«Ήταν μια βροχερή νύχτα, πήραμε ένα ταξί για το σπίτι της μητέρας σου, είχε φύγει για τη Φλόριντα και σε άφησε. Επάνω στο μικρό άσπρο κρεβάτι, ένιωθα σαν σε όνειρο. Κάθισες δίπλα μου όλο το βράδυ και με κοιτούσες, να δεις ποια στην ευχή μπορεί να είμαι» λένε οι στίχοι του τραγουδιού της Τζόνι Μίτσελ, «Rainy Night House». Η Τζόνι Μίτσελ, όπως και η συγγραφέας Άλις Μονρό, έχουν γεννηθεί στον Καναδά, μια χώρα που κατά πολλούς είναι άκρως βαρετή. Τίποτε σπουδαίο δεν συμβαίνει, λένε, στον Καναδά. Όπως τίποτε σπουδαίο δεν συμβαίνει στα διηγήματα της Άλις Μονρό. Κι όμως τα κομψοτεχνήματα της διηγηματικής γραφής της συνεχίζουν να κλέβουν την παράσταση κι έχουν περάσει στο πάνθεον της αναγνωστικής απόλαυσης. Χάρη σε αυτά την αποκαλούν «ο θηλυκός Τσέχωφ της εποχής μας» και πράγματι, όπως έχει δηλώσει η ίδια, ο ρώσος συγγραφέας υπήρξε το πρότυπό της. Άλλωστε παρουσιάζει αρκετά κοινά γνωρίσματα: τα διηγήματά της περιγράφουν μικρά δράματα της καθημερινότητας και οι ήρωές της -κυρίως γυναίκες- αναζητούν την ευτυχία, η οποία είναι άπιαστο όνειρο. Γυναίκες που απομυζούν τη ζωή των συντρόφων τους, κάποιες που την ομορφαίνουν, άλλες που απλώς μεγαλώνουν και γερνούν. Σχέσεις που χάσκουν βαθιά κενά, ζωές που χαράσσονται και ξεσχίζονται από υπερμεγέθεις τρύπες και ρωγμές, παιδιά που θέλουν να ενηλικιωθούν μέσα από τις λέξεις των μεγάλων, παιδιά που μπορούν να αποσιωπήσουν το θάνατο, άνθρωποι, γενικότερα, σημαδεμένοι. που χρωματίζουν ρεαλιστικά τη γραμμή της ζωής. Το παρελθόν συμπρωταγωνιστεί σχεδόν πάντα στα διηγήματά της, άλλοτε λειτουργώντας ως σανίδα σωτηρίας για τους χαρακτήρες βοηθώντας τους να ερμηνεύσουν το παρόν, άλλοτε σαν παγίδα απ’ την οποία προσπαθούν να διαφύγουν. Οι περισσότερες ιστορίες της Άλις Μονρό διαδραματίζονται στο Οντάριο του Καναδά, που κατάφερε να το καταστήσει, μέσω του έργου της, μια από τις γνωστότερες «επικράτειες» της σύγχρονης λογοτεχνίας. Το περιβάλλον αναδεικνύεται σε μια περιοχή εξαίρετης ευαισθησίας, αποχρώσεων, υπαινιγμών και διαθέσεων και καταλήγει να συμπρωταγωνιστεί στη ζωή των ηρώων. Στο βιβλίο «Πάρα πολλή ευτυχία» συναντάμε μια μητέρα που λυτρώνεται με τον πλέον απρόσμενο τρόπο από τον αβάσταχτο πόνο που της προκάλεσε η απώλεια των τριών παιδιών της. Μια νέα γυναίκα να αντιδρά με έξυπνο, αλλά όχι κι αξιοθαύμαστο, τρόπο στην ασυνήθιστη και ταπεινωτική αποπλάνηση που υπέστη. Ενώ στην ιστορία που έδωσε στο βιβλίο τον τίτλο του, συνοδεύουμε τη Σοφία Κοβαλέφσκι -μια Ρωσίδα εμιγκρέ και μαθηματικό του τέλους του 19ου αιώνα – σ’ ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στο καταχείμωνο. Από τη Ριβιέρα, όπου επισκέπτεται τον εραστή της, μεταβαίνει στο Παρίσι, τη Γερμανία, τη Δανία, όπου έχει μια μοιραία συνάντηση με έναν ντόπιο γιατρό, και τέλος τη Σουηδία, όπου διδάσκει στο μοναδικό πανεπιστήμιο της Ευρώπης που δέχτηκε να προσλάβει γυναίκα μαθηματικό. Μέσα από αυτά τα διηγήματα, δέκα στο σύνολό τους, προκύπτει ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: ότι η καθημερινότητα περιέχει το δράμα. Κι αν η ευτυχία αποτελεί άπιαστο όνειρο, τότε το μόνο αντίδοτο δεν μπορεί παρά να είναι η υποδόρια ειρωνεία που διαποτίζει τα γραπτά της Μονρό και συνιστά βασικό γνώρισμα του ύφους της.Παρόλα αυτά οι ήρωες, απλοί και καθημερινοί αποδεικνύονται ικανοί να ανθίστανται στις δυσκολίες κι έτοιμοι να προβούν στην πιο ανατρεπτική πράξη. Μεθυσμένοι από τη ζωή και τις προκλήσεις, οι πρωταγωνιστές της παραμένουν ελεύθεροι, χωρίς όρια, δισταγμούς και αναστολές, με ευκολία συντροφεύονται, παντρεύονται κάνουν παιδιά, και αντέχουν ακόμα και την μεγαλύτερη απώλεια. Καταφέρνουν να ζουν το παρελθόν τους σαν προεκτάσεις ενός κόσμου που τον ανακαλούν μεν αλλά και προσπαθούν ταυτοχρόνως να τον αφήσουν πίσω τους. Και φυσικά οι αναμνήσεις παραμένουν και παρόλο που ο χρόνος λειαίνει το καταστάλαγμά τους αφήνουν συχνά ένα πικρό χαμόγελο το οποίο αιωρείται στη διαβρωτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συγγραφέας. Κάθε ένα από τα διηγήματά της έχει την πληρότητα ενός μυθιστορήματος και την αρχιτεκτονική δομή ενός μικρού αριστουργήματος. Η γλώσσα, χωρίς εξάρσεις εκφραστικές, λειτουργεί σαν ένας ευπροσάρμοστος φακός που αφήνει τον ίδιο τον αναγνώστη να σκύψει πάνω από το διήγημα και να ανακαλύψει την ομορφιά του. Η γραφή της, με ρίζες από το παρελθόν, ενδύεται την προσωπικότητα των ηρώων, δίνοντας ζωντάνια και ανάγλυφη όψη. Άλλοτε γίνεται ώριμη, άλλοτε κυνική, άλλες φορές ποιητική, ουδέτερη, μόρτικη, αυθάδικα εφηβική, με αποτέλεσμα να ξαφνιάζει και να αλλάζει την ταχύτητα και την θερμοκρασία του κειμένου. Σαν δεινός σκηνοθέτης στήνει το σκηνικό της, κλιμακώνοντας τα συναισθήματα και την αγωνία, με εικόνες που θυμίζουν κινηματογραφικό φακό. Χρησιμοποιεί με εξαίρετο τρόπο την τεχνική του φλας μπακ που σε συνδυασμό με το στοιχείο του αιφνιδιασμού δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση πως μπορεί να ξεκινήσει την ιστορία από οποιαδήποτε στιγμή, γεγονός που προσθέτει λίγες ακόμα σταγόνες γοητείας στις αφηγήσεις της. H Άλις Μονρό τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2013, στα 82 της χρόνια. Ήταν η πρώτη Καναδή πολίτης και μόλις η δέκατη τρίτη γυναίκα που έλαβε αυτή τη διάκριση στην ιστορία του θεσμού, κι αυτό γράφοντας αποκλειστικά διηγήματα (η ίδια έχει ομολογήσει πως μια φορά προσπάθησε να γράψει μυθιστόρημα, αλλά κατέρρευσε στα μισά, επειδή έχασε το ενδιαφέρον της). Ένα όμως είναι σίγουρο: αν οι σπουδαιότεροι διηγηματογράφοι του 19ου αιώνα ήταν Ευρωπαίοι, η τέχνη του διηγήματος στον 20ό αιώνα και ιδίως μεταπολεμικά άνθησε στον Νέο Κόσμο με την Άλις Μονρό από το Οντάριο του Καναδά να αποτελεί ίσως σήμερα τη σημαντικότερη εκπρόσωπο αυτής της μεγάλης βορειοαμερικανικής παράδοσης. Στη χώρα της έχει βραβευτεί τρεις φορές με τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση, το Governos General’s Literature Award. Η κριτική επιτροπή που της απένειμε το Booker το 2009 ανέφερε: «Με κάθε διήγημά της, η Μονρό καταφέρνει να φτάσει το βάθος και την ακρίβεια που οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι πετυχαίνουν με το σύνολο του έργου τους. Διαβάζοντας τη Μονρό μαθαίνεις πάντα κάτι που δεν έχεις σκεφτεί ποτέ». Η Μάργκαρετ Άτγουντ, η Καναδή, βραβευμένη με Booker το 2000, συγγραφέας, ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας, τοποθετεί τη Μονρό «ανάμεσα στις σπουδαιότερες λογοτεχνικές φωνές της εποχής μας». Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»