Η ευχή «να τα εκατοστήσεις» θα μπορούσε μόνο γέλιο να του προκαλέσει. Πάνε ήδη δύο χρόνια που έχει κλείσει έναν αιώνα ζωής και ο αειθαλής Κερκ Ντάγκλας ετοιμάζεται αύριο 9 Δεκεμβρίου να γιορτάσει τα 102α του γενέθλια.
Είναι αναμφίβολα ο τελευταίος εν ζωή θρύλος της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, μιας κινηματογραφικής περιόδου με αμαρτίες, σκάνδαλα, «μαύρες λίστες», προπαγανδιστικά κατασκευάσματα, αλλά και υπέροχες αγέραστες δημιουργίες από τεράστιους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους και μάστορες του σινεμά, που συνέβαλαν τα μέγιστα σε όλο αυτό το οικοδόμημα το οποίο θα κυριεύσει τον κόσμο και θα δημιουργήσει την εικόνα της Αμερικής. Μία εποχή, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο Κερκ Ντάγκλας, ο τελευταίος πραγματικός σταρ μιας γενιάς που πλέον έχει χαθεί, είναι ένας άνθρωπος του κινηματογράφου, που έχει αφήσει τη δική του σφραγίδα στη μεγάλη οθόνη και συμβολίζει τη χρυσή εποχή του αμερικανικού σινεμά.
Γεννημένος στο Άμστερνταμ της Νέας Υόρκης στις 9 Δεκεμβρίου του 1916, μετανάστης πρώτης γενιάς, από Εβραίους γονείς μετανάστες από τη Λευκορωσία, ο Κερκ Ντάγκλας, με πραγματικό όνομα Ισούρ Ντανιέλοβιτς, έζησε πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια, πουλώντας κουλούρια σε ανθρακωρύχους της περιοχής ή εφημερίδες, ενώ όπως έχει πει ο ίδιος άλλαξε συνολικά σαράντα δουλειές μέχρι να μπει στο χώρο του θεάματος. Η παιδική και νεανική του ζωή είναι φανερό ότι διαμόρφωσε το χαρακτήρα του, καθώς πάντα υπήρξε κοντά στους αδύνατους, τους κατατρεγμένους, ιδεολόγος, πολέμιος της μισαλλοδοξίας. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του, με αφορμή ένα γράμμα που έστειλε προς όλους τους υποψήφιους Προέδρους ενόψει των τελευταίων εκλογών: «Τους υπενθύμισα ποια ήταν η Κου Κλουξ Κλαν, το γεγονός ότι ο Μπαράκ Ομπάμα ζει σε ένα σπίτι, τον Λευκό Οίκο, που έχτισαν σκλάβοι. Δεν μπορούμε να σβήσουμε τα βαριά λάθη του παρελθόντος, πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε εναντίον κάθε μορφής διάκρισης. Σκέφτομαι τον Πάπα Φραγκίσκο, μια αξιόλογη προσωπικότητα για όλες τις θρησκείες. Και το λέω εγώ που είμαι Εβραίος».
Παράλληλα, ο Ντάγκλας δεν είναι από τους τύπους που όταν πλούτισε και απέκτησε αίγλη και κύρος, ξέχασε την φτώχεια τη δική του και των βιοπαλαιστών με τους οποίους συναναστράφηκε στα νιάτα του. Συνέχισε και συνεχίζει να προσφέρει όπου μπορεί. Άλλωστε, το φιλανθρωπικό του έργο αποτελεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην προσωπική του ιστορία.
Ο γιος του Μάικλ είχε πει για τον πατέρα του ότι «τα πρώτα 50 χρόνια της ζωής του προσπάθησε να ανέβει στην κορυφή και τα υπόλοιπα 50 δίνοντας όλα όσα είχε σε φιλανθρωπίες». Ο Κερκ Ντάγκλας εξηγώντας τη φιλανθρωπική του στάση, είπε «I am Spartacus», θυμίζοντας σκηνή από την κλασική ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Σπάρτακος», ενώ πρόσθεσε με νόημα: «Μεγάλωσα μετανάστης στη Νέα Υόρκη και πολλές φορές δεν είχαμε να φάμε. Θα χτυπούσε η πόρτα και θα ήταν ένας άστεγος, που ζητούσε ένα πιάτο φαγητό. Η μητέρα μου πάντα κάτι θα έβρισκε να δώσει, λέγοντας ότι πρέπει οι άνθρωποι να προσέχουμε ο ένας τον άλλο. Αυτό έμεινε μαζί μου για πάντα».
Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο το 1939, οι υποκριτικές του ικανότητες του έδωσαν μια υποτροφία στην Ακαδημία Δράματος της Νέας Υόρκης. Το 1941 κατετάγη στο ναυτικό, ενώ οι ΗΠΑ είχαν μπει στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944, πήρε απαλλαγή ως τραυματίας πολέμου. Λίγο πριν επιστρέψει από το μέτωπο, ο Ντάγκλας είδε στο εξώφυλλο του περιοδικού LIFE τη φωτογραφία μίας συμφοιτήτριάς του στη δραματική ακαδημία, της Νταϊάνα Ντιλ και είπε στους συμπολεμιστές του ότι θα την παντρευτεί μια μέρα. Πράγματι, λίγο μετά την παντρεύτηκε και μαζί απέκτησαν δυο παιδιά, τον γνωστό ηθοποιό Μάικλ Ντάγκλας και τον Τζόελ. Ωστόσο, ο γάμος τους δεν μακροημέρευσε και το 1951 χώρισαν.
Μετά τον πόλεμο, ο Ντάγκλας επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου δούλεψε ως εκφωνητής στο ραδιόφωνο, ενώ άρχισε να κάνει και τις πρώτες του εμφανίσεις στο θέατρο. Μία άλλη συμφοιτήτριά του, η διάσημη σταρ Λορίν Μπακόλ (την οποία χάσαμε σχετικά πρόσφατα, το 2014), μετέπειτα σύζυγος του θρυλικού Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, τον βοήθησε να πάρει τον πρώτο του ρόλο στον κινηματογράφο, στην ταινία του 1946 «Αμαρτωλές γυναίκες» δίπλα στη Μπάρμπαρα Στάνγουικ.
Το 1947 εμφανίζεται στην κινηματογραφική μεταφορά του δράματος «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», πλάι στις Ρόζαλιντ Ράσελ και Κατίνα Παξινού και το 1949, ενώ είχε παίξει στην ταινία του Μάνκιεβιτς «Γράμμα σε τρεις γυναίκες», μπαίνει στην πρώτη κατηγορία των σταρ και λαμβάνει την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου στο εξαιρετικό φιλμ του Μαρκ Ρόμπσον «Φλογισμένα Πάθη», όπου υποδύεται έναν ανήθικο πυγμάχο.
Το 1951, ωστόσο, είναι ένα έτος καθοριστικό, καθώς πρωταγωνιστεί στο δυνατό φιλμ του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Αστυνομική Ιστορία», όπου υποδύεται έναν σκληροτράχηλο αστυνομικό και στο αριστουργηματικό δράμα του μεγάλου Μπίλι Γουάιλντερ «Το τελευταίο Ατού», όπου ερμηνεύει μοναδικά το ρόλο ενός δημοσιογράφου χωρίς ηθικούς φραγμούς. Ενδεικτικό της υποκριτικής του ικανότητας είναι ότι παίζει και στις δυο ταινίες αρνητικούς ήρωες, ενώ και στις δυο ταινίες στο τέλος πεθαίνει.
Με την ταινία του Βινσέντε Μινέλι «Η Ωραία και το Κτήνος» λαμβάνει ακόμη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ ρόλου, παίζοντας έναν παραγωγό του Χόλιγουντ, που πατά επί πτωμάτων για να πετύχει. Το 1954, αφού ίδρυσε την εταιρία «Βryna Productions», αφιερωμένη στη μητέρα του και με στόχο να αποδεσμευτεί από το σύστημα των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ, μπαίνει στην εκκλησία για να παντρευτεί για δεύτερη και τελευταία φορά, καθώς με την Αν Μπάιντενς παραμένει παντρεμένος μέχρι και σήμερα! Με την Μπάιντενς απέκτησε δυο παιδιά, ενώ μαζί έζησαν το δράμα του χαμού του ενός απ’ τα δύο, το 2004.
Η δεκαετία του ’50 μοιάζει πλέον με λεωφόρο της δόξας για τον Ντάγκλας. Η ερμηνευτική του δεινότητα είναι πρόδηλη. Ο σκληροτράχηλος ηθοποιός μοιάζει με πλαστελίνη στα χέρια άξιων σκηνοθετών. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Ερμηνείες και ταινίες που δύσκολα θα ξεχαστούν – θα ξεπεραστούν. Ένα ελάχιστο κομμάτι της φιλμογραφίας του, που εκτείνεται σε περίπου 100 ταινίες, σε 60 δημιουργικά χρόνια, περιλαμβάνει φιλμ που πάντα θα κοσμούν τον παγκόσμιο κινηματογράφο όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Μία χρονιά πριν να συναντηθεί στα πλατό με τον Κιούμπρικ, θα λάβει ακόμη μία υποψηφιότητα για το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, στην ταινία του Βινσέντε Μινέλι «Η ζωή ενός ανθρώπου» (1956), υποδυόμενος τον ζωγράφο Βαν Γκονγκ.
Το 1957 θα πρωταγωνιστήσει στο συγκλονιστικό αντιπολεμικό δράμα του Κιούμπρικ «Σταυροί στο Μέτωπο», ενώ τον ίδιο χρόνο προβάλλεται και το κλασικό γουέστερν «Αίμα στον Πράσινο Βάλτο» του Τζον Στάρτζες, παίζοντας δίπλα στο φίλο του και επίσης κορυφαίο ηθοποιό Μπαρτ Λάνκαστερ, το ρόλο του Ντοκ Χόλιντεϊ. Το 1960 στον «Σπάρτακο» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ κρατά δικαίως τον ομώνυμο ρόλο, καθώς η ερμηνεία του ξεφεύγει από τα τετριμμένα παρουσιάζοντας έναν μυθικό ήρωα ως ένα απλό γενναίο άνθρωπο. Εδώ να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Ντάγκλας επέβαλε τον Κιούμπρικ, ο οποίος δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην παραγωγή, με την εμμονή του στην τελειότητα. Επίσης, ο Ντάγκλας θα σπάσει τον Μακαρθισμό και θα επιβάλει στο σενάριο τον αριστερό Ντόναλντ Τράμπο. Το 1962, στο σύγχρονο γουέστερν «Ασύλληπτος Επαναστάτης» του Ντέιβιντ Μίλερ και σε σενάριο Τράμπο, θα ερμηνεύσει μοναδικά τον ατίθασο και αναρχικό χαρακτήρα του ήρωα που δεν υποτάσσεται στα κοινωνικά δεσμά και όρια, περιδιαβαίνοντας τη σύγχρονη δύση. Το 1964, στο πολιτικό θρίλερ «Επτά ημέρες του Μαΐου» του Τζον Φρανκενχάιμερ και πάλι δίπλα στον Μπαρτ Λάνκαστερ, θα δώσει ένα ρεσιτάλ στο ρόλο ενός αξιωματικού σωστού βράχου ηθικής και αρχών. Να σημειωθεί ότι το σενάριο της ταινίας αυτής τοποθετημένο στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου περιστρέφεται γύρω από τον πυρηνικό αφοπλισμό και μια συνωμοσία κατά του Προέδρου από έναν λαοφιλή στρατηγό. Λέγεται ότι το σενάριο το είχε διαβάσει και ο Τζον Κένεντι και είχε πει ότι είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στο όχι και μακρινό μέλλον. Προφητικός.
Ωστόσο, η ταινία που ξεχωρίζει ο ίδιος είναι το υπαρξιακό δράμα «Συμβιβασμός» (1969) που περιγράφει την ιστορία ενός επιδερμικά απόλυτα πετυχημένου επαγγελματία, που νιώθει ότι είναι ξοφλημένος και κάνει ότι μπορεί για να αλλάξει ζωή. Δίπλα του η εκθαμβωτική Φέι Ντάναγουεϊ, ενώ σκηνοθεσία και σενάριο υπογράφει ο αμφιλεγόμενος Ηλίας Καζάν, ο οποίος για πολλούς κάνει μια αυτοκριτική, για τη θλιβερή στάση του στην εποχή του μακαρθισμού. Πάντως, ο Ντάγκλας που προφανώς είχε συγχωρέσει τον Καζάν, ο οποίος είχε καταδώσει αριστερούς συντρόφους του τη δεκαετία του ’50, μάλλον υπερεκτιμά τον Μικρασιάτη δημιουργό, βάζοντάς τον στο ίδιο ύψος με τους Στάνλεϊ Κιούμπρικ και Βίνσεντ Μινέλι, ενώ για το ρόλο του είχε πει ότι «προσπάθησα να ερμηνεύσω το βασικό χαρακτήρα, με βάθος, να δείξω πόσο σύνθετος ήταν, ποια ήταν τα λάθη του, τα συναισθήματά του, οι σκέψεις του. Υπήρχε η Αμερική γύρω του, γύρω μας, με τα όνειρα και τους εφιάλτες της».
Ο Κερκ Ντάγκλας εν αντιθέσει με τον ήρωα του «Συμβιβασμού», δεν υπήρξε ποτέ ένας τόσο σύνθετος άνθρωπος. Όπως τον χαρακτήρισαν τα παιδιά του και πολλοί που τον γνώρισαν ήταν ένας «υπέροχος άνθρωπος», ένας σωστός άντρας. Με αγάπη για τον συνάνθρωπο και ειδικά τον φτωχό, τον κατατρεγμένο, που είχε σταθερές αξίες και δεν έκανε συμβιβασμούς, τουλάχιστον προς όφελός του. Δεν ήταν παραδόπιστος, λάτρευε αυτό που έκανε με κάθε κόστος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους νέους κινηματογραφιστές έλεγε πάντα ότι «να μη σκέφτονται ποτέ τις εισπράξεις και τους υπενθύμιζε ότι οι ταινίες που απέρριπταν τα στούντιο ως μη εμπορικές άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία του σινεμά». Επιπλέον είχε έμφυτο το χάρισμα του χιούμορ. Κάτι που δεν χάνει ποτέ. Μάλιστα, όταν απέκτησε ένα σοβαρό πρόβλημα στη φωνή του πριν περίπου 20 χρόνια, πρότεινε σε όλους τους φίλους του παραγωγούς να επιστρέψουν στο βωβό κινηματογράφο…
Βωβός κινηματογράφος, η πραγματική χρυσή εποχή του σινεμά, που του ξέφυγε. Ίσως να την είχε προλάβει κι εκείνη αν ήταν ένα «παιδί θαύμα» κι όχι ένα παιδί που πείναγε δίπλα στους ανθρακωρύχους του Άμστερνταμ της Νέας Υόρκης, πριν ένα αιώνα.