Το Φεστιβάλ Αθηνών στην έναρξή του εμπιστεύτηκε τις σκηνοθετικές δεξιότητες του Ίβο Βαν Χόβε, που διασκεύασε για την θεατρική σκηνή δυο εμβληματικές ταινίες του Ίνγκαμ Μπέργκαμ.
Γράφει η Χαρά Κιούση
Ενδεχομένως αυτή είναι μια από τις καλλίτερες στιγμές του Φεστιβάλ, όπως καταγράφτηκε από την ενθουσιώδη αποδοχή της παράστασης από τους θεατές. Ο πολυβραβευμένος Ivo Van Hove, που πρωτοήρθε στην Ελλάδα το 2011 στη Στέγη, είναι διευθυντής του «Toneelgroep», του μεγαλύτερου θεάτρου ρεπερτορίου της Ολλανδίας. Λάτρης και γνώστης εις βάθος του έργου του Μπέργκμαν δεν εντυπωσίασε απλά αλλά συνεπήρε το κοινό με τη σκηνοθετική του αριστοτεχνία.
Οι συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών επαναπροσδιόρισαν τι σημαίνει υποκριτική τέχνη. Με αυτοπειθαρχία, έλεγχο συναισθημάτων , καθαρότητα λόγου, απλότητα και φυσικότητα, έκαναν τους ρόλους να λάμψουν. Είναι πρόσωπα υπαρκτά με πόνους στα γόνατα, ρουφάνε τη μύτη τους, ευχαριστιούνται τον καφέ και το κρασί τους, γεύονται το φιλί, εκρήγνυνται.
Δεν παριστάνουν τους όμορφους αλλά είναι πραγματικά ωραίοι, γιατί ομολογούν τους φόβους, τα πιστεύω τους και η πλατεία το εισπράττει. Στο έργο «Μετά την πρόβα» ένας ηλικιωμένος σκηνοθέτης, ο Χένρικ Βόγκλερ, στη δύση της θεατρικής του πορείας ανεβάζει για πέμπτη φορά το «Ονειρόδραμα» του Στρίμπεργκ.
Την Άγκες, κόρη του Ίντρα, υποδύεται η νεαρή και όμορφη Άννα Έγκερμαν, κόρη του φίλου του Μίκαελ, που την ξέρει από μικρό παιδί. Μετά την πρόβα, ενώ ο σκηνοθέτης παραμένει στη σκηνή, η Άννα με κάποιο πρόσχημα επιστρέφει σκόπιμα εκεί. Η συνομιλία τους γρήγορα θα εξελιχθεί σ’ ένα παιχνίδι επικοινωνιακό και ψυχογραφικό. Κάτι σαν εκτόνωση από την κοπιαστική πρόβα, όπου καθένας τους παίζει με τα δικά του μέσα. Εκείνος την κατευθύνει, εκείνη μαντεύει, ξέρει τι θα ακολουθήσει κι’ επιδρά πάνω του με τη δύναμη της νιότης. Οδυνηρές αναμετρήσεις και αθεράπευτα τραύματα θα στρέψουν τη συζήτηση στη Ράκελ, τη νεαρή μητέρα της ηθοποιού και καταξιωμένη πρωταγωνίστρια του θεάτρου, που την συνδέει με τον Χένρικ Βόγκλερ μια περιπαθής ερωτική σχέση.
Στη σκηνή την ανακαλεί η μνήμη του σκηνοθέτη σημαίνοντας μέσα από προσωπικές εμπειρίες τη φθορά και την κούραση στη ζωή, αλλά και ότι ένας νεκρός ηθοποιός εξακολουθεί να υπάρχει μέσα από την ποιοτική ερμηνεία ενός ρόλου. Η αριστουργηματική ταινία του Μπέργκμαν μεταφέρεται στο θέατρο μ’ ένα έργο καθαρά αυτοβιογραφικό.
Ο ίδιος όπως και ο Στρίμπεργκ στο Ονειρόδραμα θέλει να δείξει το μεταβλητό στην ανθρώπινη φύση, στη συμπεριφορά και την πολυδιάσπαση της βούλησης. Κυρίαρχο στοιχείο είναι το θέμα της πίστης που διαμορφώνει στον σκηνοθέτη την ηθική εκείνη, που τον απομακρύνει από την απελπισία.
Το έργο «οντολογικό, βαθύτατα υπαρξιακό και θεολογικό, μιλά για το θέατρο του κόσμου», για τη σχέση του θεάτρου με τον θάνατο και με τη ζωή, αλλά και τη σχέση της ζωής με το θέατρο.
Το λιτότατο απλό σκηνικό που με ελάχιστες παρεμβάσεις διατηρήθηκε και στην αρχή του δεύτερου έργου, μετατράπηκε ευφάνταστα σε θάλασσα με έναν ονειρικό ορίζοντα. Δυο τουρμπίνες τοποθετημένες πάνω στη σκηνή δημιούργησαν μια καταιγίδα λύτρωσης και κάθαρσης για τις δυο ηρωίδες του «Περσόνα».
Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ, παντρεμένη και με ένα μικρό γιο, καταρρέει στη σκηνή ενώ υποδύεται την Ηλέκτρα. Με άψογη σωματική και ψυχική υγεία ωστόσο υψώνει τείχη γύρω της καταφεύγοντας στη σιωπή. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, αποφασίζει να συγκατοικήσει μαζί της στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, ωσότου βελτιωθεί η υγεία της.
Η Άλμα που πιστεύει πως διαθέτει το ανάλογο πνευματικό σθένος, προσπαθεί να αντιληφθεί ποια είναι η αιτία αυτής της αλαλίας. Έτσι της μιλάει διαρκώς και της εξομολογείται τις πιο απόκρυφες σκέψεις και τα μυστικά της, ελπίζοντας να κάνει την Ελίζαμπεθ να αντιδράσει.
Βαθμιαία ανάμεσα στις δυο διαφορετικές γυναίκες αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη σχέση.
Μπερδεύονται, μιμούνται η μια την άλλη, ταυτίζονται, οικειοποιούνται στοιχεία, αλληλοσυμπληρώνονται και συγχωνεύονται, αλλά στο τέλος διαχωρίζονται οι προσωπικότητές τους. Το έργο «Περσόνα» είναι «μια αλληγορική σπουδή για την ουσία της τέχνης» και για τη γυναικεία φύση.
Για το απροσδιόριστο της διαταραγμένης ταυτότητας και δισυπόστατης φύσης, για τα φαινομενικά και ευμετάβλητα γνωρίσματα των προσώπων που φέρουν τα προσωπεία τους, για την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Στην παράσταση οι δυο ηθοποιοί-Περσόνες αντανακλώνται η μια μέσα στην άλλη σαν «σπασμένος καθρέφτης». Η μια σιωπά εντείνοντας τις διαταραχές, τις αντιθέσεις, τις αντιπαραθέσεις, την σκληρότητα, την άρνηση, την απογοήτευση, την πικρία, τον πόνο. Η Ελίζαμπεθ μόνον ακούει και «παίρνει ό,τι θέλει».
Η σιωπή της είναι κι’ αυτός ένας ρόλος που τον παίζει τέλεια με έντονο αρνητισμό και αποφυγή κάθε επαφής. Η Άλμα εκφράζει τα φριχτά συναισθήματα της άρρωστης σαν να μιλά για τον εαυτό της. Για την κακή εγκυμοσύνη της και το παραμορφωμένο παιδί της, ενώ η ίδια έχει κάνει άμβλωση μετά από ένα σεξουαλικό όργιο.
Η τέχνη του Μπέργκμαν γνώριζε τη «σχολαστική διαχείριση του ανείπωτου». Ο Ivo Van Hore γνωρίζει πως «η πρόβα είναι μια σοβαρή δουλειά και όχι προσωπική θεραπεία για τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη».
Με την εμπειρία του και τη βοήθεια κινηματογραφικών μέσων δημιουργεί εντυπωσιακές σκηνικές εικόνες περνώντας μέσα μας τη βεβαιότητα πως «το Θέατρο είναι η μόνη ζωντανή τέχνη του 21ου αιώνα».
Ειλικρινά και για τον πιο απαιτητικό θεατή η παράσταση ήταν μεγαλειώδης.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Ivo van Hove
Δραματουργία: Peter van Kraaij
Μετάφραση του Μετά την πρόβα: Karst Woudstra
Μετάφραση του Περσόνα: Peter van Kraaij
Σκηνικά – Φωτισμοί: Jan Versweyveld
Ήχος: Roeland Fernhout
Κοστούμια: An D’Huys
Στο Μετά την πρόβα παίζουν: Marieke Heebink (Ρέιτσελ), Gijs Scholten van Aschat(Χέντρικ Φόγκλερ), Gaite Jansen (Άννα)
Στο Περσόνα παίζουν: Marieke Heebink (Ελίσαμπετ Φόγκλερ), Frieda Pittoors(γιατρός), Gijs Scholten van Aschat (σύζυγος της Ελίσαμπετ), Gaite Jansen(Άλμα)
Συμπαραγωγή: Théâtre de la Place (Λιέγη), Théâtres de la Ville de Luxembourg, Maison des arts de Créteil
Σε συνεργασία με: Auteursbureau ALMO bvba
Με ανάθεση από: Josef Weinberger Ltd, London και το Ίδρυμα Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.