Επτά χρόνια μετά το αριστουργηματικό του σκηνοθετικό ντεμπούτο, με το φιλμ «Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (Synecdoche, New York – 2008), ο χαρισματικός Τσάρλι Κάουφμαν επιστρέφει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, μαζί με τον Ντιουκ Τζόνσον, παρουσιάζοντας ένα συγκινητικό stop-motion animation, το οποίο βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Το «Anomalisa» κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου. Όπως εύστοχα παρατηρούν οι διεθνείς κριτικές, πρόκειται για «μια από τις πιο ανθρώπινες ταινίες της χρονιάς», έστω και αν «δεν περιλαμβάνει ούτε έναν άνθρωπο», αλλά οι πρωταγωνιστές του είναι κούκλες.
Το «Anomalisa» είναι ακόμη μία ευφάνταστη ιστορία του Τσάρλι Κάουφμαν, που συνεχίζει την εξερεύνηση στην ανθρώπινη ύπαρξη και έρχεται να ταιριάξει ιδανικά δίπλα στα βραβευμένα σενάρια ταινιών όπως «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς », «Adaptation» και «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού». Όπως συνήθως συμβαίνει στις ιστορίες του Κάουφμαν, οι ήρωες του «Anomalisa» ψάχνουν γύρω τους «μια ελπίδα για ένα είδος ουσιαστικής επικοινωνίας», όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αναμετρώμενοι με αισθήματα απομόνωσης, μοναξιάς και το φάντασμα της μελαγχολίας.
Στην ταινία, ο Μάικλ Στόουν, σύζυγος, πατέρας και σεβαστός συγγραφέας του βιβλίου «How May I Help You Help Them?», νιώθει βαλτωμένος στην πεζή ζωή του. Σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Σινσινάτι, όπου θα μιλήσει σε ένα συνέδριο για επαγγελματίες στην εξυπηρέτηση πελατών, ο Μάικλ συναντά τη Λίσα, μία ντροπαλή αντιπρόσωπο πωλήσεων που τον κάνει να νιώσει ξανά «ζωντανός». Τόσο, που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τα πάντα και τους πάντες, ακόμη και την οικογένεια του, προκειμένου να δραπετεύσει μαζί της προς μια… καλύτερη ζωή.
Το «Anomalisa» γράφτηκε το 2005, όταν ο Κάουφμαν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του συνθέτη Κάρτερ Μπέργουελ για τη δημιουργία μιας ιστορίας στο στιλ των θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο, που θα παρουσιάζονταν επί σκηνής μαζί με μια επίσης καινούρια ιστορία των αδελφών Κοέν. Ο Μπέργουελ συνόδευσε τις ιστορίες με τη μουσική του και ο Μάρκο Κονστάνζο πρόσθεσε τα ηχητικά εφέ που ζωντάνεψαν τις ιστορίες στο ανέβασμά τους στη Νέα Υόρκη.
Όταν το σενάριο έφτασε στα χέρια του Ντίνο Σταματόπουλος της Starburns Industries, εταιρείας παραγωγής που ειδικεύεται στο stop-motion και το παραδοσιακό 2D animation, το πρότζεκτ ξεκίνησε την πορεία του προς την μεγάλη οθόνη. Ο Ντιουκ Τζόνσον, ένας από τους καλλιτέχνες που συνεργάζεται με την εταιρεία, άδραξε την ευκαιρία να δουλέψει με τον Κάουφμαν και ανέλαβε την σκηνοθεσία μαζί του. «Είμαι τεράστιος φαν των ιστοριών του Τσάρλι και δέχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη», λέει ο Τζόνσον, που τονίζει ότι το σενάριο είναι πανομοιότυπο με αυτό που παρουσιάστηκε στη σκηνή. «Από την πρώτη στιγμή αισθάνεσαι ότι το σενάριο θα μπορούσε να είχε γραφτεί για να μεταφερθεί στο σινεμά ως ταινία κινουμένων σχεδίων – ταιριάζει απόλυτα».
Μετά από μια πετυχημένη καμπάνια χρηματοδότησης στην πλατφόρμα Kickstarter, ο Κάουφμαν και ο Τζόνσον ξεκίνησαν να συγκεντρώνουν μια ομάδα ειδικών στην τεχνική του stop-motion για τον σχεδιασμό και την κατασκευή των χαρακτήρων, αλλά και το animation έπειτα. Η ταινία χρειάστηκε τρία χρόνια για να γίνει, 1261 πρόσωπα κατασκευάστηκαν για τις μικροσκοπικές κούκλες που πρωταγωνιστούν, περισσότερα από 1000 κοστούμια κι αντικείμενα φτιάχτηκαν στο χέρι και κάθε ένα από τα 118.089 καρέ της ταινίας δομήθηκαν προσεκτικά πριν φωτογραφηθούν.
Σε συνεργασία με τους animators και τον διευθυντή φωτογραφίας Τζο Πασαρέλι, οι σκηνοθέτες δημιούργησαν έναν κόσμο που φαίνεται αληθινός και συνηθισμένος, με όλες τις μονότονες λεπτομέρειες του, και μια σειρά χαρακτήρων με χαρακτηριστικά πέρα για πέρα αναγνωρίσιμα.
«Θέλαμε τα σώματά τους να μοιάζουν αληθινά», υπογραμμίζει ο Τζόνσον. «Οι κούκλες είναι μικρές και χρειάζονταν πολύ ακριβείς κινήσεις με πινέζες για να ζωντανέψουν τα μάτια τους. Ο στόχος μας ήταν να κάνουμε τους χαρακτήρες να μοιάζουν εκφραστικοί, σαν να έχουν ψυχή». Για τον ίδιο λόγο, οι συντελεστές αποφάσισαν να μην σβήσουν ψηφιακά τις «ραφές» που φαίνονται στις κούκλες, για να ξεχωρίσουν από τις υπόλοιπες stop-motion ταινίες. «Στις μεγάλου προϋπολογισμού ταινίες κινουμένων σχεδίων, οι κούκλες περνούν μια επεξεργασία που τις καθιστά πανομοιότυπες με χαρακτήρες που έχουν σχεδιαστεί ψηφιακά. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις διαφορές. Δεν θέλαμε να πολεμήσουμε το υλικό που χρησιμοποιούσαμε. Συμβολικά και μεταφορικά, η δημιουργική αυτή απόφαση συνέβαλε σε αυτό που προσπαθούσαμε να πούμε στην ταινία, και έτσι αποφασίσαμε να αφήσουμε τις ραφές ως είχαν».
Πέρα από το σενάριο, ίδιο διατηρήθηκε το καστ στην κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας, αφού οι Ντέιβιντ Θιούλις, Τζένιφερ Τζέισον Λι και ο Τομ Νούναν ανέλαβαν και πάλι τους βασικούς ρόλους της ιστορίας. Αποφεύγοντας να δώσει απαντήσεις για τις ασυνήθιστες επιλογές του στο κάστινγκ, ο Κάουφμαν τονίζει μόνο το πόσο όμορφη ήταν η συνεργασία με τους τρεις ηθοποιούς: «βρεθήκαμε, το παρουσιάσαμε δύο βραδιές, δουλέψαμε πολύ σκληρά και μετά χαθήκαμε. Όλοι απολαύσαμε την εμπειρία και το κάναμε μόνο από αγάπη – δεν έβγαλε κανείς λεφτά από την δουλειά αυτή. Όλοι ήταν εκεί επειδή ήθελαν να είναι και αυτό είναι συναρπαστικό. Ήθελα να το ξανακάνουμε μαζί».