτα να σταθεί στο ύψος του πατέρα του Τζέιμς Γκαντολφίνι και να ενσαρκώσει τον νεαρό Τόνι Σοπράνο με κάθε τίμημα. Το χαρακτηριστικό χαμόγελο του Τόνι με το σπασμένο δόντι ήταν φυσικά ζητούμενο και στη νεαρή εκδοχή του. O Μάικλ ήταν πρόθυμος να υποστεί σπάσιμο στο μπροστινό του δόντι, αλλά τελικά βρέθηκε μια πιο πολιτισμένη λύση: μία τεχνητή οδοντοστοιχία.