Η έξοχη ταινία του Ingmar Bergman,  που σφράγισε με την τελευταία της ερμηνεία η Ingrid Bergman έχοντας στο πλευρό της την Liv Ullmann, άφησε εποχή κερδίζοντας τα βραβεία  Χρυσής σφαίρας ξενόγλωσσης ταινίας 1978 και καλλίτερου γυναικείου ρόλου, ενώ διεκδίκησε επίσης Όσκαρ ερμηνείας και σεναρίου.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Η «Φθινοπωρινή σονάτα», με δραματουργική δομική σύνθεση που ανταποκρίνεται στη μουσική φόρμα  της σονάτας, σκιαγραφεί τον ψυχισμό και το πως διαμορφώνεται  η συνάντηση μιας διάσημης μάνας και της κόρης της. Πως συναίσθημα και συναισθηματισμός ορίζουν την έννοια ευθύνης και καθήκοντος στη ζωή και τη σχέση τους.

Η πασίγνωστη μεσήλικη πιανίστρια Σαρλότ επισκέπτεται μετά από εφτά χρόνια απουσίας την κόρη της Εύα.  Ζει στο πρεσβυτέριο  με τον πρεσβύτερο σύζυγό της  τον Βίκτωρα, μια ζωή αφιερωμένη στην κοινότητα και στην φροντίδα τής ανάπηρης αδελφής της Ελένας, κάτι το οποίο αγνοεί  η μητέρα της. Η επανασύνδεσή τους μετά τις πρώτες αμήχανες στιγμές προστριβών προχωρά σε εξομολογήσεις και σ’ ένα ψυχικό πλησίασμα, για να καταλήξει σε σφοδρή σύγκρουση. «Μ’ αυτόν τον τρόπο το μίσος τους τσιμεντώνεται για πάντα» όπως είπε ο Bergman χαρακτηρίζοντας άλυτο αυτόν τον Γόρδιο δεσμό.

Η άψογη σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη με το εξαιρετικό της αποτέλεσμα ανασύρει υπαρξιακά προβλήματα σημαδεμένα από την έλλειψη  αγάπης, όπου η μάνα καθρεφτίζεται στην παιδική ηλικία της κόρης της.

Η Μπέττυ Αρβανίτη – Σαρλότ ερμηνεύει με δεινότητα το ρόλο της εγωπαθούς, υπεροπτικής και αλαζονικής καλλιτέχνιδας που αποποιείται τα μητρικά της καθήκοντα και υποχρεώσεις. Είναι ανίκανη να αγαπήσει γιατί δεν είχε ποτέ της καιρό για αγάπες, δηλώνει πως της λείπει το σπίτι και τα παιδιά της αλλά όταν είναι εκεί συνειδητοποιεί  πως δεν είναι αυτό που ποθεί. Η υπέρμετρη φιλοδοξία και ματαιοδοξία της προβάλλεται από τις πολλές αποσκευές και τα φανταχτερά φορέματα που συχναλλάζει.

Είναι εγωκεντρική, λατρεύει τα φώτα της δημοσιότητας  αποφεύγοντας να δει κατάματα τις μητρικές δεσμεύσεις της σαν να τις έχει διαγράψει. Απεναντίας γίνεται προκλητική, παρεμβαίνοντας στη ζωή του ζευγαριού και παίζοντας τη θλιμμένη για το θάνατο του συντρόφου της. Είναι φιλοχρήματη και συμπεριφέρεται λες και οι άλλοι της οφείλουν υποταγή. Προς στιγμή παρασύρεται, σε μια στιγμή αδυναμίας λυγίζει και ζητά να αγαπηθεί από την κόρη της. Αλλά αυτός ο πρόσκαιρος συναισθηματισμός που την ελευθερώνει για λίγο, την τρομοκρατεί και την κάνει να συνέλθει αμέσως. Με το νου της στην απόδραση και στη φυγή επινοεί ανυπόμονα προφάσεις ακυρώνοντας τα πάντα. Με δεικτικό ύφος  κι’ επιλεγμένες διαγραφές δεν ξεπερνά το όριο ασφαλείας της και επιστρέφει στην τέχνη, εκεί όπου ανήκει. Νιώθοντας βέβαια στην πλάτη της μονίμως ένα πόνο, εκείνον που της προξενεί το θυμικό και κείνη τον αναγνωρίζει στα μέτρα μουσικής μιας σονάτας.

Στο ρόλο της Εύας η Δέσποινα Κούρτη παίζει με το συναίσθημα. Με μια πονεμένη γλυκύτητα, με καρτερική προσδοκία με λαχτάρα για την μητρική παρουσία, επιβεβαίωση και επιβράβευσή της ομολογεί πως φοβόταν να την αγαπήσει, φοβόταν τις απαιτήσεις της. Έτσι τη βλέπουμε να κινείται στο χώρο της νευρική αγχωμένη με μια παραλυτική υποταγή σε επιθυμίες, γοητεύεται να την υπηρετεί, να προσφέρει στη μητέρα της ό,τι την βολεύει,  ό,τι κάνει πιο ευχάριστη  την εκεί παραμονή της. Προσδοκώντας απλά την αυτονόητη στοργή και αγάπη και την πολυπόθητη αναγνώριση.

Η πραγματικότητα όμως προκαλεί τα αποθέματα ανοχής της και ξεσπά σε κατηγορίες που αφορούν τη στάση της ως προς τον πατέρα της και την άρρωστη αδελφή της. Για να την συγχωρέσει  τελικά και να ελπίζει στην επιστροφή της. Η Δέσποινα Κούρτη στυλώνει υποκριτικά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα απώλειας, τη μάνα που έχασε το τετράχρονο αγοράκι της και ζει με την ψευδαίσθηση της ύπαρξής του. Γίνεται σεβαστή με τον ειλικρινή τρόπο της στο πρόσωπο του συζύγου της.

Τον υποδύεται με δραματικό ύφος ο Δημήτρης Ήμελλος που πασχίζει να κερδίσει πέρα από την εκτίμηση που ήδη βιώνει και την αγάπη της Εύας. Ήρεμος, γαλήνιος, αόρατος μπορείς να πεις, βασανίζεται από την αμφιβολία της ύπαρξης του θεού. Τέταρτη μα αθέατη παρουσία είναι οι άναρθρες κραυγές της Έλενας, από το παιδικό δωμάτιο στην άκρη της σκηνής, έρημο από μητρικό χάδι.

Το άψογο σκηνικό της Ελένης Μανολωπούλου σε αποχρώσεις του γκρι, μεταμορφώνεται διαρκώς σ’ ένα ζεστό σπιτικό όπου οι ήρωες ζουν και χαίρονται επί σκηνής το γεύμα τους. Ζεστοί φωτισμοί και αισθησιακά πρελούδια των Μπαχ, Σοπέν, Μπάρτοκ προξενούν συνειρμούς και συγκρούσεις στο συναίσθημα των θεατών. Νιώθουν θαυμασμό και εκτίμηση στη στάση της νέας και μια ανεπαίσθητη  τρυφερότητα, μια ικανοποίηση που προκύπτει ακόμα και μέσα από το τραγικό.

Η παράσταση θα σας βάλει για τα καλά στις προεκτάσεις, που οδηγεί ο συγκρατημένος πόνος που την διατρέχει.

Συντελεστές

Μετάφραση από τα Σουηδικά: Ζάννης Ψάλτης
Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανολωπούλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης: Μαρία Αλβανού
Μουσική επιμέλεια: Αρης Τρουπάκης
Τreiler παράστασης: Χρήστος Δήμας
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Παίζουν

Μπέττυ Αρβανίτη (Σαρλότ),  Δέσποινα Κούρτη (Εύα) και ο Δημήτρης Ήμελλος (Πάστωρ Βικτώρ).

Από 26 Ιανουαρίου, Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας,

Info

Κεφαλληνίας 16Α΄ Κυψέλη 113 61
Τηλ. 210.8838727 / [email protected]

Tετάρτη στις 20.00
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00
Κυριακή στις 20.00

Τιμές

Τετάρτη & Πέμπτη 12 ευρώ, φοιτητικό/ανέργων/αμεα 10 ευρώ, 5 ευρώ
Παρασκευή & Κυριακή 15 ευρώ, φοιτητικό/ανέργων/αμεα 13 ευρώ, 5 ευρώ
Σάββατο 18 ευρώ, φοιτητικό/ανέργων/αμέα 13 ευρώ, 5 ευρώ

Προπώληση

Viva.gr και στο ταμείο του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, κυψέλης 16Α΄
Τιμή προπώλησης, έως την ημέρα της πρεμιέρας 12€