Στις 3 Αυγούστου του 1861 ο Κάρολος Ντίκενς δημοσιεύει στη λογοτεχνική εφημερίδα που επιμελείται ο ίδιος, το τελευταίο μέρος του αριστουργήματός του «Μεγάλες Προσδοκίες». Πρόκειται για την ιστορία του Πιπ, ενός ορφανού αγοριού που βλέπει ξαφνικά την τύχη να του χαμογελά. Του χαμογελά όμως πραγματικά ή μήπως τον ειρωνεύεται; Μια μεγάλη κληρονομιά περιμένει τον Πιπ. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν γύρω του και μέσα του. Ο δρόμος του διασταυρώνεται με τους δρόμους παράξενων ανθρώπων: ο δραπέτης Μάγκουιτς, η τρελή μις Χάβισαμ, η άκαρδη ωραία Εστέλλα, ο πανούργος δικηγόρος Τζάγκερς και πολλοί άλλοι μπερδεύουν τη ζωή και την ψυχή του ήρωα. Χαρακτήρες που η πένα του Κάρολου Ντίκενς ζωντανεύει με τις πιο αδρές πινελιές και τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Οι «Μεγάλες προσδοκίες» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στον κόσμο. Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσάρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 – 9 Ιουνίου 1870) υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής. Μερικά από τα διασημότερα έργα του, στην πλειοψηφία των οποίων κυριαρχεί το θέμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, είναι ο Όλιβερ Τουίστ, η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, η Ιστορία των Δύο Πόλεων, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Μεγάλες Προσδοκίες κ.α. Πολλά από τα μυθιστορήματά του, με το έντονο ενδιαφέρον που παρουσίαζαν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν αρχικά στα περιοδικά σε συνέχειες, πρακτική ιδιαιτέρως διαδεδομένη την εποχή εκείνη. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε και συγχρόνως εξέδιδε το μυθιστόρημά του. Η πρακτική αυτή προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει πάντα με ανυπομονησία τη συνέχεια. Ο μεγάλος Αγγλος συγγραφέας στα έργα του σχολιάζει τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του, αναπλάθει την ατμόσφαιρά της, αλλά επίσης συνθέτει χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν στοιχεία που ξεπερνούν τα συγκεκριμένα χρονικά όρια. Δεν λείπει απ’ αυτά, ωστόσο, ο έρωτας, οι ίντριγκες, αλλά και η αστυνομική ιστορία. Αν θέλει κανείς να καταλάβει περισσότερα για την προσωπικότητα του ανθρώπου και συγγραφέα Ντίκενς, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αν αναφέρει ένα περιστατικό της σύντομης αλλά θαυμαστής ζωής του που χρησιμοποιεί η βιογράφος του Κλερ Τόμαλι. «Βικτωριανή Αγγλία, 14 Ιανουαρίου 1840. Στο ομώνυμο πτωχοκομείο του Μέριλμπον, που βρίσκεται μέσα σε ένα περίπλοκο σύμπλεγμα κτιρίων, σε μια άναρχα δομημένη περιοχή του κεντρικού Λονδίνου, διεξάγεται δικαστική έρευνα για τον θάνατο ενός νεογνού. Η πλατεία Τραφάλγκαρ την εποχή εκείνη βρίσκεται ακόμη στα χαρτιά, ενώ ένα μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας το χαρακτηρίζουν η φτώχεια και η ανέχεια. Η Ελίζα Μπέρτζες, μια ορφανή παραδουλεύτρα ετών 25 ετών, κατηγορείται ότι σκότωσε το νεογέννητο παιδί της στην κουζίνα των αφεντικών της. Εχουν κληθεί, ως ένορκοι, οι ιδιοκτήτες και οι ένοικοι του συγκροτήματος, δώδεκα άτομα συνολικά, προκειμένου να αποδώσουν δικαιοσύνη – οι μεσόκοποι της περιοχής θεωρούν ότι πρέπει να επιβληθεί στη μητροκτόνο η πιο βαριά τιμωρία. Ανάμεσά τους όμως βρίσκεται ένας νεαρός άνδρας που πρόσφατα έχει μετακομίσει εκεί. Δεν απαιτείται πολύ ώρα για να καταλάβει κανείς ότι είναι πολύ διαφορετικός από τους άλλους. Δεν είναι ούτε ψηλός ούτε κοντός, είναι κομψός και εντυπωσιακά ντυμένος. Πίσω από τα μαύρα κατσαρά μαλλιά του, που πέφτουν άτακτα στο μέτωπο και στο κολάρο του, διακρίνεται ένα ζωηρό, σπινθηροβόλο βλέμμα που διατρέχει ερευνητικά την αίθουσα. Ο ξεχωριστός αυτός 28χρονος δανδής, που ακούει στο όνομα Κάρολος Ντίκενς, πιστεύει στην αθωότητα της Ελίζας. Πιθανότατα υπήρξε θύμα βιασμού και αργότερα έχασε στις σκάλες το αγοράκι της σε μια άτυχη στιγμή του καθημερινού της μόχθου, όταν έσπευσε να ανοίξει την πόρτα σε δύο κυρίες που είχαν έλθει για επίσκεψη. Το παιδί, κατά τα φαινόμενα, γεννήθηκε νεκρό και οι προσπάθειες της μητέρας να καλύψει την ιστορία σίγουρα δεν αγγίζουν τα όρια της ευθύνης . Ο Κάρολος την υπερασπίζεται με πάθος, τα επιχειρήματά του συντρίβουν τις αμφιβολίες των υπολοίπων». Και σίγουρα δεν αφήνει μια γυναίκα να καταστρέψει τη ζωή της από μια άδικη κατηγορία. Αυτή άλλωστε η συναισθηματικότητα και η αληθοφάνεια του συγγραφέα που κυριαρχεί στο έργο του και προσδίδει πόντους στην καλλιέργεια της πεζογραφίας του έχει επαινεθεί από συναδέλφους όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Λέων Τολστόι και ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»