Συμμετείχε στη μεταπολεμική πρωτοπορία του μυθιστορήματος, συνέδεσε το όνομά της με θρυλικά κινηματογραφικά γεγονότα όπως το «Μοντεράτο καντάμπιλε» του Πίτερ Μπρουκ ή το «Χιροσίμα, αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ. Λοιδορήθηκε για φλυαρία και επανάληψη, ενώ για χρόνια ήταν μια «επίσημη αγνοημένη» κοινού και κριτικής. Ωσότου, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με ένα «κλικ», η Μαργκερίτ Ντυράς έγινε από «περίπτωση» της λογοτεχνικής πρωτοπορίας ένα πολιτισμικό γεγονός, μια persona της εξαγώγιμης γαλλικής κουλτούρας. Κι αυτό, χάρη στο μυθιστόρημά της «Ο εραστής». Πράγμα που, τότε, επιστέφθηκε σημειολογικά με το εξώφυλλο του γυναικείου περιοδικού Elle, όπου ένα μοντέλο, ντυμένο με ελάχιστα ρούχα και περισσή θερινή ηδυπάθεια, διάβαζε το εν λόγω μυθιστόρημα. «Μετά την άρνηση του βραβείου Νόμπελ από τον Σαρτρ δεν γνωρίσαμε ίσως ένα τόσο σημαντικό λογοτεχνικό γεγονός. Η απονομή του βραβείου Γκονκούρ στη Μαργκερίτ Ντυράς για το βιβλίο της “Ο εραστής”, μαρτυρά μια στροφή των γαλλικών γραμμάτων, της οποίας η σημασία διαφεύγει, χωρίς αμφιβολία, και από τους ίδιους τους κριτικούς. Δεν πρόκειται απλά για ένα καλό βιβλίο που επιβραβεύεται, είναι η ίδια η έννοια της λογοτεχνίας που αποκαθίσταται. Διότι “Ο Εραστής” δεν είναι ένα βιβλίο στο οποίο η συγγραφέας ενδίδει στη μόδα. Δεν είναι μια αφήγηση για τα παιδικά χρόνια, τη μητέρα, τους αδελφούς, τον εραστή, τη λευκή κόρη της Σαϊγκόν. Αυτά δεν είναι παρά η επιφάνεια των πραγμάτων. Εδώ έχουμε μια αφήγηση για την πρόσβαση στην επιθυμία και τη γλώσσα, για το πάθος της γραφής… Τη στιγμή που πολύ συχνά πίστευε κανείς ότι αρκεί να φωνάξει πιο δυνατά από τους άλλους για να ακουστεί, τη στιγμή που η περιρρέουσα δημαγωγία φαίνεται να επιβάλει μια εμπνευσμένη αναθεώρηση των λογοτεχνικών αξιών, συγκροτείται ένα νέο κοινό αναπνέοντας μια νέα ανάγνωση» γράφει ο Yves Laplus στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Το κορυφαίο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντυράς αποτελεί μία συγκλονιστική μύηση στον έρωτα και στην αφύπνιση του αισθησιασμού. Με φόντο την υποβλητική ατμόσφαιρα της αποικιακής Ινδοκίνας του Μεσοπολέμου, η συγγραφέας αφηγείται τη σχέση ανάμεσα σε ένα λευκό κορίτσι 15 ετών και έναν πλούσιο Κινέζο που έχει τα διπλά της χρόνια. Η ιστορία τους αψηφά όλους τους κανόνες των φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων και είναι μια αδιέξοδη πρόκληση: το κορίτσι θα επιστρέψει στη Γαλλία και αυτός ο έρωτας θα μείνει μετέωρος και αλησμόνητος. Αλλά «Ο εραστής» δεν είναι μόνο η ιστορία εκείνου του πρώτου και αλησμόνητου έρωτα. Η αφήγηση της Ντυράς απλώνεται σε πολλά επίπεδα: ανακαλεί τη βία και την οδύνη που βίωσε μέσα στην οικογένειά της, μιλάει για τη βαναυσότητα του μεγάλου αδελφού, για τα αντικρουόμενα συναισθήματα προς τη μητέρα, για τη λατρεία στον μικρό αδελφό. Τα σκοτάδια στη ζωή της Ντυράς άλλωστε αρχίζουν πολύ νωρίς. Η μητέρα είναι τότε δασκάλα, αποσπασμένη από τη γαλλική δημόσια εκπαίδευση, και ζει από ένα σημείο και πέρα μόνη με τα τρία παιδιά της. Η παιδική και εφηβική ζωή της Ντυράς είναι κάθε άλλο παρά φυσιολογική. Η μητέρα έχει παθολογική αδυναμία στον ναρκομανή μικροαπατεώνα μεγάλο γιο. Η κόρη γνωρίζει από πολύ νωρίς τη βία, τρώει πολύ ξύλο από τον μεγάλο αδελφό με την μητέρα να ενθαρρύνει τον σαδισμό του. Αντίθετα, μια μεγάλη τρυφερότητα δένει τη Μαργκερίτ με τον μικρό αδερφό, που είναι καθυστερημένος. Αυτή η τρυφερότητα φτάνει στα όρια της αιμομικτικής σχέσης. Μέχρι που έρχεται η εφηβεία και φέρνει την γνωριμία με τον «Εραστή». Εβδομήντα χρονών πια, η συγγραφέας καταφέρνει να ανασύρει θαρραλέα αναμνήσεις που ξανάφεραν στην επιφάνεια επώδυνα αισθήματα. Και το έκανε τελειοποιώντας ταυτόχρονα αυτό το μοναδικό στυλ γραφής που χαρακτηρίζει όλο το έργο της. Απελευθερωμένη από συγγραφικά και ιδεολογικά υπερεγώ, η Ντυράς δείχνει την εμπιστοσύνη της μόνο στο γεγονός της γραφής – της δικής της προφανώς. Όπου γραφή, όπως εξηγεί, είναι ένα δημιουργικό ένστικτο, μια πρώτη και έσχατη δέσμευση μέσα στη γλώσσα, κάτι που εκπληρώνεται σε έργα της τελευταίας της περιόδου όπως το «Εμιλι Λ.» – έστω και αν, παρά τις εξηγήσεις της, η έννοια παραμένει ένα «μαύρο κουτί». Χαρακτηριστικό στοιχείο της αφήγησης που εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη κινούμενη σε δύο χρονικούς άξονες, είναι η προσπάθεια της συγγραφέως να αποστασιοποιηθεί απ’ τα σκοτάδια της. Γίνεται κυνική απογυμνώνοντας τα έτσι απ’ τη συγκίνηση που θα της προκαλούσε η τυχόν νοσταλγία τους. «…είναι αργά για αναμνήσεις. Δεν τους αγαπώ πια…Δεν έχω πια στο μυαλό μου το άρωμα του κορμιού της, ούτε στα μάτια μου το χρώμα των ματιών της…» Να σημειώσουμε ότι το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ζαν-Ζακ Αννώ (Jean-Jacques Annaud) το 1992 με τίτλο L’ amant, με μουσική του Gabriel Yared, φωτογραφία του Robert Fraisse και ερμηνευτές τους: Jane March, Tony Leung Ka Fai, Frédérique Meininger, Arnaud Giovaninetti, Melvil Poupaud κ.α. Η Μαργκερίτ Ντιράς γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ινδοκίνας στις 4 Απριλίου του 1914, λίγες εβδομάδες δηλαδή πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Έμεινε ορφανή από πατέρα στα τέσσερά της χρόνια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαργκερίτ Ντοναντιέ. Το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ντιράς το πήρε από το όνομα ενός χωριού, όπου ο πατέρας της είχε αγοράσει ένα μικρό κτήμα λίγο προτού πεθάνει. Στα δεκαεφτά της μετακόμισε στο Παρίσι όπου σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες και από το 1935 ως το 1941 εργάστηκε ως γραμματέας στο υπουργείο Αποικιών. Το 1943 έγινε μέλος της γαλλικής Αντίστασης και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, από όπου αποχώρησε το 1950. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί τον Ρομπέρ Αντέλμ, επίσης συγγραφέα. Ο εκδοτικός οίκος Gallimard αρνήθηκε να εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, αλλά η Ντιράς δεν πτοήθηκε. Συνέχισε να γράφει και όταν τέλειωσε το δεύτερο έργο της απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει αν δεν εκδοθεί. Όταν επιτέλους κέρδισε την πολυπόθητη αναγνώριση, δεν μπόρεσε να τη χαρεί γιατί η Γκεστάπο συνέλαβε το σύζυγό της. Τότε η Ντιράς αποφάσισε να μην γράψει ούτε μία λέξη και δεν δημοσίευσε τίποτε ως το 1950. Μολονότι η Ντιράς βοήθησε τους συγγραφείς να αντιταχθούν στο ναζισμό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, μεταξύ των οποίων και το σύζυγό της Ρομπέρ Αντέλμ που ήταν φυλακισμένος στο Νταχάου, κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος μιας λογοτεχνικής επιτροπής ελεγχόμενης από τους Γερμανούς. Μετά τον πόλεμο η Ντιράς εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά, μεταξύ τον οποίων και το Observateur. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε επίσης θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο (μεταξύ των οποίων το διάσημο πλέον Χιροσίμα, αγάπη μου που κέρδισε την υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου τη συγκλονιστική ταινία του Αλέν Ρενέ (1959) ως το India Songπου έγραψε και σκηνοθέτησε η ίδια (1975)) και ασχολήθηκε με την παραγωγή ταινιών, το όνομα της Ντιράς συνδέθηκε στενά με το λεγόμενο cinema d’ auteur, τον κινηματογράφο του δημιουργού. Το 1984 έγραψε την αυτοβιογραφία της με τίτλο Ο εραστής και κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Γκονκούρ. Η Μαργκερίτ Ντιράς πέθανε στις 3 Μαρτίου του 1996 σε ηλικία 81 ετών. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»